Το χρονικό μιας συνέντευξης
Το «Just Dance» ήταν το βίντεο που με έκανε να την προσέξω. Θυμάμαι ένα κιτς όργιο χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Μια τύπισα με περίεργη μύτη, πλατινέ μακριά κόμη με αφέλειες, έναν μπλε ζωγραφισμένο κεραυνό δίπλα στο δεξί της μάτι και ένα ζουμερό κωλαράκι, έπαιρνε πόζες σαν μίμος του δρόμου, μετά χόρευε σαν μεθυσμένη αγγλίδα μαζί με άλλο κόσμο, μετά υποσχόταν γλυκό έρωτα σε ένα μικρόφωνο, μετά καβαλούσε ξέφρενα μια φουσκωτή φάλαινα μέσα σε μια παιδική πλαστική πισίνα και χαϊδολογούσε δύο ημίγυμνα αγόρια ρουφώντας ένα ξύλινο τσιμπούκι, μετά αρπάχτηκαν όλοι μεταξύ τους και ο χορός έγινε νεοκαλιγουλικό ντελίριο με ντισκομπάλες.
Το ντύσιμό της δε, ήταν μαχαιριά στην καρδιά. Ένα στενό κακόγουστο τοπ με ασημένιες στραφταλιζέ παγέτες, ένα στενό μίνι φόρεμα με zebra patterns, κλεμμένο σίγουρα από το βεστιάριο της «Δυναστείας», δερμάτινα μοτοσυκλετικά γάντια, ένα ναυτικό καπέλο και δεν θυμάμαι κι εγώ τι άλλο.
«Ουάου, τα θέλει όλα το κορίτσι και τα θέλει τώρα. Είναι απεγνωσμένη, δεν το βλέπετε;», σκέφτηκα. Το ξαναείδα το βίντεο δύο-τρεις φορές, πρόσεξα και το κομμάτι το οποίο ήταν ένα μέτριο ποπ χιτάκι και κάπου εκεί σιγουρεύτηκα ότι ακόμα δεν έχουμε δει απολύτως τίποτα από εκείνη. Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων της εταιρίας της στην Ελλάδα και του είπα ότι θέλω να της κάνω οπωσδήποτε συνέντευξη. Τα ‘χασε γιατί όπως μου εξομολογήθηκε προσπαθούσε να πείσει και άλλους συναδέλφους μου να της κάνουν συνέντευξη αλλά κανείς δεν ήθελε. Όλοι γελούσαν. «Καλύτερα για μένα, όταν οι άλλοι θα τη ζητάνε, εκείνη θα το παίζει ντίβα κι εγώ θα έχω μια ωραιότατη αποκλειστική συνέντευξη» του απάντησα ως ψωνισμένη μουσική συντάκτρια που σέβεται τις φιλόδοξες ορέξεις της.
Η συνέντευξη κανονίστηκε να γίνει τηλεφωνικά και θα με έπαιρνε η ίδια στο κινητό μου. Το κινητό χτύπησε και από την άλλη πλευρά άκουσα μια γλυκιά φωνή να φωνάζει «Έλααααα, έλα μωρό μουυυυυ». Πριν προλάβω να αγχωθώ ότι κάποια παλιά γνωστή μου βρήκε την ώρα και τη στιγμή να με πάρει να θυμηθούμε τα παλιά, εκείνη συνέχισε στα αγγλικά πλέον «Δεν ξέρω πολλά ελληνικά, αλλά έμαθα λίγα από το δεύτερο αγόρι μου που ήταν έλληνας και καταπληκτικός εραστής». Αναμφίβολα ήξερε από τότε πώς να αιφνιδιάζει τους συνομιλητές της. Η αλήθεια είναι πως δάγκωσα αρκετές φορές τη γλώσσα μου κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Μια από αυτές ήταν όταν μου είπε ότι δεν είναι πολύ ανοιχτόμυαλη στο θέμα του έρωτα και πως είναι απλώς ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα κορίτσια. Θυμάμαι καθαρά ακόμα και σήμερα κάποιες ατάκες της που έδειχναν από τότε το φλερτ της με τη δόξα.
Ανάμεσα σε άλλα, μου είχε πει: «Αυτό που κάνω, είναι κάτι ασυνήθιστό για τη μουσική βιομηχανία. Θα συνεχίσω να πορεύομαι με τον δικό μου τρόπο. Θα προκαλώ, θα επαναπροσδιορίζω τον εαυτό μου συνεχώς. Η Μαντόνα επαναπροσδιόριζε τον εαυτό της σε κάθε άλμπουμ, εγώ το κάνω κάθε φορά που αλλάζει η ημερολογιακή εποχή γιατί έτσι νιώθω. Έχω εμμονή με οτιδήποτε ανδρόγυνο. Από τον Bowie μέχρι τη Cher. Το ξέρω ότι λένε για μένα πολλά, αλλά δεν με νοιάζει. Το ξέρω ότι λένε πως μπορεί να είμαι άντρας που έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Δεν με πειράζει. Αρκεί που διαφωνούν μεταξύ τους για μένα και ασχολούνται μαζί μου. Κάθε δημοσιότητα είναι καλή δημοσιότητα. Προσωπικά βέβαια δεν ασχολούμαι με αυτά που γράφουν και λένε για μένα. Με ενδιαφέρει ο κόσμος που με ακούει να ενδιαφέρεται για τη δουλειά μου, τη μουσική μου και τη μόδα μου και όχι για το αν ξεμαλλιάστηκα ή όχι με κάποια άλλη σέξι ξανθιά τραγουδίστρια. Ο δρόμος προς την επιτυχία προϋποθέτει να είσαι πραγματικός σταρ και όχι να είσαι απλά προκλητικός. Η προκλητικότητα από μόνη της δεν είναι το κλειδί της επιτυχίας, πίστεψέ με υπάρχουν εκατομμύρια προκλητικοί καλλιτέχνες εκεί έξω που δεν έχουν καταφέρει τίποτα».
Σε πιστεύω. Για να μην παρεξηγηθώ πάντως, δεν βρίσκω τίποτε το κακό στους προκλητικούς καλλιτέχνες. Ζήσ’το προκλητικά, μαζί σου, γουστάρω. Αρκεί να διαθέτεις έμφυτο στυλ από τα πρώτα βήματα της καριέρας σου (πριν σε αναλάβουν οι μάνατζερ και σου την πέσουν όλοι οι ψωνισμένοι, δήθεν avant garde καλλιτέχνες/μόδιστροι κλπ που αναζητούν το δικό τους μερίδιο δημοσιότητας μέσα από τη δική σου επιτυχία) αλλά και αίσθηση του μέτρου.
Για κάποιο λόγο πάντως, εκείνη την περίοδο μού ήταν αρκετά συμπαθής. Κάτι οι μουσικές σπουδές της, κάτι το ξεκίνημά της από πολύ νεαρή ηλικία στα υπόγεια κλαμπάκια της Νέας Υόρκης, κάτι η αμεσότητά της στη συνέντευξη, είχαν συνθέσει την εικόνα μιας πρόσχαρης κοπέλας με πολλές καλλιτεχνικές ανησυχίες μέσα της, η οποία πάλευε να αναγνωριστεί.
Εννοείται πως μου θύμισε τη Μαντόνα στα πρώτα της βήματα. Δεν ήθελε όμως να είναι η νέα Ματζ και γι’ αυτό αποφάσισε να κοπιάρει το στυλ εκκεντρικών, κυρίως ανδρόγυνων, σταρ της μουσικής βιομηχανίας. Από τον Freddie Mercury, τον Bowie και τον Elton John, μέχρι τη Cher και τον Marilyn Manson. Όλα στον τορβά που λέμε. Η ίδια υποστηρίζει ότι οι επιρροές της μουσικά φτάνουν μέχρι τους Black Sabbath, τους Iron Maiden, τον Bruce Springsteen, τον Stevie Wonder, τους Beatles και τους Pink Floyd. Εγώ πάλι, μάλλον έχασα την ικανότητα της ακοής γιατί δεν τους «ακούω» σε κανένα track της εκτός ίσως μόνο από τα «Speechless» και «Brown Eyes» που ελτοντζονίζουν μέχρι εκεί που δεν πάει.
Από το πρώτο κιόλας της άλμπουμ, το «Fame», η συνταγή ήταν πολύ συγκεκριμένη. Ολίγον από Abba, Donna Summer, Visage, Sandra (ναι, Sandra, ακούω Sandra σε πολλά κομμάτια της, συγγνώμη κιόλας), εννοείται Μαντόνα του ’80, πάρε και Spice Girls, πάρε και Britney, κάνε και ένα αμπαλάρισμα με σύγχρονη παραγωγή και ενορχήστρωση με ολίγον R ‘n B για να μη μας καταπιεί ο χωροχρόνος και ορίστε. Σύγχυσις!
Φτάνει, βαρέθηκα
Μέσα σε δύο μόλις μήνες έγινε είδωλο και όπως συμβαίνει πολλές φορές με τα είδωλα, άρχισε να μπλέκεται και να χάνεται μέσα στα windmills of her mind. Μεγαλομανία, με την ίδια να αυτοαποκαλείται Lady Monster και οι φανς της να είναι τα μονστεράκια της, αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές και εμφανίσεις τύπου «Πέταξα μια σπάλα επάνω μου και πήγα να παραλάβω ένα βραβείο», μονολεκτικές, χαμηλόφωνες απαντήσεις σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις με απλανές βλέμμα που κρύβει πολλά (ή τίποτα), λυπητερά τεχνάσματα προκειμένου να κερδίσει τη συμπόνια του λαού υπονοώντας ότι κινδυνεύει από αιφνίδιο θάνατο λόγω χρόνιας πάθησης, ξαφνικά ξεσπάσματα με κλάματα στην τηλεόραση για να δείξει πόσο μα πόσο πολύ συγκινείται από την αγάπη του κόσμου και διάφορα άλλα ανάλογα σκηνικά.
Πέταξε και στο μίξερ ο,τι βρήκε, κραυγαλέα, εκκεντρικά ρούχα και αξεσουάρ, τον Άντι Γουόρχολ, τον Σαλβατόρ Νταλί, γυμνά βιντεάκια με ασκήσεις υποκριτικής και γυμνές φωτογραφήσεις σε περιοδικά, φιλανθρωπίες, ακτιβισμούς, ιδρύματα, που ν’ αρχίσεις και που να τελειώσεις. Την έβλεπα παντού μπροστά μου, πάντα προκλητική και απόκοσμη.
Κάθε της στυλιστική εμφάνιση άρχισε να γίνεται σημείο αναφοράς προς αποφυγή. Μόνο οι περούκες δηλαδή, πολύ βάρος ρε φίλε στο κεφάλι. Άσε τα τακούνια. Βάρος επάνω, βάρος κάτω, νάτο το μπαλαντσάρισμα, να σου και οι φουσκωτοί να την κρατάνε για να μην πέσει στα σοκάκια της Μυκόνου. Ωραία είχαμε γελάσει όλοι τότε. Μόνο κάποια πολύ καλογυρισμένα και ευφυέστατα video clip της μου προκαλούσαν πλέον ενδιαφέρον.
Το δεύτερο άλμπουμ της (τυπικά τρίτο αφού είχε προηγηθεί η επανακυκλοφορία του Fame με την ονομασία Fame Monster αυτή τη φορά, το οποίο συμπεριλάμβανε και δεύτερο CD με νέα κομμάτια) δεν άντεξε παρά μόνο λίγες ακροάσεις στη ζωή μου και μερικούς χορούς κάποια μεθυσμένα ξημερώματα σε κλαμπάκια. Ακόμα και ο μάνατζέρ της τα βρόντηξε και έφυγε. Μέχρι που ανακοίνωσε τη νέα της κυκλοφορία πριν κάτι μήνες.
Οι μελωδίες όπως πάντα κολλάνε στον εγκέφαλό σου με την πρώτη ακρόαση, αλλά το θέμα είναι πόσο γρήγορα θα θελήσεις να τις ξεκολλήσεις.
Εντάξει δεν περίμενα να κυκλοφορήσει το πρώτο σινγκλ του άλμπουμ «Applause» για να δω τι ακριβώς θα φαινόταν στο χειροκρότημα. Μου το είπε το newsfeed μου στο facebook που άρχισε να γεμίζει πάλι με τη φάτσα της (δεν σταματάει να ανεβάζει φωτογραφίες, δεν σταματάει) και με το τραγούδι το οποίο πόσταραν διάφοροι γνωστοί μου ασταμάτητα. Ακολούθησαν κι άλλα ηχητικά ντοκουμέντα από το νέο της άλμπουμ, ARTPOP, και φυσικά ένας νέος κύκλος προκλητικών εμφανίσεων με πρώτη και καλύτερη εκείνη που την ενόχλησε το βρακί της στη σκηνή ενός λονδρέζικου κλαμπ και είπε να το βγάλει ενώπιων όλων.
Και για να μην ξεχνάμε ότι όλα στη ζωή της είναι τέχνη, μόδα και μουσική, το εξώφυλλο υπογράφει ο εικαστικός Jeff Koons και στο φόντο, πίσω από την λαίδη, διακρίνονται διάσημα έργα τέχνης, όπως ο πίνακας του Μποτιτσέλι “Η Γέννηση της Αφροδίτης” (η Kylie πάντως είχε ανακαλύψει την Αφροδίτη πριν από την Gaga, να τα λέμε αυτά τα πράγματα). Το εξώφυλλο αποκαλύφθηκε κομμάτι-κομμάτι μέσα από τις γιγαντοοθόνες της Times Square στη Νέα Υόρκη.
Έχει κάνει κι άλλα όμως για το νέο άλμπουμ. Έφτιαξε με τους συνεργάτες της στη δική της εταιρία House of Gaga ένα application που θα συνοδεύει την κυκλοφορία του ενώ στα πρώτα 500.000 φυσικά αντίγραφα, οι λέξεις Lady Gaga και ARTPOP θα είναι επικαλυμμένες με ροζ μεταλλικό φύλλο και φύλλο αργύρου. Εντάξει το τερμάτισε.
Έχω ακούσει κάποια από τα νέα της κομμάτια και χωρίς να δώσω καμία απολύτως σημασία στο γενικό hype γύρω μου, θα τολμήσω να πω ότι μου φαίνονται πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα τραγούδια που είχαν σκάσει πριν την κυκλοφορία του προηγούμενου άλμπουμ. Τουλάχιστον όσον αφορά την ποικιλία. Όχι, δεν εννοώ ότι τραγουδάει thrash metal, αλλά τα πρώτα δείγματα μας έχουν ήδη δώσει μια σπαραξικάρδια μπαλάντα στο γνωστό ελτοντζονικό της στυλ (“Dope”), ένα άκρως Ριανικό κομμάτι (“Applause”), ένα καλογυαλισμένο R’n’B ντουέτο με τον R. Kelly, το οποίο έχει σαφείς επιρροές από τα ‘80s και τα ‘90s στην ενορχήστρωση και ένα κλασικό Lady Gaga κλαμπάτο μπιτάκι που χορεύεται φυσικά με ελαφρύ σκύψιμο μπροστά, λυγισμένα γόνατα και γροθιές προς τα κάτω σε κάθε breakbeat (Venus).
Οι μελωδίες όπως πάντα κολλάνε στον εγκέφαλό σου με την πρώτη ακρόαση, αλλά το θέμα είναι πόσο γρήγορα θα θελήσεις να τις ξεκολλήσεις. Ε, εντάξει, αυτό θα φανεί στο χειροκρότημα. Πάντως τα παλαιότερα “Bad Romance” και “Speechless” συνεχίζω να τα ακούω ευχάριστα ακόμη και σήμερα. Αλλά ναι, μόνο αυτά.