Κυριακή απόγευμα σε ένα δισκάδικο κοντά στην πλατεία Εξαρχείων. Όσοι βρίσκονται μέσα γελούν με το πόσα αθυρόστομα μπορούν να γίνουν δύο γυναικεία στόματα που αυτοσχεδιάζουν. Ο Μιχάλης Καφαντάρης και ο Θανάσης Γιαννόπουλος γυρίζουν και ξαναγυρίζουν την σκηνή που η Βάσω και η Όλγα βρίζονται ανελέητα, πετούν στο πάτωμα παλιούς δίσκους, πιάνονται μαλλί με μαλλί και όλα αυτά επειδή η μια δεν μπορεί να κατανοήσει την γενιά της άλλης. Άλλο να στρίβεις την κασέτα σου με το μολύβι και άλλο να καθαρίζεις με πανάκι ένα cd.
Προτιμούν να κάνουν τα γυρίσματά τους αυτή την ώρα της ημέρας, όταν ο ήλιος πέφτει, αφού όπως λένε το σούρουπο μοιάζει με την γενιά στην οποία αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ. Γιατί η δεκαετία του ’80 δεν κληροδότησε στις επόμενες μόνο βιντεοκασέτες και ατάκες του Γαρδέλη, αλλά και μνήμες από την μεταπολίτευση, την δολοφονία του Καλτεζά και τις καταλήψεις των σχολών, την εγχώρια και ανεξάρτητη ροκ σκηνή, την συναυλία των Police στο Σπόρτινγκ.
Ο Θανάσης Γιαννόπουλος περιγράφει το πώς οδηγήθηκε στην συγγραφή του πρώτου του σεναρίου. «Η ιδέα προέκυψε σε ένα πάρτι του Κώστα Μάστορη στα Κύθηρα. Κουβεντιάζαμε διάφορα για τα 80s, και εκείνη την ώρα ο Κώστας είπε ‘πλάκα δεν θα είχε ένα ντοκιμαντέρ για την μουσική του ’80, το new wave, τo punk, τo post punk;’. Συμφώνησα με τη σκέψη του και έτσι ξεκινήσαμε να ψάχνουμε για παλιά συγκροτήματα της εποχής, που αποτύπωναν μέσα από τη δουλειά τους την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε.
Το Εδώ δεν υπάρχει άσυλο θα είναι ένα σύνολο μαρτυριών των συγκροτημάτων που έπαιζαν εκείνη την εποχή μουσική, ανθρώπων που είχαν δισκογραφικές εταιρίες, ατόμων που θα σχολιάζουν πώς βίωσαν την περίοδο εκείνη και όλα τα παραπάνω θα συνοδεύονται από ένα κομμάτι μυθοπλασίας. Δεν θέλαμε να παρουσιάσουμε μερικές ξερές συνεντεύξεις, γιατί στο τέλος θα το βλέπαμε μόνο εμείς και όσοι έχουν απομείνει στην ίδια φάση με εμάς από το ’80. Αυτός είναι ο ρόλος της μυθοπλασίας, μια ιστορία που θα δείχνει τι συνέβαινε την εποχή εκείνη και θα μεταφέρει το κλίμα, δεν θα προβάλουμε απλά πληροφορίες που μπορεί κάποιος να βρει και στο διαδίκτυο.
Θα εμφανιστούν μέλη των συγκροτημάτων Anti Troppau Council, Metro Decay, Magic De Spell, Cpt. Nefos, Libido Blume, Villa 21, Yell-o-Yell, Headleaders, Παρθενογένεσις, Stress, Auschwitz, Αρνάκια, ΑΝΤΙ, Ανυπόφοροι, Last Drive, Χωρίς Περιδέραιο, Γενιά του Χάους, Panx Romana, Ex Human, Not 2 without 3, South of no North. Αυτοί οι άνθρωποι τότε ήταν πιτσιρικάδες που ένιωθαν ότι βρίσκονταν σε μια κοινωνική συγκυρία στην οποία, όπως λέει και το γνωστό τραγούδι των Clash “Επιτρέπεται να πεις ότι θες, αρκεί να μην είσαι τόσο ηλίθιος ώστε να το προσπαθήσεις”. Φαινόταν ότι έχουν την πλήρη ελευθερία να πουν και να κάνουν το οτιδήποτε, παρ’ όλ’ αυτά, κάθε τους πράξη τελικά εμποδιζόταν. Τους απαγόρευαν να παίξουν μουσική, να τραγουδήσουν σε μαγαζιά, να οργανώσουν συναυλίες, να ντύνονται όπως θέλουν.
Ψάχναμε κόσμο που έχει εξαφανιστεί από το μουσικό προσκήνιο και πολλοί δεν ήθελαν καν να μιλήσουν για το παρελθόν τους, παρότι μας ενδιαφέρει κυρίως το τι είναι και τι κάνουν τώρα, όχι μόνο τι έκαναν τότε. Κάποια συγκροτήματα ήταν πολύ πρόθυμα να συμμετάσχουν στο εγχείρημα μας. Κάποια άλλα ήταν επιφυλακτικά στην αρχή, αλλά βλέποντας τα γυρίσματα και κάποια teaser, δέχτηκαν τελικά. Υπάρχει μόνο ένα εκπληκτικό συγκρότημα της εποχής, οι Forward, που τους προσεγγίσαμε αλλά δεν δέχτηκαν για προσωπικούς λόγους, έχουν αφήσει την περίοδο εκείνη και την μουσική τους πίσω και δεν θέλουν να αναφέρονται στα παλιά.
Κάνουμε δύο χρόνια γυρίσματα και το κάθε ένα είναι μια ολόκληρη εξίσωση επειδή δεν έχουμε χρήματα και η φάση είναι DIY (Do It Yourself). Μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες συνεννοήσεις και να βρούμε τον κατάλληλο εξοπλισμό, καθυστερούμε. Ψάχνουμε ακόμα εταιρεία παραγωγής, γιατί σε όσες απευθυνθήκαμε μας ζητούσαν να κάνουμε απλά συνεντεύξεις με τα συγκροτήματα. Εμείς αναρωτιόμασταν αν θα πήγαινε κανείς να δει κάτι τέτοιο, γιατί αν είναι να μην το διανέμουμε στους κινηματογράφους, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα για εμάς και τη δουλειά που έχουμε κάνει. Όλες οι εταιρείες λοιπόν όταν άκουσαν ότι θέλουμε να μπλέξουμε τις συνεντεύξεις που ζητούσαν με μια ιστορία, στάθηκαν καχύποπτες. Εσένα αν σου έλεγα να δεις μια ταινία που μιλάνε κάποιοι τύποι για την μουσική του ‘ 80 και μόνο αυτό, θα πήγαινες να τη δεις; Μάλλον όχι.
Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από την ανακοίνωση που είχε βγάλει ο αστυνομικός διευθυντής Αττικής στις 9 Μαϊου 1985, όταν είχε ξεκίνησει μια πορεία από την πλατεία Εξαρχείων. Απαγόρευσε λοιπόν την συγκέντρωση εντός της πλατείας λέγοντας στους διαδηλωτές ότι δεν τους προσφέρει άσυλο και πως αν κάποιοι σκεφτούν να φωνάξουν συνθήματα όπως “μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”, θα ισοπεδωθούν από τους αστυνομικούς που τους είχαν ήδη περικυκλώσει. Δεν υπήρχε άσυλο στις γειτονιές, ούτε στα μαγαζιά, έτσι ζούσαν αυτά τα παιδιά.»
Η Βάσω Καμαράτου κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία που θα συνοδεύει τις μαρτυρίες των ατόμων που βίωσαν εκείνη την εποχή. «Τον Θανάση δεν τον γνώριζα. Εκείνος όμως με είχε δει το 2007 σε μια παράσταση στο Επί Κολωνώ και μετά από τρία χρόνια με πήρε τηλέφωνο για να συμμετάσχω στο ντοκιμαντέρ. Δέχτηκα αμέσως μόνο και μόνο επειδή με θυμόταν και του είχα κάνει εντύπωση, έψαξε το τηλέφωνο μου γιατί είχε γράψει ένα ρόλο ακριβώς πάνω μου. Εξαρχής μου δήλωσε ότι αυτή η δουλειά είναι το όραμά του και πως δεν παίζουν λεφτά, δεν άλλαξα όμως γνώμη. Με εισήγαγε σε ένα κόσμο και σε μία μουσική σκηνή με την οποία δυστυχώς δεν είχα καμία επαφή πριν τον γνωρίσω. Μεγάλωσα σε μια πολύ λαϊκή γειτονιά στον Κορυδαλλό και τα ακούσματά μου ήταν Ξυλούρης και Βίκυ Μοσχολιού. Μεγαλώνοντας άκουγα Τρύπες, Ξύλινα σπαθιά, ό,τι μας πλάσαραν τότε, δεν ήξερα τίποτα από την underground σκηνή της περιόδου. Όσους έχω γνωρίσει από τα συγκροτήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είναι πολλοί ωραίοι τύποι, σκεπτόμενοι.
Ουσιαστικά μέσω της μυθοπλασίας φαίνεται η θέση της γενιάς του ’80 απέναντι στη γενιά του ’70 και του ’90. Πρόκειται για μια ιστορία απλή που διαδραματίζεται στο σήμερα. Μία γυναίκα της γενιάς του ’70, πεθαίνει. Η κόρη της, την οποία υποδύομαι, έχει τα πράγματά της χωρίς να έχει προλάβει να γνωρίσει την ίδια καλά καλά. Κάποια στιγμή, χάνει μια κασέτα της και προσπαθώντας να τη βρει, δημιουργεί μία πορεία που περνάει μέσα από τα συγκροτήματα της γενιάς του ’80. Οι ρόλοι εντός της μυθοπλασίας είναι τέσσερις. Της μητέρας μου, που την ενσαρκώνει η Όλια Λαζαρίδου, της Όλγας Παπαδημητρίου, της Βιργινίας Κλαστάδα και ο δικός μου. Όλες επί της ουσίας παίζουμε τον εαυτό μας. Παρότι ο δικός μου ρόλος αποτελεί στην μυθοπλασία τη γενιά του ’90 και ενώ την εκπροσωπώ και στην πραγματική ζωή, δεν μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός γιατί οι δικές μου μνήμες, από τον πατέρα μου που είχε δικό του ραδιοφωνικό σταθμό και μεγάλωσα με τα δικά του ακούσματα, φτάνουν πολλές γενιές πίσω.
Και μουσικά και πολιτικά, βλέπω ότι η ιστορία με κάποιο τρόπο επαναλαμβάνεται. Υπήρχε και υπάρχει και τώρα μια μεγάλη ψαλίδα που χωρίζει την κοινωνία σε κάτι το underground και σε κάτι το εμπορικό. Έτσι συμβαίνει στην πολιτεία, στην κοινωνία, στην πολιτική, στην ζωή μας ευρύτερα Μας ντοπάρουν καθημερινά με πράγματα που πρέπει να δούμε, που πρέπει να φάμε, που πρέπει να μυρίσουμε.»