Όσοι με ξέρουν προσωπικά, σε σημείο να έχουμε κάτσει και να πούμε και δύο κουβέντες περί μουσικής, πέρα από το ότι θα σου πουν ότι, μουσικά, άκρη δε βγάζουν με μένα, σίγουρα θα θυμούνται πως κάνω τεμενάδες σε αυτή τη «μπάντα με το όνομα-σιδηρόδρομο». Ισχύει, ποτέ μου δεν έκρυψα την αγάπη που έχω για τους Einstürzende Neubauten (για τους φίλους σκέτο Neubauten), αγάπη την οποία έχω για ελάχιστες μπάντες. Αυτούς, τους Dead Can Dance, τους Coil, τους Joy Division, τον Χατζιδάκι και μερικούς ακόμα. Δε μιλάω Γερμανικά, μα αυτός δεν ήταν ποτέ λόγος να μην τους αγαπήσω και να μην ασχοληθώ μαζί τους. Tουναντίον, όταν ένα συγκρότημα σε ωθεί να ψάξεις τις μεταφράσεις των στίχων τους και να περάσεις χρόνο μαθαίνοντας να τραγουδάς λέξη προς λέξη τραγούδια γραμμένα σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις, συνειδητοποιείς το πόσο μεγάλη είναι.
Πάνε έξι χρόνια από τότε που έκατσα δίπλα-δίπλα με τον…συνάδελφο εδώ στην Popaganda, Κώστα Χανδρινό, στο πρώτο έτος του Πανεπιστημίου και αρχίσαμε να μιλάμε για μουσική. Μπλακμεταλάς-γκοθάς εγώ, μπιτλάς-κλασικοροκάς εκείνος. Και οι δύο, όμως, ψάχναμε για περίεργους ήχους. Εκείνος μου έμαθε τον Captain Beefheart και τους Bonzo Dog, εγώ τους Napalm Death και τους Om. Μα και οι δύο ξέραμε τους Neubauten. Το επόμενο καλοκαίρι άκουσα το Haus Der Luege και, συμπληρωματικά, μου έκανε πάσα την ταινία του Halber Mensch. Αν και είχα δει αρκετά περίεργα πράγματα στη ζωή μου, πρώτη φορά συναντούσα μια τόσο σκοτεινής μορφής οπτικοακουστική ψυχεδέλεια και κατάλαβα ότι industrial δε σημαίνει μόνο μπλιμπλίκια που θυμίζουν βιομηχανία, αλλά εφευρετικότητα, σκότος και καλλιτεχνικό όραμα αν γίνεται με εφαλτήριο αυτά. Και στη μέση ενός εργοταξίου γεμάτου σκουριασμένα εξαρτήματα φάμπρικας, ο Blixa Bargeld ντυμένος στα δερμάτινα να κρέμεται με την κιθάρα του από το μικρόφωνό του και να τσιρίζει ακατάληπτους στίχους με γρέζι και απόκοσμες κραυγές. Να μια σωστή πρώτη επαφή με μια μπάντα.
Η δισκογραφία τους, αρχής γενομένης από την πρώτη, ταραχοποιό περίοδό τους, αργά και σταθερά αρχίζει να ξεψαχνίζεται. Το «Je T’Aime» του Gainsbourg «παιγμένο με πριόνι» στο Kollaps διαδέχεται η έρπουσα καταστροφή του κόσμου στο «Armenia» από το Zeichnungen Des Patienten O.T. και ακολουθεί η οριστική εκτέλεση του Sehnsucht, ο υπαρξιακός χορός του Yü-Gung και το εφιαλτικό κρεσέντο του Seele Brennt στο Halber Mensch. Η φίλη μου η Άλκηστη μου ζητά να της αφιερώσω σε μια διαδικτυακή εκπομπή που έκανα το ηχητικά κεφάτο «MoDiMiDoFrSaSo» από το Richterskala. Και ξαναερχόμαστε στην χορευτική και κάπως πιο εύπεπτη γλώσσα του Haus… που δείχνει να συνοψίζει τη θορυβώδη πρώτη περίοδο των Neubauten, αφήνοντας υπόνοιες πως κάπου αλλού θα πάει το πράγμα στο μέλλον. Πως δεν αρκεί πλέον η στυγνή θορυβοποιία, όσο καλλιτεχνική και να είναι για να κρατήσει τα «Νεόκτιστα» από το να κατεδαφιστούν ποιοτικά. Η μανιέρα πρέπει να φύγει από το λεξιλόγιο, ενώ ο Blixa έχει εξερευνήσει νέες, όχι τόσο άναρχες, διόδους έκφρασης με τον Nick Cave στους Bad Seeds. Το τείχος του Βερολίνου έχει πέσει εδώ και κάποια χρόνια και μια συναυλία στην «από-κει μεριά» δεν είναι τόσο σημαντική όσο συνήθιζε να είναι.
Το ημερολόγιο της μπάντας γράφει 1993. Το δικό μου 2009. Το Tabula Rasa δεν το περίμενε κανείς. Η Anita Lane συνοδεύει τον Blixa στον εκλεπτυσμένο πειραματισμό του Blume. Τα δερμάτινα έφυγαν, τα στυλάτα κοστούμια ήρθαν. Οι Neubauten, αν και έχουν ακόμα την industrial ρίζα παρούσα και τη χρησιμοποιούν σαν να μην πέρασε μια μέρα σε κομμάτια όπως το «Headcleaner», μια ολόκληρη εποποιία στριμωγμένη σε ένα μεγάλης διάρκειας κομμάτι, φαίνονται κάπως απομακρυσμένοι από τον πρωτόλειο (μα όχι ανώριμο) ήχο των προηγούμενων δίσκων. Υποψίες που επιβεβαιώνονται με το Ende Neu, δίσκο που απομάκρυνε τους παλιοσχολίτες και όρισε την οριστική στροφή της μπάντας. Καμία διάθεση για αδικαιολόγητη επιθετικότητα, εδώ κοχλίας της μπάντας θα παραμείνει η πειραματική της διάθεση, φιλτραρισμένη μέσα από πιο ήρεμους και, αν θες, pop δρόμους, χωρίς να βάζει φρένο στην καλλιτεχνική τους έκφραση. Το «The Garden» καταλήγει να μνημονεύεται μέχρι και σήμερα ως ένα από τα 5 πιο πολυακουσμένα κομμάτια τους, ακόμα και από άτομα που δε γνωρίζουν την προηγούμενη πορεία του συγκροτήματος. Μετά το τέλος των ηχογραφήσεων, ο F.M. Einheit θα εγκαταλείψει τη «φάμπρικα».
Και έρχεται η ώρα για το αριστούργημα της δεύτερης περιόδου τους, αυτής που τους ήθελε μάστορες όχι της ηχητικής χαλυβουργείας, μα της –ας μου επιτραπεί ο όρος- intelligent pop. Το Silence Is Sexy έχει όλους τους λόγους ώστε να ανήκει σε μια ενήμερη, ποιοτική δισκοθήκη. Από τον ψυχρό ερωτισμό του Sabrina και την ωδή στον John Cage του ομώνυμου κομματιού, περνάμε στην μελωδία του «Heaven Is Of Honey» και την αστική μελαγχολία του «Die Befindlichkeit Des Landes». Και λίγο πριν το τέλος, το «Redukt» καταφέρνει να συγκεράσει παλιούς και νέους Neubauten σε μια δεκάλεπτη μίξη των δύο διαφορετικών ήχων τους.
Ακολουθούν άλλοι δύο επίσημοι studio δίσκοι, πλην των άπειρων «παράπλευρων» κυκλοφοριών της μπάντας, τα Perpetuum Mobile και Alles Wieder Offen. Δύο δίσκοι που συνεχίζουν τη φόρμουλα της νέας περιόδου, με το εξευγενισμένο industrial να έχει ρίξει τους τόνους του και να αφορά στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας σύγχρονης, σίγουρα περισσότερο ευάκουστης και με μερικές εκπλήξεις να υπενθυμίζουν πως δεν πρόκειται περί αλλοτινών ηχητικών τρομοκρατών που συμβιβάστηκαν, μα για καλλιτέχνες που αποδέχονται το παρελθόν τους αλλά επεκτείνουν την Τέχνη τους σε ένα ωριμότερο επίπεδο. Το «Let’s Do It A Dada» υπάρχει πάντα για να το επιβεβαιώνει.
Δεν έχω ξεπεράσει μέχρι σήμερα το σοκ της διήμερης, επετειακής τους εμφάνισης στα πλαίσια της τουρνέ τους για τα 30 τους χρόνια τον Οκτώβρη του 2010. Τα αλλεπάλληλα σοκ που ζήσαμε εκείνες τις βραδιές, τον κρυστάλλινο ήχο, τα έξτρα κομμάτια που μας δώρισαν καθώς είχαν καιρό να μας επισκεφτούν. Κι ας μην είχαν νέο δίσκο στα μπαγκάζια τους, ειδικά για άτομα σαν εμένα που μόλις είχαν ανακαλύψει την πληθωρική δισκογραφία τους, αυτή η συναυλία ήταν μια όαση, μια ευκαιρία να τους ανακαλύψω, να τους εκτιμήσω σε ένα νέο επίπεδο και να τους καταστήσω ως μια από τις πιο ξεχωριστές μπάντες που θα συναντήσω στη ζωή μου και θα αγαπήσω όσο λίγες.
Το θέμα «νέος δίσκος» που έθιξα έμεινε στον πάγο για αρκετό καιρό. Είχαμε μείνει με το Alles Wieder Offen να κλείνει την επίσημη δισκογραφία της μπάντας το 2007. Και ύστερα σιγή. Κανένα νέο πλήρες album, κανένα σχόλιο επ’ αυτού. Ο Blixa πέρσι μας παρέδωσε έναν φανταστικό δίσκο παρέα με τον Teho Teardo, μα όταν η συζήτηση γύρναγε στους Neubauten ως ολότητα, τίποτα δεν υπήρχε για να ειπωθεί. Επειδή, όμως, κάποιος-κάπου αγαπά εμάς τους οπαδούς της μπάντας, φρόντισε το 2014 να μας κάνει ένα ιδιαίτερο δώρο. Τη νέα τους επίσημη κυκλοφορία, με όνομα Lament. Χαρές και πανηγύρια την ημέρα που ο Θεοδόσης Μίχος με ειδοποίησε πως υπάρχει καπνός στον ορίζοντα, μπήκα, διάβασα, άκουσα. Οι ίδιοι οι Neubauten ισχυρίζονται πως το νέο τους πόνημα δεν είναι ένας νέος δίσκος επί της ουσίας, μα το ηχητικό μέρος της παράστασης με την οποία βγήκαν στη γύρα φέτος. Μιας παράστασης εμπνευσμένης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασισμένης από τη μια στα ηχητικά τους τερτίπια και από την άλλη σε καταγεγραμμένες μαρτυρίες ανθρώπων της εποχής, με υλικό από κέρινους κυλίνδρους που περιλαμβάνουν απαγγελίες των εδαφίων του Απολωλότος Υιού σε διάφορες γλώσσες από γλωσσολόγους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, διασκευές σε πολεμικά τραγούδια της εποχής και, φυσικά, το γνώριμο μεταλλικό ήχο του συγκροτήματος.
Και εδώ είναι που συναντάμε το καθόλου γηρασμένο μα αντιθέτως μεστωμένο πρόσωπο των Neubauten. Αυτός είναι ο πιο «industrialάδικος» δίσκος που έχουν βγάλει εδώ και χρόνια. Όχι τόσο ψυχωτικός όσο τα πρώτα τους, μα κατασταλαγμένος, στρατηγικός σαν επιτελικός χάρτης και με έντονες της Kraftwerk διαθέσεις κατά τόπους. Ο Blixa δε σκούζει, παρά μόνο ως υπενθύμιση προς το τέλος του δίσκου και κάθε μεταλλικός ήχος έχει μια θεατρική υπόσταση. Η κινηματογραφική ατμόσφαιρα είναι παρούσα, μα το αποτέλεσμα δε θυμίζει soundtrack, υπάρχει ως δημιούργημα αυτόφωτο. Και αν όλα αυτά ακούγονται σαν όλους τους λόγους για να μην τον ακούσει κάποιος που πιστεύει ότι μετά το Tabula Rasa τελείωσαν και έγιναν μουσική για εναλλακτικά στέκια, υπάρχει ολοζώντανος ο εφιάλτης του «How Did I Die» για να φέρει αμηχανία. Η διαφορά του με τα παλαιότερα «άσματα» έγκειται στο ότι εκείνα ήταν εφιάλτες σχετικοί με ένα σενάριο βασισμένο σε κάποια αποκαλυπτικής φύσης φοβία. Αυτός εδώ αποτελεί αναβίωση μιας τραυματικής και ψυχοβγαλτικής εμπειρίας ενός μεσήλικα που την ξαναζεί και ξυπνά ουρλιάζοντας. Το «Tetsuo» πλέον έγινε το «Ο Τζόνι Πήρε Το Όπλο Του». Και στην παράδοση των μεγάλων σε διάρκεια και αφηγηματικών τραγουδιών του συγκροτήματος, υπάρχει η θεματική ενότητα-τριλογία των Lament που αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές του. Γενικά.
Οι Neubauten δεν είναι πλέον ντανταϊστές του πενταγράμμου, πάνε αυτά τα χρόνια. Αντιθέτως, παραμένουν καλλιτέχνες που κατανοούν πλήρως έννοιες όπως «θεατρικότητα», «αποστασιοποίηση», «αφηγηματικότητα» και «avant-garde» και καταλήγουν να ακούγονται στην ψυχή τους σαν ένας σύγχρονος Kurt Weill. Έχουν αφήσει σοβαρή παρακαταθήκη και εξακολουθούν να παράγουν έργο υψηλής σημασίας. Αν ακούσετε αυτόν τον δίσκο, θα θυμηθείτε και θα νοσταλγήσετε και το καλλιτεχνικό μεγαλείο των Laibach στο Nova Akropola. Ωραία χρόνια για τη μουσική το 2014.