Το βιβλίο που ξεχώρισα και θα με συνοδεύει για καιρό είναι το επικό αριστούργημα Ζωή και πεπρωμένο του Βασίλι Γκρόσμαν (μετ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Γκοβόστη). Από τις μάχες του Στάλινγκραντ στα ανακριτικά γραφεία της μεταπολεμικής Μόσχας, από τα λάγκερ στα γκουλάγκ και από την συντριβή στην ελπίδα, είναι ταυτόχρονα σπουδή πάνω στον ολοκληρωτισμό, βαθύς στοχασμός για το κακό, την ελευθερία, την δυναμική της επιστήμης, την ηθική της επανάστασης, υπαρξιακό δράμα αδιάκοπης έντασης.
Αντιστικτικά, ξαναδιάβασα το Μηδέν και το Άπειρο του Άρθουρ Καίσλερ σε νέα μετάφραση του Ανδρέα Παππά (εκδ. Πατάκη) γιατί στο επίκεντρο βρίσκονται οι δίκες της Μόσχας, μέσα από τις οποίες εξοντώθηκε όλη η παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων. Τα δυο βιβλία συναντιούνται στο ψυχολογικό επίπεδο, καθώς διερευνούν τις ενδοψυχικές συγκρούσεις που καλλιέργησε ο ολοκληρωτισμός , τον εφιάλτη των υποβολιμαίων ενοχών, την διάβρωση της προσωπικότητας και τον εκμηδενισμό του ατόμου.
Παραμένοντας στους κλασικούς, επέστρεψα στον Αντρέ Ζιντ και τη νέα διαυγή μετάφραση των Κιβδηλοποιών από τον Ανδρέα Παππά (εκδ. Πόλις): περίπλοκο αλλά συναρπαστικά προσπελάσιμο δίχτυ πολλαπλών αφηγήσεων και εστιάσεων όπου διασταυρώνονται αριστοτεχνικά το καλό και το κακό, το χάσμα των γενεών, η εξέγερση εναντίον της οικογένειας, η σεξουαλική απόκλιση, το ζήτημα της θρησκείας, η σχέση γνήσιου και πλαστού, το πρόβλημα της αυθεντικότητας, η σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή.
Ο συγγραφέας που ενδεχομένως θα αποτελέσει έναν από τους κλασικούς του 21ου αιώνα είναι ο Ρίτσαρντ Πάουερς. Το μυθιστόρημά του Ο ποταμός της μνήμης (μετ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Εστία) είναι μια αριστοτεχνική διερεύνηση των αινιγμάτων της συνείδησης και της αίσθησης του εαυτού, με επίκεντρο έναν πολυτραυματία που ξυπνά από κώμα και αναψηλαφεί τον κόσμο.
Και δυο βιβλία, τέλος που επενδύουν στην ιλαρότητα: ο Ρομπέρτο Μπολάνιο με το βιβλίο του Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα) στήνει ένα φανταστικό βιογραφικό λεξικό, λημματογραφώντας επινοημένους από τον συγγραφέα ποιητές, μυθιστοριογράφους και εκδότες που υποτίθεται ότι συμμερίζονται φασιστικές ή ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις, σε μια σάτιρα του λογοτεχνικού συναφιού και ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ στην Καρδιά σκύλου (μετ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Αντίποδες), με όχημα την επιστημονική φαντασία, διακωμωδεί την αναμορφωτική εμμονή του πρώιμου σοβιετικού καθεστώτος.
Τα ελληνικά:
Δύο ιδιαίτερα βιβλία που αντιστέκονται στις ταξινομήσεις και στους ειδολογικούς προσδιορισμούς ξεχωρίζουν από την πρόσφατη σοδειά της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής: η σκανδαλωδώς ευφυής, παιγνιώδης και βέβηλη συναγωγή κειμένων που στην πρώτη τους ζωή αποτέλεσαν αναρτήσεις στο facebook Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου (εκδ. Πόλις) και η περιπλάνηση σε ανησυχητικούς, ποιητικούς ονειρόκοσμους που επιχειρεί η Εύα Στεφανή με τα Μαλλιά του Φιν (εκδ. Πόλις): φαντασιακές περιδινήσεις και υπερβατικές εικόνες γίνονται δίοδοι προς εσωτερικά τοπία, ελεύθεροι συνειρμοί οδηγούν σ’ ένα ψυχικό εργαστήρι που λειτουργεί έντονα και αδιάλειπτα.
Κι ακόμη, άκρως ανταποδοτική ήταν για μένα η ανάγνωση των πυκνών και στοχαστικών διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη Γυναίκα με ποδήλατο (εκδ. Πόλις), των δεξιοτεχνικών ως προς το ύφος και την γλώσσα αφηγημάτων με τα οποία η Λίλα Κονομάρα παρακολουθεί την ελληνική περιπέτεια στην διαχρονία της (Οι ανησυχίες του γεωμέτρη εκδ. Κέδρος), και του σκληρού και αποκαλυπτικού σπονδυλωτού μυθιστορήματος Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί του Νίκου Μάντη (εκδ. Καστανιώτη), που προσεγγίζει την κρίση με έκδηλη την απέχθεια προς τα στερεότυπα και τον ηχηρό καταγγελτισμό.
Τι επέλεξε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
(Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής.)
Τα Ελληνικά
Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς από την υπερπαραγωγή της ελληνικής λογοτεχνίας και από το πλήθος των μεταφράσεων που παρά την κρίση συνέχισαν και κατά τη διάρκεια του 2014 να κατακλύζουν τις προθήκες και τα ράφια των βιβλιοπωλείων; Οι τίτλοι στους οποίους θα μείνω είναι δειγματοληπτικοί και έχουν να κάνουν με το καθαρώς προσωπικό μου γούστο – με την επιπρόσθετη σημείωση πως πολλές από τις πρόσφατες εκδόσεις δεν έχω προλάβει καν να τις ξεφυλλίσω. Ξεκινώντας από την ελληνική λογοτεχνία, να θυμίσω μια σημαντική επανέκδοση: τη Μεγάλη πλατεία (Κέδρος) του Νίκου Μπακόλα (φέτος συμπληρώθηκαν δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατό του), που άνοιξε σε μια σχεδόν ανύποπτη εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τον δρόμο για τη δραστική ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος εν Ελλάδι. Ένα βιβλίο που προδίδει αμέσως τόσο το εύρος του εποπτικού του πεδίου όσο και τη μεγάλη καλλιτεχνική του δύναμη.
Από τους καθιερωμένους πεζογράφους που έβγαλαν βιβλίο τον τελευταίο καιρό, εγγύηση παραμένει ο μεστός λόγος του Δημήτρη Πετσετίδη. Με τη συλλογή διηγημάτων του Επί τέσσερα (Εστία), ο Πετσετίδης αποδεικνύει για άλλη μια φορά την ικανότητά του να συμπλέκει την Ιστορία (εν προκειμένω το μνημονικό τραύμα του Εμφυλίου) με τα πάθη της καθημερινότητας: απέριττη αφήγηση, χαμηλοί έως και υποβλητικοί τόνοι, αδρές και ταυτοχρόνως πολύσημες εικόνες.
Από τη δουλειά των νεώτερων, θέλω να επισημάνω δύο περιπτώσεις: τη συλλογή διηγημάτων Αφήστε με να ολοκληρώσω (Πόλις) του Γιώργου Γκόζη και το μυθιστόρημα Πέτρα ψαλίδι χαρτί (Καστανιώτης) του Νίκου Α. Μάντη. Ο Γκόζης παρωδεί ή διακωμωδεί την καθημερινή ζωή μέσω μιας υπόγειας έντασης της γλώσσας του, που εντάσσει όλες τις λογικές της υπερβάσεις σε ένα λειτουργικό σύστημα ποιητικών αφαιρέσεων. Ο συγγραφέας χρειάστηκε πάνω από δέκα χρόνια για να περάσει από το πρώτο στο δεύτερο βιβλίο του, αλλά η καθυστέρηση ήταν μόνο για καλό. Το κλίμα του Μάντη είναι εντελώς διαφορετικό. Πρόκειται για μιαν ολομέτωπη αντιμετώπιση της κρίσης χωρίς όμως καμιά διάθεση καταγγελίας, πολιτικολογίας και ηθικολογίας. Οι μυθιστορηματικές καταστάσεις είναι ριζωμένες στον ψυχισμό των ηρώων ενώ την ίδια ώρα εικονογραφούν ζοφερά το ανθρωπολογικό τους βάθος. Και ο κύκλος της ελληνικής λογοτεχνίας κλείνει με έναν πρωτοεμφανιζόμενο: τον Άκη Παπαντώνη και τη νουβέλα του Καρυότυπος (Κίχλη). Ένα βιβλίο για τη σωματική βία της πολιτικής, αλλά και για τη στοργή, την ορφάνια και, το κυριότερο, την απόλυτη μοναξιά. Ο Παπαντώνης δείχνει πόσο σοβαρά προετοιμάζουν και οργανώνουν την πορεία τους στις ημέρες μας οι νέοι συγγραφείς.
Και τα ξένα
Από την ξένη λογοτεχνία, θα προτάξω το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Πάουερς Ο ποταμός της μνήμης (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εστία) και τη συλλογή διηγημάτων της Αλίς Μονρό Ακριβή μου ζωή (μετάφραση Σοφία Σκουλικάρα, Μεταίχμιο). Απρόθυμοι να ξεφύγουν από το ασφυκτικό οικογενειακό τους περιβάλλον και υπόλογοι στη συνείδησή τους για όσα εκποίησαν προκειμένου να προσθέσουν πόρους στη δημόσια εικόνα τους, οι ήρωες του Πάουερς εκπροσωπούν κάτι περισσότερο από το κλίμα ακινησίας των μεσοδυτικών πολιτειών της Αμερικής μέσα στο οποίο καλούνται να δράσουν: απηχούν έναν βουβό θρήνο για την απώλεια της ταυτότητας σε έναν κόσμο που δεν επιτρέπει καμία ατομική ανθοφορία. Τα διηγήματα της Μονρό αποτελούν από τη μεριά τους μια περιπλάνηση στα αγροτικά τοπία και τις μικρές, επαρχιακές πόλεις του Καναδά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων: λεπτές φέτες καθημερινής διαβίωσης φωτισμένες με ένα παράξενο φως, που θα προικίσει το χειροπιαστό και το οικείο με μιαν ακανόνιστη έως και αλλόκοτη διάσταση.
Και από τη Βόρεια Αμερική και τον Καναδά στη μεσοπολεμική Διέππη της Βόρειας Νορμανδίας. Ο λόγος για το μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν Ο άνθρωπος από την Αγγλία (μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα). Με απολύτως κλειστοφοβική δράση, στην οποία θα κυριαρχήσουν το γκρίζο θαλασσινό τοπίο και οι σποραδικές νυχτερινές φωταψίες, ο Σιμενόν θα μας δώσει πρωτίστως ένα βιβλίο χαρακτήρων. Κορυφαίος ανάμεσά τους, ένας πρώην ακροβάτης και νυν σαλταδόρος, που δεν θα πιάσει ποτέ ζεστό χρήμα στα χέρια του και θα υπομείνει έντρομος τη μοίρα του, αδύναμος να υπερασπιστεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον εαυτό του.
Συνέχεια με το μυθιστόρημα του Αυστριακού Μανές Σπέρμπερ Πιο βαθιά κι από την άβυσσο (μετάφραση Εύη Βαϊκούση, Καστανιώτης), δεύτερο μέρος της τριλογίας Δάκρυ στον ωκεανό : ένας κατά κράτος διαψευσμένος κομμουνιστής, που θα δει τον φίλο του να πεθαίνει αβοήθητος και θα συγκρουστεί κατ΄επανάληψη με τους παλαιούς του συντρόφους, από τη μια θυμώνοντας για τις πολιτικές τους ψευδαισθήσεις κι από την άλλη νιώθοντας απόγνωση τόσο για το δικό τους όσο και για το δικό του αδιέξοδο. Κι όλα αυτά ενώ οι στρατιές του Χίτλερ ετοιμάζονται να μπουν στο κοσμοπολίτικο Παρίσι.
Θα τελειώσω με έναν ακόμα αυστριακό συγγραφέα, έναν σύγχρονο κλασικό. Ο τόμος υπό τον τίτλο Αμόκ (μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Άγρα) περιλαμβάνει πέντε από τις πιο διάσημες νουβέλες του Στέφαν Τσβάιχ. Ο Τσβάιχ μπορεί να γράφει για την αυτοκτονία, οι ιστορίες του, εντούτοις, δεν επιβαρύνονται από κανένα καταθλιπτικό στοιχείο: συνιστούν, σντιθέτως, συναρπαστικές αφηγήσεις, με πρόσωπα που δεν βιάζονται να παραδώσουν το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των μυστηρίων τους, εντείνοντας έτσι στο έπακρο το αναγνωστικό σασπένς.
Page: 1 2