Categories: FeaturedTV SHOWS

POP 14: Η υπέροχη, σκοτεινή χρονιά, που η τιβί έπαψε να είναι το νέο Hollywood

Μια δεκαετία πίσω, αν καθόσουν να μετρήσεις τα μεγάλα κινηματογραφικά ονόματα που καταδεχόντουσαν να περάσουν την πόρτα για να μπουν στο σαλόνι σου, έφταναν τα δάχτυλα του ενός χεριού και σου περίσσευαν και δύο: Ο Kiefer Sutherland, οι υιός και πατέρας (Martin και Charlie) Sheen κι η Glenn Close ήταν οι μόνοι λαμπεροί απ’ τους πρωταγωνιστές της μικρής οθόνης που είχαν στιβαρό παρελθόν (αλλά όχι και τόσο δυναμικό παρόν) στο σινεμά. Μα κάθε έναν απ’ αυτούς όμως, μπορούσαν άνετα να επισκιάσουν σε fanbase και εκτόπισμα μια όποια μέρα της βδομάδας, τα καθιερωμένα μεγαθήρια της τιβί, από τον James Gandolfini και τον Michael C Hall, ως τον John Hamm ή τον Hugh Laurie και τις παρέες τους. Καθιερωμένα μεγαθήρια από πρωτότυπες σειρές, που κάθε χρόνο έσπρωχναν λίγο και πιο πέρα τα όρια της τόλμης και τις εφευρετικότητας που μπορούσε να χωρέσει μέσα του εκείνο το παρεξηγημένο κουτί στο κέντρο του σαλονιού μας, αυτοί ήταν που χάρισαν στην αμερικανική τηλεόραση την κορώνα του «νέου Hollywood». Τώρα όμως, που τα στεγανά έσπασαν κι η μικρή οθόνη άρχισε να στουμπώνει με μεγάλα ονόματα, ε είναι ώρα να το πούμε πως δεν είναι πια το νέο Hollywood, αλλά το Hollywood το ίδιο.

Κλασικοί δευτερορολίστες όπως ο Jeff Daniels κι η Robin Wright (τέως Penn), κι οσκαρικά θεριά όπως ο Kevin Spacey είχαν κερδίσει τα εβδομαδιαία μας προσκυνήματα από πέρυσι, με το περίβλεπτο κύρος που τους επέφερε η τόλμη της συμμετοχής σε εντελώς ενήλικα κι ολότελα δραματικά προγράμματα ενός παλιού νέου Μέσου, να νομιμοποιεί όσο ποτέ άλλοτε τη μαζική εισβολή που σημειώθηκε στις μικρές οθόνες φέτος: αστράτα ονόματα όπως η Eva Green με τον Josh Hartnett, σπουδαία entries απ’ τους Clive Owen, Billy Bob Thornton, Colin Hanks και Martin Freeman, και βέβαια το success story που έγραψε ο Matthew McConaughey με το support του Woody Harrelson, η χρονιά που πέρασε από τις τηλεοράσεις μας ήταν μια πραγματική πασαρέλα σπουδαίων ηθοποιών που έκαναν τις οθόνες μας να ψηλώσουν λίγες ίντσες παραπάνω. Το σημαντικότερο όμως ήταν, πως όσα πρωτοκλασάτα ονόματα κι αν μπήκαν στο σαλόνι μας, το flatscreen παράθυρό μας εξακολουθούσε να μας δείχνει εικόνες από έναν γενναίο, νέο δραματικό κόσμο, χωρίς να συμβιβάζεται στους συμβολαιικούς όρους πολιτικής ορθότητας που θα μπορούσε να συνοδεύει τις βαριές υπογραφές: αντανακλώντας τους καιρούς μας, η τηλεόρασή μας έγινε πιο σκοτεινή, ενδοσκοπική και ανήσυχη από ποτέ.

Το True Detective ήταν φυσικά η σειρά που καθόρισε τη χρονιά – κι αν είμαστε τυχεροί, θα καθορίσει και τις επόμενες. Μια σπάνια στιγμή στην αμερικανική τηλεόραση, το pulp noir δράμα με το έντονο υπαρξιακό υπογάστριο που έστησε ο Nick Pizzolatto το καλοκαίρι του ‘12 μέσα στο γκαράζ του, έληξε τον προηγούμενο χειμώνα μια και καλή τη συζήτηση για το αν η τηλεόραση μπορεί να φέρει τόσο στιβαρή όσο το σινεμά, την καλλιτεχνική αρετή της δραματικής δημιουργίας. Σκοτεινό, αλλόκοτο, εγκεφαλικά απαιτητικό και συναισθηματικά αποκαρδιωτικό, το True Detective ξεχώρισε για τη σεναριογραφική του τόλμη να ωθήσει τη μικρή οθόνη σε διαδρομές που θα νόμιζες ότι ανήκουν μόνο στο art-house σινεμά, ενώ μαζί με το σφιχτό της κείμενο, το σκηνοθετικό βλέμμα του Cary Fukunaga (που γύρισε τη σειρά του εξ ολοκλήρου σε φιλμ) αναβάθμισε τη δημιουργική διαδικασία της τιβί παραδίδοντας ένα εικαστικό κομψοτέχνημα. Μέσα σ’ αυτήν την εύθραυστη δαντέλα Dostoevsky-κού υπαρξιακού άγχους και Chandler-ικού αστυνομικού μυστηρίου, ο Matthew McConaughey με ερμηνεία ολκής, ξεψάχνισε έναν απ’ τους πιο αξέχαστους, αλλά και σημαντικούς χαρακτήρες που έχουν περάσει από τη μικρή οθόνη, ολοκληρώνοντας αυτό που θα σημειωθεί στα τηλεοπτικά χρονικά ως paradigm shift: ένα τηλεοπτικό ορόσημο, που θα διαμορφώσει το εύρος των δυνατοτήτων της μελλοντικής τιβί.

Σε λιγότερο φιλόδοξα, αλλά εξίσου σκοτεινά, κι επίσης σημαντικά μονοπάτια, το Fargo του Noah Hawley εκτός από 10 γεμάτες ώρες συναρπαστικής έντασης και ανατριχιαστικού νιχιλισμού, παρέδωσε κι ένα σημαντικό μάθημα εκεί που είχε αποτύχει πανηγυρικά με την στουντιακή του αλαζονεία το Agents of SHIELD πέρυσι: έδειξε με απελευθερωτική άνεση το πώς μπορείς να επεκτείνεις ένα αναγνωρισμένο κινηματογραφικό σύμπαν (εν προκειμένω, της ομότιτλης οσκαρικής ταινίας των αδερφών Coen), εμπλουτίζοντάς το με στιβαρές κι αυτάρκεις ιστορίες που δεν βασίζουν την ύπαρξή τους στην οικειότητά σου μ’ ένα ήδη καταναλωμένο προϊόν, αλλά το χρησιμοποιούν ως σταθερό υπέδαφος για να εκτοξεύσουν την εμπειρία σου σε ένα νέο επίπεδο. Η χειρουργική ακρίβεια της δραματουργίας των Coen βρήκε χώρο ν’ αναπνεύσει στην άπλα των 10 επεισοδίων, οι χαρακτήρες του Hawley κι η καθοδική τους πορεία στην αχόρταγη κινούμενη άμμο της ανομίας και της εγκληματικότητας έφτιαξαν μια εθιστική όσο και σοκαριστική στις ανατροπές της δραματουργική αψίδα, κι ο Billy Bob Thornton με τον Martin Freeman έχτισαν τους ιδανικούς πόλους για να αναδειχθεί ανάμεσά τους ένα από τα καλύτερα ensembles της χρονιάς που πέρασε, και δεν μιλάμε μόνο τηλεοπτικά. 

Αντίστοιχο φρεσκάρισμα σε πεπαλαιωμένες οντότητες προσέφερε και το Penny Dreadful, όπου ο John Logan (με συμπαραγωγό του τον Sam Mendes παρακαλώ), έδειξε πώς ακριβώς στήνεται μια ενήλικη live action εκδοχή του The League of Extraordinary Gentlemen, με την ανθολογία τεράτων που ήταν αυτή η αμερικανοβρετανική του συμπαραγωγή. Βαμπίρια, δαίμονες και λυκανθρώποι έφτιαξαν το ιδανικό φαντασιακό σύμπαν για να ξετυλιχθεί μια ιστορία φαντασμάτων όσο basic χρειαζόταν ώστε να ανταποκρίνεται στο υφολογικό υπονοούμενο του τίτλου, αλλά κι όσο ατμοσφαιρική και αιμοβόρικη έπρεπε, για να χορτάσει τις ορέξεις σου για μεταφυσικές τρομάρες. Η Eva Green έλαμψε μέσα στο σκοτάδι της σειράς, παρέχοντας ακαταμάχητο δόλωμα ακόμη και στα πιο αδύναμα απ’ τα επεισόδια της σεναριακής πορείας, που προδόθηκε ίσως απ’ το αντικλιμακτικό της φινάλε, αλλά προσέφερε διαβολεμένα απολαυστική πορεία ως εκεί.

Επιπλέον, αντίστοιχα υψηλού pedigree προσπάθειες όπως το βραδυφλεγές (κι ίσως κομματάκι υπερφιλόδοξο) The Strain που υπέγραψε ο Guillermo del Toro, ή και πιο low-brow απόπειρες όπως το υπερβολικά-δαιδαλώδες-για-το-καλό-του Helix, λειτούργησαν ως ευπρόσδεκτοι sci-fi αντιπερισπασμοί σε ένα τηλεοπτικό σκηνικό που προσέφερε αρκετή ποικιλία για να ξυπνήσει και τον έφηβο μέσα σου, ενώ ο αιωνίως ανήσυχος Steven Soderbergh έκανε τις οθόνες να ξεχειλίζουν χρώματα κι ιδέες με εικαστικό παροξυσμό του στο The Knick, μια μεθυστική σειρά που αν μη τι άλλο αψήφισε την κατηγοριοποίηση.

Ιστορικό δράμα με έντονο κοινωνιολογικό υπόβαθρο, πολυσύνθετο στην πυκνή του πλοκή και ιδιαιτέρως σκοτεινό στην υπαρξιακή του διαδρομή, το στόρι του αβέβαιου χασάπη με την ιατρική στολή και την ιδιαίτερη αδυναμία στις παντός είδους χημικές έξεις, το The Knick έπαιξε σαν την άλλη όψη του νομίσματος που είχε το True Detective στην κεφαλή, κι ο Clive Owen με άπλετη την ερμηνευτική του πυγμή, γέμισε και την παραμικρή σπιθαμή μιας οθόνης που εναλλασσόταν με φρενήρη ορμή ανάμεσα στο βαθύ κόκκινο των αχνιστών σπλάχνων και το υγρό γκρίζο μιας κοινωνίας σε οριακή παρακμή. Παλέτα πλούσια και δυναμική, όπως ολόκληρης της αμερικανικής τιβί, οι δημιουργικές ανησυχίες της οποίας έχουν φτάσει πια σε τέτοιες διαστάσεις, που σε κάνουν να σκέφτεσαι πως πρέπει να αγοράσεις καινούρια λάμπα για τον παροπλισμένο σου προτζέκτορα. Αν δεν τον έχεις ανανήψει ήδη.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης
Tags: POP 14