«Η ποίηση» είπε κάποτε ο Ντύλαν Τόμας (1914-1953), «είναι η διήγηση της ζωής που παλεύει να βρει λίγο φως». Εκ των υστέρων φαίνεται ότι αυτή η διατύπωση, συνοψίζει ιδανικά το σύντομο και τρικυμιώδες πέρασμά του – τόσο από τη ζωή όσο και από την ποίηση. Σε αυτήν, όμως, την αναζήτηση του φωτός υπήρξε σαφώς πιο τυχερός στην ποιητική του δραστηριότητα, απ’ ό,τι στην ενδεή και μισοσκότεινη καθημερινότητά του.
Προσωπικότητα αναφομοίωτη και παράταιρη για την εποχή του, ο Τόμας διέθετε το καταιγιστικό και εξοντωτικό πάθος μιας υπερήφανης απόγνωσης. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της ξεχωριστής καλλιτεχνικής του αξίας, αδυνατούσε να περιοριστεί στις νόρμες των νέων ποιητών της δεκαετίας του ’30 στη Βρετανία. Άλλωστε, αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν να δίνει ένα σχήμα στις αδιάλειπτες ποιητικές του εκστάσεις.
Ήδη στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών ο Ουαλός Ντύλαν Τόμας συνέθετε ποιήματα εκπληκτικής ωριμότητας που αναδείκνυαν μία πλατιά και οξυμένη αντίληψη της αγγλικής γλώσσας. «Ήθελα να γράψω ποίηση γιατί ερωτεύτηκα τις λέξεις», θα εξομολογηθεί στο κλασικό κείμενό του «Σημειώσεις για την τέχνη της ποίησης»: «Μ’ ενδιέφεραν από νωρίς τα σχήματα του ήχου που έφταναν στ’ αυτιά μου. Μ’ ενδιέφεραν τα χρώματα που οι λέξεις έριχναν στα μάτια μου». Τα χρόνια που ακολουθούν διαβάζει ακατάπαυστα, ενώ το εφηβικό ξέσπασμα γίνεται στην περίπτωσή του ένα εύφλεκτο μείγμα ευλογίας και κατάρας. Ένας έντονα διαταραγμένος κόσμος που συναποτελείται από τις αδιέξοδες εφηβικές νύχτες και ανησυχίες, την τυραννία της σάρκας, τις προτεσταντικές απαγορεύσεις, τα πρώτα ποτά και την αίσθηση της ενοχής, κρύβεται πίσω από την πρώτη ποιητική συλλογή του «18 ποιήματα».
Στο μεταξύ, ο εικοσάχρονος Τόμας μετακομίζει από τη γενέτειρά του, το Σουόνσι, στο Λονδίνο, για να δοκιμάσει την τύχη του. Η καθολική, ωστόσο, απόρριψη από τους κριτικούς της εποχής υπήρξε καταστροφική για τον ψυχισμό του και -σε συνδυασμό με τις δυσκολίες επιβίωσης που αντιμετώπιζε- τον οδήγησε σε μια παραίτηση από τα πάντα και πρωτίστως από τον ίδιο του τον εαυτό. Το αλκοόλ μετατρέπεται από μια απλή συνήθεια των νεανικών χρόνων σε ένα μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο πάθος μέχρι εσχάτων. Όταν, ωστόσο, δημοσιεύονται τα «25 ποιήματα», θα κερδίσει -εν μέρει- τους κριτικούς, αλλά κυρίως θα υιοθετήσει με σιγουριά ένα καθαρά προσωπικό ύφος που άλλοτε προκαλεί και άλλοτε συναρπάζει.
Όσο για το «λίγο φως» που αναζητούσε σταθερά στην ποιητική του έκφραση θα το ανακαλύψει -έστω πρόσκαιρα- στη ζωή του, όταν θα γνωρίσει την Caitlin, μια λίγο μεγαλύτερή του δυναμική και απρόβλεπτη χορεύτρια, που είχε επίσης έντονο πάθος για το αλκοόλ. Εκείνη έβρισκε τον ποιητή ευάλωτο, γλυκό και διασκεδαστικό και έτσι, όταν της έκανε πρόταση γάμου έπειτα από πέντε μερόνυχτα ποτού, δεν εναντιώθηκε και το 1937 παντρεύονται.
Στην αρχή του έγγαμου βίου περνάει μέρες ανείπωτης χαράς και δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί την αριστουργηματική συλλογή «Ο χάρτης της αγάπης», ενώ παράλληλα κάνει δουλειές του ποδαριού και κάποιες διαφημίσεις για το ραδιόφωνο. Αλλά η μόνιμη φτώχεια κλυδωνίζει τη σχέση τους, αφού τα τρία παιδιά που -εν τω μεταξύ- απέκτησαν, επιβαρύνουν σημαντικά τα έξοδα και τις ανάγκες τους.
Ώσπου, ξαφνικά το 1940, του αναθέτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα τον κάνει διάσημο, με τον ίδιο να απαγγέλλει ποιήματα και να αφηγείται μικρές ιστορίες δικής του έμπνευσης. Έτσι, η τέταρτη συλλογή του «Θάνατοι και είσοδοι» που δημοσιεύεται το 1946 κερδίζει το αναγνωστικό κοινό κάνοντας τεράστιες πωλήσεις.
Επτά χρόνια πριν απ’ τον θάνατό του, η τύχη μοιάζει να χαμογελάει: Γράφει, πλέον, σενάρια για ταινίες μικρού μήκους και εργάζεται σε διαφημιστικά προγράμματα, αλλά οι μεταπολεμικές αμοιβές στον χώρο του θεάματος ήταν πενιχρές και το μόνο που έμενε ήταν η φήμη και η προσωπική ικανοποίηση.
Πάντως, η γενικότερη φήμη που απέκτησε, συνέβαλλε στην επανεκτίμηση του συνόλου της ποίησής του από τους κριτικούς με σαφώς ευνοϊκότερους όρους. Εκείνος, πάλι, συνέχιζε να γράφει ποιήματα, νιώθοντας πια μια καλλιτεχνική δικαίωση. Στο μεταξύ, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στη θάλασσα του αλκοόλ, καταγράφοντας συστηματικά τις αυτοϋπονομευτικές λυρικές εξάρσεις του μέσα από έναν διαπεραστικό μεταφυσικό λυγμό: «αν τρελάθηκαν η γνώση τους θα ξανάρθει / αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ’ αναδυθούν / αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη / κι ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία».
Η επιτυχία και η απήχηση του έργου έχουν πλέον πάρει την ανιούσα, σε αντίθεση με την κλονισμένη απ’ το αλκοόλ υγεία του που παρουσιάζει πλέον πολλά προβλήματα. Το 1950 του προτείνουν να κάνει μια περιοδεία απαγγελιών στην Αμερική με σημαντική για την εποχή αμοιβή. Το αποτέλεσμα ήταν θριαμβευτικό και σύντομα οι δίσκοι με τις απαγγελίες του γίνονται ανάρπαστοι σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι εξελίξεις αυτές θα τον οδηγήσουν σε ακόμη δύο περιοδείες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το 1952 και το 1953, για να διαβάσει το «Κάτω από το Γαλατόδασος», ένα «έργο για φωνές» που το είχε ετοιμάσει για μια επικείμενη ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτή η τρίτη περιοδεία αποδείχτηκε μοιραία.
Ο καταπονημένος Ντύλαν Τόμας, έπειτα από αλλεπάλληλους σταθμούς, αναγνώσεις, εικοσιτετράωρα αϋπνίας και ασφυκτικής έντασης, πεθαίνει ξαφνικά, στις 9 Νοεμβρίου 1953 στη Νέα Υόρκη, από αλκοολική τοξίνωση. Έχουν γραφτεί πολλά για τις περίεργες συνθήκες του θανάτου του, για ευθύνες του περιβάλλοντός του, των γιατρών, ακόμη και για το ποια υπήρξαν τα ακριβή αίτια της κατάληξής του. Η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από την συστηματική και αναμενόμενη προσπάθεια των εκδοτών, των δημοσιογράφων, των κριτικών να συντηρήσουν τον μύθο του «καταραμένου», του σημαδεμένου από τη μοίρα ποιητή.
Ευτυχώς που οι στίχοι του, ξεγλιστρώντας απ’ όλα αυτά, βρίσκουν διαχρονική ανταπόκριση μέσα από την αινιγματική τους αυτοτέλεια – όπως αποδεικνύει η παρούσα έκδοση με τίτλο «Ντύλαν Τόμας – Ποιήματα» σε μετάφραση από τη Λύντια Στεφάνου. Πρόκειται για μία εξαιρετική εισαγωγή στον κόσμο του ποιητή με την θαυμαστή εικονοπλαστική ικανότητα και την ιδιοφυή, ασυνήθιστη χρήση των λέξεων η οποία δεν έπαψε ποτέ να οδηγεί στους πλέον παράξενους συνδυασμούς ήχων και νοημάτων…
Ντύλαν Τόμας
«Ποιήματα»
Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου
Εκδόσεις: Σοκόλη, 2020
Σελίδες: 112
Χ. Α. Χωμενίδης
«Ο βασιλιάς της»
Εκδόσεις Πατάκη
Σελίδες: 414
Η Ωραία Ελένη, υμνήθηκε, κατηγορήθηκε ως άτιμη και άπιστη, ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει. Η αρπαγή της από τον Πάρη θα γινόταν η αφορμή για τον δεκαετή Τρωικό πόλεμο, αλλά και για να αποδοθούν στον Μενέλαο χαρακτηρισμοί όπως άπληστος, εγωιστής, σκληρόκαρδος. Ήταν, πράγματι, ο Μενέλαος ένας άντρας εκδικητικός που πληγωμένος από την προδοσία της γυναίκας του, αποφάσισε να τη διεκδικήσει με ανυπολόγιστο κόστος; Ο Χρήστος Χωμενίδης αποτυπώνει στο χαρτί την κατάθεση ψυχής του Μενέλαου δίνοντας μία άλλη οπτική των πραγμάτων – πάντα με το καυστικό, ευφυές χιούμορ του.
Jane Harper
«Χαμένος»
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 448
Ο Νέιθαν και ο Μπαμπ Μπράιτ ανακαλύπτουν τον μεσαίο αδελφό τους, τον Κάμερον, νεκρό από τη ζέστη σε μια έρημο που βρίσκεται κοντά στα αγροκτήματά τους. Δέκα χιλιόμετρα παραπέρα είναι παρατημένο το φορτηγάκι του, χωρίς καμία βλάβη και φορτωμένο με νερά και τρόφιμα. Ο Κάμερον, ο πιο επιτυχημένος της οικογένειας, έχει μια όμορφη σύζυγο και δύο κοριτσάκια. Ποιος ήθελε να τον σκοτώσει, και μάλιστα με τόσο φριχτό τρόπο; Πρόκειται για το νέο μυθιστόρημα της Αυστραλής βασίλισσας της αστυνομικής λογοτεχνίας, Jane Harper.
Γιώτα Κούγιαλη
«Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 432
Ο Λάμπης ερωτεύεται άλλη, μια νταρντάνα, και παρατά τις “τρεις ομορφάδες”, όπως αποκαλούσε την οικογένειά του τον καιρό της αγάπης. Η μοίρα όλων κρίνεται όταν η γυναίκα του βρίσκεται τσακισμένη στα βράχια. “Αυτοκτόνησε”, συμπεραίνουν στο χωριό. Η Αθηνά, η μικρή κόρη, κλείνεται τότε στην Παιδόπολη της Λάρισας, όπου ανάμεσα σε εκατοντάδες παιδιά μεγαλώνει ψάχνοντας τον εαυτό της. Η μεγαλύτερη, η Ευθαλία, παντρεύεται τον εύπορο Νίκο, έναν σύζυγο-δυνάστη. Για να βρει την ελευθερία της, σκέφτεται να τον δηλητηριάσει. Οι ζωές των ηρώων περιπλέκονται. Η Γιώτα Κούγιαλη σκιαγραφεί τη ζωή στις Παιδοπόλεις, τη δεκαετία του ’60 και τις πολιτικές αναταράξεις της, τις σχέσεις των δύο φύλων, τους πόθους και τα πάθη. Στηρίζει τη μυθοπλασία της σε γεγονότα πραγματικά, σε βιώματά της αλλά και σε μαρτυρίες άλλων παιδιών που έζησαν σε ιδρύματα.