Ακόμη κι αν έχεις μικρή σχέση με την εγχώρια σκληρή κιθαριστική σκηνή τότε αποκλείεται να μην έχεις ακούσει κάτι για (ή και από) τους Planet of Zeus. Η καλύτερη, κατά πολλούς, μπάντα ελληνική μπάντα (στην «κατηγορία» της και όχι μόνο) επέστρεψε πρόσφατα στη δισκογραφία με άλλον ένα (τέταρτο κατά σειρά) δυναμίτη που ακούει στον τίτλο Loyal to the Pack. Ο Γιάννης Βράζος (μπάσο) και ο Στέλιος Προβής (κιθάρα) μιλάνε στην Popaganda για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της μπάντας τους, την πρώτη φορά αριστερά και… το μαλλί του Ντόναλντ Τραμπ.
Τι καινούργιο φέρνει το Loyal to the Pack για τους Planet of Zeus μετά από τρεις δίσκους;
Στέλιος Προβής: Φέρνει κυρίως διαφορετικό songwriting, με την έννοια του τρόπου που συνθέσαμε τα κομμάτια. Είχαμε και οι ίδιοι διαφορετικά ζητούμενα πριν ξεκινήσουμε να τα γράφουμε, τα αναγνώσαμε οι ίδιοι σε δεύτερο επίπεδο πριν τα βγάλουμε. Δεν είπαμε απλώς «είναι ωραίο, βαράει καλά, ουαου». Είναι η εποχή μας τέτοια; Είναι τα κεφάλια μας έτσι αυτή την περίοδο; Δεν ξέρω, πάντως το είδαμε λίγο πιο αισθητικά όλο το πράγμα.
Η σύνθεση είναι συνεργατική ή απλώς μπαίνει κάποιος στο στούντιο και λέει «αυτό είναι, πάμε να το βγάλουμε»;
Γιάννης Βράζος: Δεν υπάρχει στάνταρ τρόπος, μπορεί να έχει ένας από εμάς μια ιδέα που θα τη φέρει στο στούντιο και κάπως θα μπουν οι άλλοι από πάνω να την εμπλουτίσουν, μπορεί να έρθει κάτι και από ένα jam.
ΣΠ: Ναι, μπορεί και να έρθει κάποιος και να πει «αυτό είναι το κομμάτι, παίξτε το». Έχουνε γίνει όλα. Γράφουμε όλοι, και ο Σεραφείμ (τύμπανα) που παίζει και αυτός κιθάρα. Ο Μπάμπης (φωνή/κιθάρα) έχει τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά τους στίχους, είναι άλλωστε και αυτά που πρόκειται να τραγουδήσει, αλλά όσον αφορά το μουσικό κομμάτι δουλεύουμε όλοι μαζί.
Και πως σας φαίνεται που η μπάντα σας αποτελεί πια επιρροή για άλλους;
ΣΠ: Αυτό είναι στα όρια του ανησυχητικού, όχι με την κακή έννοια όμως. Απλώς λες πως «αν είμαι επιρροή, πρέπει να επηρεάσω σωστά, έχω μια ευθύνη». Στο πρώτο επίπεδο που λέει ο άλλος για εμάς «αφού μπορούν αυτοί οι άσχετοι μπορώ και εγώ» είναι το καλύτερο, πραγματικά. Όσο επηρεάζεις με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή να παίζουν περισσότεροι άνθρωποι, να ασχολούνται ενεργά και να προσπαθούνε παραπάνω, είναι ό,τι καλύτερο. Τώρα μουσικά, αν επηρεάζουμε κάποιους, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό θα φανεί στα επόμενα χρόνια.
Είστε μαζί από το 2000 αλλά ο πρώτος δίσκος βγήκε το 2008…
ΓΒ: Όταν ξεκινήσαμε πηγαίναμε ακόμα σχολείο και παίζαμε έτσι για τη μουσική, για την καύλα, περνάγαμε ωραία και τα σχετικά. Ήταν και διαφορετικά τα χρόνια τότε, δεν ήταν όπως τώρα που ξεκινά μια μπάντα και πρέπει αμέσως να παίξει live και να βγάλει έναν δίσκο για να έχει κάτι να παρουσιάσει. Για αυτό μας πήρε χρόνο. Άλλωστε δεν είχαμε στο μυαλό μας πως θα κάναμε δίσκους και όλα αυτά. Προέκυψαν όλα από τα γεγονότα.
ΣΠ: Δεν υπήρχε βιασύνη, δεν υπήρχε η πίεση να έχεις ένα page ή κάτι στο youtube για να μπαίνουνε να ακούνε και να βλέπουνε.
Τελικά είναι οι Planet τυχεροί που το stoner είναι γνωστό στην Ελλάδα ή μήπως το stoner έγινε τόσο γνωστό εδώ και εξαιτίας των Planet;
ΓΒ: Είναι αμφίδρομα.
ΣΠ: Όσο εμείς εκμεταλλευτήκαμε το κύμα, που ήταν και παγκόσμιο γιατί στα 90s το stoner έπαιξε μπαλίτσα, τόσο ευτυχήσαμε και εμείς να χαρακτηριστούμε stoner. Γιατί αυτό που παίζουμε δεν είναι ακριβώς stoner. Απλώς κάπως έπρεπε να μπει μια ταμπέλα. Μας πήρε η μπάλα ωραία κι ενώ μεγάλωνε το πράγμα υπήρξαν παιδιά πρώτα ακούσανε Planet και Nightstalker και μετά είπανε «α, υπάρχουν και οι Kyuss και οι Clutch». Πήγε λίγο ανάποδα.
Πως ακριβώς έχετε ρυθμίσει τις ζωές σας – εφόσον πρέπει να κάνετε και άλλα πράγματα για τα προς το ζην – ώστε να μπορείτε να λείπετε για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα στα πλαίσια μιας περιοδείας;
ΓΒ: Εντάξει, πλέον η μπάντα βοηθάει και σε οικονομικό επίπεδο. Προφανώς δεν έχουμε μια τυπική δουλειά, γιατί δε μπορείς να πεις στο αφεντικό σου «φεύγω δύο μήνες, κράτα μου τη θέση και τα ξαναλέμε».
ΣΠ: Οπότε έχουμε δουλειές που μπορούν να μας περιμένουν, άλλωστε η μπάντα έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που μπορεί να αυτοσυντηρείται. Μέχρι πριν κάποια χρόνια έπρεπε να σπρώχνουμε εμείς χρήματα για να βγάλουμε κάποιο δίσκο και τα σχετικά. Πλέον αυτό μπορούμε να το κάνουμε πιο άνετα. Δυστυχώς ή ευτυχώς είναι ψιλομπίζνα το όλο πράγμα οπότε πρέπει να παίξεις έξυπνα.
Πόσο εύκολο είναι να γυρίσεις και να πεις στη μάνα σου, στην κοπέλα σου και στους φίλους σου «φεύγω, πάω να παίξω stoner στην Ευρώπη για τρεις μήνες»;
ΣΠ: Όταν ξεκινήσαμε ήταν δύσκολο να πεις «μάνα δε μ’ αρέσει η σχολή, πάω να παίξω μουσική». Θα σου έλεγε «μα είσαι στα καλά σου παιδί μου;». Τώρα δε θα σου το πει, άλλωστε κάνεις τίποτα καλύτερο; Όσον αφορά τις σχέσεις, αυτές βασίζονται στο ποιοι είμαστε, οπότε δεν παίζει κανένα θέμα.
Πώς είναι να παίζεις σε μεγάλους χώρους και να τους γεμίζεις; Γίνεται συνήθεια;
ΓΒ: Ούτε ξέρεις πως θα το γεμίσεις ούτε μπορεί να γίνει συνήθεια, μόνο δεδομένο δεν είναι κάτι τέτοιο.
ΣΠ: Γίνεται δεδομένο αφού γίνει, το καταλαβαίνεις μόνο την ώρα που πας να παίξεις.
Επόμενο checkpoint στην πορεία σας;
ΣΠ: Έχει πολύ δρόμο ακόμα. Άλλωστε άμα δεν είναι μέσα σου το κίνητρο δεν πρόκειται να συνεχίσεις. Θα ήταν πολύ εύκολο για εμάς να πούμε «καλά είναι εδώ» και να μην πηγαίναμε ποτέ στο εξωτερικό. Δεν έχουμε πάει ακόμα Σκανδιναβία, δεν έχουμε πάει Αμερική…
Ξέρετε, πολλοί φίλοι μου με έχουν ρωτήσει όταν έχει τύχει να τους βάλω Planet: «Έλληνες είναι αυτοί;»
ΓΒ: Νομίζω η φράση «καλό για ελληνικό» έχει αρχίσει να καταρρίπτεται τα τελευταία χρόνια. Και οι μπάντες και οι άνθρωποι που δουλεύουν στο στούντιο έχει προσαρμοστεί στα διεθνή δεδομένα.
ΣΠ: Για να γίνει αυτό χρειάστηκε εκπαίδευση σε όλους τους τομείς. Μπορεί το 2000 να είχε μια μπάντα τρομερές ιδέες αλλά να μην υπήρχε το υπόβαθρο ώστε να αναπτυχθούν και να παιχτούν, αν θες, σωστά.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σας έχουν δώσει και αντίστοιχα αυτή που έχετε να δώσετε;
ΣΠ: Η καλύτερη συμβουλή που μας έχουν δώσει ήταν σε ένα φεστιβάλ το 2005 στην Αντίπαρο, τρομερή προσπάθεια by the way, πολύ μπροστά από την εποχή του, και τέλος πάντων ένας φίλος μας είπε: «μου αρέσουν πολύ τα κομμάτια σας και τα λοιπά αλλά ένα πράγμα σας λέω: practice, practice, practice». Οπότε παίξε, κάνε τουρ, προχώρα.
ΓΒ: Αφιέρωσε χρόνο.
Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχετε δει με τη μπάντα.
ΓΒ: Θα πω την Ορλεάνη της Γαλλίας.
ΣΠ: Κι εγώ τη Λυών. Και Αθήνα όμως, πολύ ωραίο μέρος, το αγαπημένο μας.
Τι λέτε, υπάρχει αύριο για την Αριστερά μετά την «πρώτη φορά αριστερά»;
ΣΠ: Από την πρώτη μέρα από τον τρόπο που λειτούργησε μέχρι και στο ποιοι άνθρωποι ενεπλάκησαν μαζί της κάθε μέρα είναι και μια μέρα απόκλισης από την έννοια της Αριστεράς. Ιστορικά θα είναι πολύ κρίμα να μείνει αυτό το πράγμα που έγινε σαν «πρώτη φορά αριστερά».
ΓΒ: Εγώ νιώθω πως ενώ όλα αυτά τα χρόνια επικρατούσε ο δικομματισμός, στο τέλος όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε την όλη σαπίλα τα μεγάλα κόμματα ήταν σαν να θέλανε να φύγουνε. Όποιος και να ανέβαινε βέβαια, το «ξύλο» θα έπεφτε γιατί τα καλούπια ας πούμε είχαν δημιουργηθεί από πριν. Αλλάξανε τα πρόσωπα απλώς παρουσιάζοντας μια κάποια ελπίδα η οποία διαψεύστηκε.
ΣΠ: Θα μπορούσαν να έχουν αντίστοιχη πορεία όντας πιο μετριοπαθείς. Ας έλεγαν απλώς πως θα έκαναν ό,τι μπορούσαν μέχρι τέλους για να βρουν μια άλλη λύση. Όχι όλα τα υπόλοιπα. Τον αέρα του καινούργιου τον είχαν ούτως ή άλλως. Ένας άνθρωπος πάντως που έχει διαβάσει και ξέρει τι σημαίνει Αριστερά δε θα πρέπει να απογοητεύεται από αυτό το πράγμα. Η δύναμη των αριστερών ανθρώπων είναι να προσπαθούν μαζί είτε εκεί που μένουν είτε εκεί που δουλεύουν, όχι να υπάρχει απλώς ένας που τους αντιπροσωπεύει.