Στις όχτες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες
ήτανε δίχως χαρά, μ’ ένα κρύο, αδέκαστο φως.
Kυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν, στρογγύλες, α-
βυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα, προ-
σφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες ερη-
μώσεις, εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί, το απερί-
γραπτο πρόσωπο με τα πολλά καρφιά.
Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που
κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγ-
μένο.
Aκούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του
ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-
μάκι όπως ήταν.
Mια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.
Mα τι θα πει κεκυρωμένος;