Στην πρώτη του σκηνοθεσία εκτός του κτιριακού κελύφους του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος βάδισε με όσα γνωρίζει, αγαπάει και εμπιστεύεται: επέλεξε ένα κείμενο που θίγει πολλά και σοβαρά κοινωνικά ζητήματα (αυτή τη φορά τη θεατρική διασκευή του Σάιμον Στήβενς πάνω στο μυθιστόρημα του Μαρκ Χάντον «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα»), και μερικούς από τους συνεργάτες που εμπιστεύεται χρόνια στις παραστάσεις του. Με αυτή τη σκευή πήγε σ’ ένα μεγάλο θέατρο, στο «Τζένη Καρέζη», που από φέτος διαχειρίζεται επιχειρηματικά το «Θέατρο του Νέου Κόσμου».
Το έργο του Σάιμον Στήβενς παίχτηκε πέντε χρόνια στο Εθνικό Θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι ένα μυθιστόρημα που έχει αγαπηθεί και μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός») και καταπιάνεται με κάποιο διάστημα της ζωής ενός εφήβου, του Κρίστοφερ, που έχει «προβλήματα συμπεριφοράς» ή το σύνδρομο Ασπεργκερ, όπως είναι η επίσημη ονομασία αυτής της πάθησης. Στον Κρίστοφερ εκδηλώνεται με διάφορες φοβίες και δυσανεξίες: δεν θέλει να τον αγγίζουν, δεν εμπιστεύεται τους ξένους, βγάζει άναρθρες κραυγές όταν κάτι τον πιέζει ή τον φοβίζει, δεν μπορεί ν’ ακούει θορύβους και την ίδια στιγμή είναι διάνοια στα μαθηματικά και δίνει μαθήματα λογικής και θάρρους.
Η ιστορία ξεκινάει όταν ο Κρίστοφερ, που για χρόνια δεν φεύγει μη επιτηρούμενος από το σπίτι του, βρίσκει δολοφονημένο τον σκύλο της γειτόνισσάς του, έξω από την πόρτα της. Από αυτό το σημείο και μετά ξεκινά η ιστορία. Ο Κρίστοφερ συλλαμβάνεται ως ύποπτος για τον φόνο του σκύλου, απαλλάσσεται, αλλά αποφασίζει να λύσει το μυστήριο, παρότι ο πατέρας του τού το απαγορεύει με τρόπο και επιχειρήματα που δεν χωρούν στη λογική του Κρίστοφερ. Και ξαφνικά ο Κρίστοφερ έρχεται αντιμέτωπος με τον τρόπο σκέψης των ενηλίκων, των «κανονικών», και διαπιστώνει ότι του λένε ψέματα, ότι κρύβουν πράγματα κάτω από το χαλί, ότι έχουν ψεύτικες σχέσεις… Κι όταν συνειδητοποιεί ότι το μεγαλύτερο ψέμα του το έχει πει ο πατέρας του αποφασίζει, αυτό το παιδί που ποτέ δεν έφευγε από τη γειτονιά του, να ταξιδέψει μέχρι το Λονδίνο! Και τα καταφέρνει, όπως μπορούν να τα καταφέρουν, εκπλήσσοντάς μας διαρκώς, άνθρωποι που θεωρούμε ότι δεν έχουν τις συνήθεις δεξιότητες. Αυτή είναι λίγο πολύ η ιστορία του έργου, που έχει όλη την γκάμα της απόχρωσης των συναισθημάτων: γέλιο, θλίψη, αγωνία, θαυμασμό, οργή, συγκίνηση.
Δεν είναι ένα εύκολο έργο. Είναι ασφαλώς ένα έργο που καλεί τους θεατές να έρθουν αντιμέτωποι με όσα δεν θέλουν να δουν: στο σπίτι τους, στη γειτονιά τους, στο δρόμο, στη συμπεριφορά τους. Φωτίζει το διαφορετικό, μ’ έναν τρυφερό όσο και ευθύ τρόπο.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είχε την έμπνευση (και την τύχη) να εμπιστευτεί τον ρόλο του Κρίστοφερ τον Γιάννη Νιάρρο, τον φετινό νικητή του βραβείου «Δημήτρης Χορν» και ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του. Που, τα Δευτερότριτα παίζει, στο ίδιο θέατρο στο «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη (ρόλο για τον οποίο πήρε το βραβείο «Χορν») και τις υπόλοιπες μέρες γίνεται Κρίστοφερ. Μ’ έναν τρόπο σπαραχτικό, άμεσο, μελετημένο, ευθύ, τρυφερό, πέρα για πέρα αληθινό. Η μισή παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου είναι η ερμηνεία του Γιάννη Νιάρρου. Ενα το κρατούμενο. Δίπλα του η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ως η δασκάλα του Κρίστοφερ, η Σιβόν, η φωνή του για την ακρίβεια, έχει τις σωστές δόσεις τρυφερής καθοδήγησης, αναγκαίας κατανόησης και επιβεβλημένης επιβολής ορίων. Μ’ έναν τρόπο που μακάρι να γινόταν και στην πραγματική ζωή…
Δίπλα στον Κρίστοφερ είναι ο πατέρας του, Εντ (Θέμης Πάνου), που κλήθηκε πυροσβεστικά να ερμηνεύσει τον ρόλο και που απέδωσε -όχι όσο καλά θα μπορούσε, πιστεύω- έναν μεσοαστό που πνίγει τις απόψεις του, την οργή του, τις ανασφάλειές του, που έχει μάθει να εμφανίζεται άτρωτος και αρραγής για χάρη του Κρίστοφερ, αλλά που τον προδίδουν οι προσωπικές του εμπάθειες και τα άλυτα θέματα με τη γυναίκα του. Η μητέρα του Κρίστοφερ, η Τζούντυ (Μαρία Καλλιμάνη), είναι ένα τρυφερό πλάσμα, επιρρεπές, που δεν αντέχει πολύ να αναμετρηθεί με την ανατροφή ενός ιδιαίτερου παιδιού και αναζητά αλλού τη χαρά και τη διαφυγή. Μου φάνηκε αναμενόμενη και χωρίς κάτι ξεχωριστό η ερμηνεία της, παρόλο που, όπως πάντα, υπηρέτησε με σοβαρότητα και επαγγελματισμό τον ρόλο της.
Από κει και πέρα όλα χάθηκαν ανάμεσα στους κύβους! Διότι το σκηνικό της παράστασης (Μαγδαληνή Αυγερινού) ήταν κύβοι διαφόρων μεγεθών, που τους πάνε και τους φέρνουν διαρκώς οι ηθοποιοί στη διάρκεια της παράστασης, που ασφαλώς παρέπεμπαν στην ορθολογική σκέψη του Κρίστοφερ, αλλά με μια μεγάλη δόση υπερβολής και μονοτονίας. Είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά που βλέπω ίδιας αντίληψης σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού (στην περυσινή σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, μετακινούνταν διαρκώς παλέτες)! Ανάμεσα στους κύβους, όμως, κατάφερε να αναδειχθεί ιδιαιτέρως η Μαρία Κατσανδρή, που παίζει (όπως και οι υπόλοιποι μικροί ρόλοι) πολλά από τα πρόσωπα του έργου. Μέσα σ’ αυτή τη μετακίνηση των κύβων, ο ρυθμός της παράστασης χάθηκε, ιδίως στο δεύτερο μέρος, με αποτέλεσμα να πλατειάζει αναίτια. Κρατούσε πάντα το ενδιαφέρον η συγκλονιστική ερμηνεία του Γιάννη Νιάρρου.
Με λίγα λόγια, στο «Τζένη Καρέζη» παίζεται ένα πολύ δυνατό έργο (που μετέφρασε η Κοραλία Σωτηριάδου, πολύ εύστοχα και ζωντανά), με έναν εκπληκτικό ηθοποιό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον Γιάννη Νιάρρο, αλλά που το τελικό αποτέλεσμα έχει αρκετά προβλήματα, που βαραίνουν την τελική εντύπωση του θεατή.