Σάββατο βράδυ στην χριστουγεννιάτικα στολισμένη Αθήνα και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Low Resistance Festival…
Εντάξει, ας πούμε την αλήθεια: Οι περισσότεροι από τους 60-70 όλους κι όλους παρευρισκόμενους, έχουν έρθει απόψε εδώ, στην πρώτη από τις δύο μέρες του φεστιβάλ, για να ακούσουν κάποιο φίλο ή γνωστό. Και είναι απολύτως κατανοητό. Το να προσελκύσεις κόσμο σε ένα πειραματικό φεστιβάλ μη-μουσικής, μακριά από το κέντρο της πόλης, σε μια περιοχή του Βοτανικού όπου κυριαρχούν οι βιομηχανικές αποθήκες και τα σκυλιά που γαβγίζουν, δεν είναι ό,τι ευκολότερο. Εντούτοις, με τη Knot Gallery, το Μικρό Μουσικό Θέατρο και άλλα σημεία της πόλης που λειτουργούσαν ως στέκια τέτοιων events να μας έχουν αφήσει χρόνους λόγω κρίσης, το Βυρσοδεψείο ταιριάζει απόλυτα με το εγχείρημα. Το περίπου τριών στρεμμάτων κτήριο με τους άβαφους και ασοβάντιστους τοίχους, τις τσιμεντοκολώνες, την μίνιμαλ (ανύπαρκτη) διακόσμηση και την ορίτζιναλ βιομηχανική αίσθηση, υπήρξε κατά το 19ο αιώνα το μεγαλύτερο Βυρσοδεψείο των Βαλκανίων – εξ ου και έχει κριθεί διατηρητέο.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών, από διαφορετικά καλλιτεχνικά ή μη backrounds, έχουν μαζευτεί εδώ για να παράξουν θόρυβο, «με συνηχήσεις και στάσιμα κύματα από ένα μονοφωνικό σύστημα αναπαραγωγής μεγάλης ισχύος». Είναι όσο παράξενο ακούγεται. «Δεν ξέρω αν θα ακούσετε μουσική» εξηγεί εξαρχής ο Δημήτρης Καμαρωτός, συνθέτης, ερευνητής της ηλεκτρονικής μουσικής και συνδιοργανωτής του φεστιβάλ. «Το τι θεωρεί ο καθένας μουσική είναι υποκειμενικό. Όπως δεν ξέρω και αν τα διάφορα γκρουπ που έπαιζαν πανκ τη δεκαετία του ’70 θεωρούσαν πως έκαναν μουσική. Περισσότερο έκαναν μια δράση, ήθελαν να πουν κάποια πράγματα. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς. Προσπαθούμε με τους ήχους μας και ανεξάρτητα από τα μέσα, να πούμε κάτι, κάτι διαφορετικό ο καθένας και με το να συναντιόμαστε όλοι μαζί δημιουργούνται ζυμώσεις».
Το κοινό μοιάζει μυημένο. Και ο αχανής χώρος έχει αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο. Σε ένα σημείο της αίθουσας, μια μικρή ποσότητα νερού τοποθετημένη σε ειδική λεκάνη, υπακούει στο φαινόμενο της Φυσικής που ονομάζεται “chlandy patterns” και πάλλεται ανάλογα με τις ηχητικές δονήσεις. Ένα διακριτικό πράσινο φωτάκι έχει τοποθετηθεί ακριβώς από πάνω και μια κάμερα προβάλει τους σχηματισμούς του νερού στον απέναντι τοίχο, συμβάλλοντας εικαστικά στο χώρο. M’ αυτόν τον τρόπο, δεν νιώθεις τον θόρυβο μονάχα στ’ αυτιά σου και στο σώμα σου – τον βλέπεις κιόλας.
Η ιστορία του θορύβου ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης φυσικά δεν μπαίνει μονάχα κάτω από την ομπρέλα της ηλεκτρονικής μουσικής. Ξεκινάει από την παραδοσιακή, αιώνες πριν, και στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα του 20ου αιώνα έχει τη δική της πλάκα, το δικό της ενδιαφέρον. Πίσω στο 1952, ο John Cage συνέθεσε το «4’33’’» – τεσσεράμισι λεπτά χωρίς κανέναν σκόπιμο ήχο, παρά μόνο τον θόρυβο του περιβάλλοντος χώρου. Φώναξε μουσικούς και τους ζήτησε να μην παίξουν τίποτα. Στα μέσα των 60’s, rockers που μέχρι πρότινος είχαν αφτιά μόνο για ρυθμό και μελωδία, όπως ο Dave Davies των Kinks, ο Pete Townshend, ο John Lennon και κυρίως ο Jimi Hendrix, επωφελήθηκαν από το audio feedback του ενισχυτή της ηλεκτρικής κιθάρας (που μέχρι πρότινος θεωρούταν κάτι ανεπιθύμητο), κατάφεραν να το χαλιναγωγήσουν και να το χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο για να παράγουν θόρυβο σκοπίμως. Από τα 80’s και μετά, μπάντες όπως οι Sonic Youth έφτασαν με τις κιθάρες τους την υπόθεση στα άκρα, χωρίς να χάσουν τους ακροατές τους.
«Δεν υπάρχει φόρμα» εξηγεί ο Δ. Καμαρωτός, για να διαχωρίσει τη θέση των αποψινών συμμετεχόντων από τους περισσότερους εκφραστές της δυτικής μουσικής. «Κάθε μουσικός έχει μεν μια φέτα χρόνου και κάνει ένα συγκεκριμένο πράγμα, που όμως δεν υπακούει σε κάποιον κανόνα του τι σημαίνει μουσική. Τίποτα από αυτά που ακούμε δεν έχει προηγηθεί. Και δεν μιλάμε ακριβώς για αυτοσχεδιασμό, γιατί έρχονται να παίξουν με πολύ περιορισμένα μέσα». Η επιτυχία πάντως δεν είναι εξασφαλισμένη. Κι αν επαναλαμβάνεται σε κάθε απόπειρα, τότε σημαίνει ότι ο μουσικός έχει «κλείσει» υπερβολικά αυτό που κάνει, για να βγαίνει κάθε φορά ίδιο. Κανείς δεν ήρθε εδώ γνωρίζοντας πως θα ακούσει κάτι σπουδαίο. Απλούστατα γιατί κανείς, ούτε καν ο περφόρμερ, δεν ξέρει τι ακριβώς θα είναι αυτό που θ’ ακούσει!
Οι άμυνες του κοινού σε τέτοια εγχειρήματα, βέβαια, είναι αναμενόμενες. Κυριαρχεί μια δυσπιστία. Ας μην πάμε μακριά: Και να θέλεις να πας, δύσκολα βρίσκεις παρέα για τέτοιου events όπως το Low Resistance Festival – έστω κι αν η είσοδος είναι μόλις πέντε ευρώ. Γιατί ο πειραματισμός πολλές φορές οδηγεί σε μια αυτάρεσκη, κλειστή τέχνη, για «τους λίγους που καταλαβαίνουν». «Οι μουσικοί εδώ δεν αρέσκονται στο να λένε ότι κάνουν πειραματική μουσική» τονίζει από την πλευρά του ο Δ. Καμαρωτός. «Το πειραματικό είναι αυτό που βλέπει εκείνος που βρίσκεται απ’ έξω, μια κατηγοριοποίηση που δεν βγαίνει μέσα από την ίδια τη μουσική. Πες ότι κάποιος ανοίγει ένα εργαστήριο για να κάνει πειράματα με φάρμακα. Δεν του αρκεί το πείραμα. Έχει έναν στόχο, θέλει ας πούμε να βρει μια καινούρια ασπιρίνη. Το ίδιο ισχύει και για εμάς». Και ποιος είναι ο στόχος; «Αυτός που είναι πάντα στη μουσική: να τη χρησιμοποιήσουμε. Να είναι χρήσιμη σε αυτούς που την κάνουν και σε αυτούς που την ακούνε».
Ένας αντικειμενικός κοινωνιολόγος θα διαπίστωνε πως, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ο Μick Jagger ήταν εκείνος που μας βοήθησε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά σαν άνθρωποι μέσα από την τέχνη του – και όχι, ας πούμε, ο νεφελώδης Stockhaousen. O κ. Καμαρωτός πάντως σκέφτεται απλά, μιλάει απλά, χωρίς δύσκολους όρους ή λέξεις επιδειξιομανίας και δίνει ένα απλό παράδειγμα από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, που μπορεί να πείσει ότι εγχειρήματα σαν το σημερινό δεν πάνε στο βρόντο: «Πριν από τριάντα χρόνια υπήρχαν άνθρωποι που παρακολουθούσαν σε σταθερή βάση κονσέρτα στην Αμερική και στην ίδια αίθουσα που την προηγούμενη εβδομάδα είχαν ακούσει Μότσαρτ, άκουγαν έναν πιανίστα να παίζει επί μισή ώρα το ίδιο μοτίβο. Η συντριπτική πλειοψηφία δυσανασχετούσε. Κι όμως, η μινιμαλιστική μουσική αναπτύχθηκε, βρήκε τους κώδικές της, απέκτησε κοινό μεγάλου εύρους και πέρασε μέχρι και σε μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές. Γιατί το αυτί μας έμαθε να ακούει. Κάτι τέτοιο προσπαθούμε να πετύχουμε κι εμείς… Και μάλιστα στο συγκεκριμένο εγχείρημα με τον Νίκο Κυριαζόπουλο, με τον οποίο συνδιοργανώνουμε το φεστιβάλ, είχαμε μια ιδέα: τί θα γινόταν αν ο κόσμος δεν καθόταν απέναντι στους μουσικούς, όπως συμβαίνει συνήθως στις συναυλίες, αλλά κινούταν στο χώρο;»
Στο αχανές Βυρσοδεψείο, όταν οι κονσόλες περνούν στα χέρια του Δημήτρη Καμαρωτού, το πράγμα σοβαρεύει. Το καταλαβαίνεις και από την έκφραση του προσώπου του. «Ξέρεις πως κάτι συμβαίνει εδώ/ αλλά δεν ξέρεις τι», όπως λέει και ο στίχος του Dylan. Από τα μεγάφωνα ακούγεται η προτροπή «κινηθείτε στο χώρο». Ειδικά σημεία έχουν «χτυπηθεί» με κόκκινο στένσιλ στην διαμορφωμένη με κόκκινες κορδέλες περιοχή μπροστά από τα ηχεία. Αλλά η αλήθεια είναι ότι λίγοι πάνε προς τα ‘κει. Γιατί ο ήχος είναι τόσο έντονος, που οι δονήσεις φτάνουν σε σημείο να δυσκολεύουν τις εισπνοές, ασκώντας πίεση στο σώμα. Παρ’ όλ’ αυτά –και είναι αξιοπερίεργο- ούτε μια στιγμή δε νιώθεις την ανάγκη να κλείσεις τα αφτιά σου, όπως συμβαίνει με τους εκκωφαντικούς θορύβους. Πρόκειται για στάσιμα κύματα με χαμηλές συχνότητες και έντονες αντηχήσεις, σε έναν νέο κώδικα ακρόασης.
Στα βαριά live electronics του Αλέξανδρου Δρυμωνίτη που ακολουθούν αμέσως μετά κάποιοι απομακρύνονται, αλλά μάλλον αυτό ακριβώς αποζητά κι ο ίδιος (ο Frank Zappa είχε πει πως όταν το κοινό έφευγε απηυδισμένο στα μισά της συναυλίας του, ένιωθε πως είχε καταφέρει κάτι σημαντικό…). Ορισμένοι πλησιάζουν την είσοδο του χώρου και το μπαρ, αναζητώντας λίγη ησυχία. «Δεν κουράστηκες να στέκεις;» ρωτάει ένας νεαρός την κοπελίτσα στο ταμείο. «Ε, όσο να ‘ναι» απαντά αυτή. «Τουλάχιστον ακούς ωραία μουσική…» της αποκρίνεται.
Το κομπρεσέρ, όπως κάθε μηχανή, διαθέτει χαρακτηριστικά που χρησιμοποιεί η μουσική, δηλαδή επαναλαμβανόμενους με έμφαση ήχους». Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τυπογραφικές μηχανές. Το beat, που αποτελεί τη βάση της rock και της pop μουσικής, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια του αφτιού μας να εξοικειωθεί με τον επιθετικό ήχο των μηχανών.
Λίγο πριν όμως, και πέρα από τους δικαιολογημένους και καλοδεχούμενους αστεϊσμούς για μια μουσική που σε τελική ανάλυση δεν θέλει να είναι ευχάριστη, έχει συμβεί κάτι στ’ αλήθεια σπουδαίο. Με το που τελειώνει το σετ του ο Δημήτρης Καραγεώργος, ένας έντονος θόρυβος ακούγεται από την άλλη άκρη της αίθουσας. Όλα τα κεφάλια γυρίζουν και όλα τα πόδια κινούνται προς τα εκεί. Είναι η ώρα του κομπρεσέρ. Όπως μαθαίνουμε, ο άνθρωπος που το κρατάει δεν διαθέτει μουσικές γνώσεις – απλώς ξέρει να το χειρίζεται ώστε να μη χτυπήσει. Όμως το κομπρεσέρ δεν βρίσκεται τυχαία εδώ. «Δείχνει δύο πράγματα» μας κατατοπίζει ο κ. Καμαρωτός: «Πρώτον, είναι μία ειδική περίπτωση όπου ο ήχος αφήνει ίχνη στο χώρο χωρίς να χάνεται όπως συμβαίνει κατά κανόνα και δεύτερον, όπως κάθε μηχανή, διαθέτει χαρακτηριστικά που χρησιμοποιεί η μουσική, δηλαδή επαναλαμβανόμενους με έμφαση ήχους». Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τυπογραφικές μηχανές. Το beat, που αποτελεί τη βάση της rock και της pop μουσικής, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια του αφτιού μας να εξοικειωθεί με τον επιθετικό ήχο των μηχανών. Δηλαδή ακόμα και σε μια μουσική που πολύς κόσμος θεωρεί υποδεέστερη, η ανάγκη γι’ αυτήν ξεκινάει από κάτι πραγματικό.
Ο χειριστής του κομπρεσέρ, λοιπόν, σκεπασμένος με μια κουκούλα, ξεκινάει να τρυπάει το έδαφος διασχίζοντας διαγώνια την αίθουσα. Και είναι ένα παράδοξα συναρπαστικό θέαμα. Μια πράξη «βανδαλισμού». Μια πανκ χειρονομία καταστροφής. Ποιος από εμάς δεν έχει φαντασιωθεί πως κάνει άνω-κάτω το γραφείο του στριμμένου του αφεντικού; Ποιος δεν σκέφτηκε έστω και μια φορά να βάλει φωτιά στο κτήριο της εφορίας που ανήκει; Ίσως έτσι εξηγείται το ότι όσοι παρακολουθούν απόψε το τσιμέντο να σπάει, δονούμενοι από τον έντονο θόρυβο, χαμογελούν… Όταν ο χειριστής μετά από δεκαπέντε περίπου λεπτά ασταμάτητης χρήσης του μηχανήματος έχει φτάσει στην άλλη άκρη, στον απέναντι τοίχο, με το πλήθος να τον ακολουθεί, ο θόρυβος σταματάει και μέσα στο βουητό ακούγονται τα πιο θερμά χειροκροτήματα. Βγάζει την κουκούλα, χαμογελάει, δέχεται το φιλί μιας κοπέλας, χαμογελάει ξανά.
Είναι η στιγμή της βραδιάς. Χιλιάδες εργάτες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, χρησιμοποιούν καθημερινά το κομπρεσέρ για πρακτικούς σκοπούς, χωρίς καμιά απολύτως ηθική επιβράβευση. Απόψε, σ’ αυτό το φεστιβάλ επαναπροσδιορισμού του ήχου, ένας από αυτούς τους ανθρώπους χειροκροτήθηκε. Έκανε τους άλλους να χαμογελάσουν, δίνοντας σε μια συνηθισμένη πράξη, έστω για λίγα λεπτά, ηρωικό χαρακτήρα.
Και κάπως έτσι, στην ερώτηση «ποιος συγκινήθηκε με ένα κομπρεσέρ», η απάντηση είναι «εγώ».