Ο Michael Schmidt (1945-2014), του οποίου το έργο Ein-heit (U-NI-TY) παρουσιάζεται στην Γκαλερί Ελένη Κορωναίου, είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής γερμανικής φωτογραφίας και κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη διεθνή φωτογραφική σκηνή.
Γεννημένος στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο Ανατολικό Βερολίνο, ο Schmidt κατέφυγε με την οικογένειά του στο Δυτικό Βερολίνο το 1955. Αυτοδίδακτος, άρχισε να φωτογραφίζει το 1965, σε ηλικία 20 ετών, τις γειτονιές της πόλης, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου και ενώ εργαζόταν ήδη στην αστυνομία του Δυτικού Βερολίνου. Μέχρι τη στιγμή που δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, Berlin Kreuzberg (1973), είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του ως αστυνομικός για να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος. Το 1976 συμμετείχε στην ίδρυση του Werkstatt für Photographie (Εργαστήρι Φωτογραφίας), μέρος του κέντρου εκπαίδευσης ενηλίκων Volkshochschule de Kreuzberg, το οποίο υπήρξε για πολλά χρόνια ένα σημαντικό φόρουμ ανταλλαγής πρακτικών και γνώσεων μεταξύ Ευρωπαίων φωτογράφων.
Γέννημα-θρέμμα αυτής της πόλης, της οποίας η διαίρεση στοίχειωνε την σύγχρονη ιστορία της χώρας του, αλλά και όλης της Ευρώπης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο Michael Schmidt αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στην απεικόνιση του Βερολίνου, της ιστορίας του και των κατοίκων του.
Οι φωτογραφίες του, κυρίως λιτά, ασπρόμαυρα τοπία της πόλης και απο-αισθητικοποιημένα πορτρέτα των κατοίκων της, ασκούν έμμεση κριτική στις ξεπερασμένες πια, εκείνη την εποχή, έννοιες της αλήθειας της φωτογραφίας και του φωτογραφικού ντοκουμέντου. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Δεν είμαι ντοκυμενταρίστας. Είμαι ένας ρεαλιστής».
Ο Roland Barthes στο δοκίμιο του Φωτεινός Θάλαμος, σε κάποιο σημείο γράφει: «Οι “ρεαλιστές” δεν παίρνουν καθόλου τη φωτογραφία σαν ένα “αντίγραφο” του πραγματικού, αλλά σαν μια απορροή του παρελθόντος πραγματικού. Μια μαγεία, όχι μία τέχνη».
Και πράγματι, ο θεατής του Ein-heit (U-NI-TY) έρχεται αντιμέτωπος με μια “μαγεία”. Οχι, όμως, με την έννοια του θαυμαστού/θαύματος, αλλά με την έννοια του φάσματος. Του αναπόδραστου τυχαίου, που περικλείει τους παρόντες από παντού.
Η σειρά U-NI-TY, όπως παρουσιάζεται στην Eleni Koroneou Gallery, αποτελείται από 163 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που είναι και οι πρωτότυπες που χρησιμοποιήθηκαν στο ομώνυμο photo-book που εκδόθηκε το 1996. Αυτό το έργο είναι ένας διαλογισμός για την εθνική ταυτότητα.
Ο Schmidt συνδύασε δικές του φωτογραφίες από πρόσωπα, τοπία και εσωτερικούς χώρους του Βερολίνου με τις φωτογραφικές αναπαραγωγές ιστορικών φωτογραφιών ή αποκομμάτων από εφημερίδες, περιοδικά, ιστορικά βιβλία ή φυλλάδια προπαγάνδας. Είναι όλες ασπρόμαυρες εικόνες, όλες πανομοιότυπου μεγέθους και όλες διατεταγμένες σε μια σειρά, χωρίς καμία ένδειξη της χρονολογίας, της προέλευσης ή του θέματός τους. Όλες οι φωτογραφίες της σειράς είναι τραβηγμένες μεταξύ 1991-1994 και στο έργο απεικονίζονται οι εσωτερικές αντιφάσεις της νεότερης ιστορίας της Γερμανίας, μέσα από την ιστορία του Βερολίνου μέχρι και την Πτώση του Τείχους. Οι πιο παλιές φωτογραφίες προέρχονται από την περίοδο του τρίτου Ράιχ και οι πιο πρόσφατες από τις αρχές του 1990. Και έτσι, η εικόνα μιας ναζιστικής συγκέντρωσης εμφανίζεται δίπλα στο πορτρέτο ενός εφήβου που φοράει καπέλο του μπέιζμπολ, δίπλα σε μια σκοτεινή προτομή του Λένιν βρίσκεται ένας νέος άντρας που κοιμάται, μετά από το απόκομμα μιας εικόνας με τον αγκυλωτό σταυρό, βρίσκεται το ανέκφραστο πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας, για να ακολουθήσει η πλαστική κουρτίνα ενός μικροαστικού μπάνιου και μετά ο δεύτερος Καγκελάριος της μεταπολεμικής Γερμανίας. Το νόημα μιας εικόνας μπορεί να αλλάξει, σύμφωνα με το τι βλέπεις κάθε φορά πριν ή μετά από αυτή.
Η αποσπασματικότητα των εικόνων, περίκλειστες όλες στα κάδρα τους, η τυχαιότητα στην τοποθέτηση τους αναφορικά με την διπλανή τους, αλλά και η αυστηρή σειριακή διάταξη μέσα στην αίθουσα, οδηγούν τον θεατή που περιηγείται στον χώρο, να ανακαλύπτει νέες εξιστορήσεις της ίδιας ιστορίας, νέες απεικονίσεις της ίδιας πραγματικότητας, μέσα από τους αυθόρμητους συνδυασμούς των φωτογραφιών μεταξύ τους. Δημιουργείται ένα απεριόριστο πεδίο πιθανοτήτων και μια αναπόδραστη μαγεία μπροστά στα μάτια μας. Ένα ασταθές αφηγηματικό παιχνίδι των σημείων. Κάθε σημείο-φωτογραφία συνεπάγεται κάποια άλλα πέραν του εαυτού του, που δεν είναι παρόντα και που καθορίζουν την ύπαρξη του συγκεκριμένου.
Από την άλλη, τα απτά, αληθινά πρόσωπα των ανθρώπων στα πορτρέτα καθώς και οι εσωτερικοί χώροι, τους οποίους κατοικούν, “παγωμένα” στον χρόνο από την εκτυφλωτική λάμψη του φλας ή σε α-νόητες- πόζες στημένα, αντικειμενικοποιούνται, ως τεκμήρια εγκλήματος αυστηρώς διατεταγμένα προς εξέταση -τεκμήρια κι οι άνθρωποι μιας μεγαλύτερης ιστορίας που τους καλύπτει- αποκτώντας την ίδια αισθητική και ιστορική αξία με τα κακοκομμένα δημοσιεύματα και τις αντιγραφές ευτελών ευρημάτων.
Μόνο τα σκοτεινά και έρημα αστικά τοπία -δεν αναγνωρίζουμε πότε εικονίζεται το Ανατολικό και πότε το Δυτικό Βερολίνο-, διασκορπισμένα χάσματα μιας πόλης σε κατάθλιψη και αναζήτηση ταυτότητας, ξαναδίνουν στα πρόσωπα, την ανθρώπινη, δραματική τους διάσταση και τα επανατοποθετούν στον αληθινό τους χώρο. Βάζουν το βλέμμα του θεατή να αναστοχαστεί πάνω στις δικές τους, μικρές ιστορίες και στην κατάσταση της ίδιας της ζωής, του πραγματικού χρόνου που κυλάει, πέρα και ερήμην της εγγεγραμμένης επίσημης Ιστορίας.
Οι φωτογραφίες του Schmidt είναι έμπλεες μιας ήσυχης και αφόρητης σχεδόν ευαισθησίας, αποδίδοντας, μέσα από την κλινική αναπαραγωγή του στιγμιαίου πορτρέτου, μια χωρίς όρια αγάπη σε αυτά τα πρόσωπα που συνθέτουν την γενιά του, την πόλη του, σήμερα τότε. Ποιητικές εικόνες- θραύσματα, που υφαίνουν την πλοκή της Ιστορίας ενός γκρεμισμένου Τείχους, που χώριζε ένα έθνος. Υφαίνουν το U-NI-TY.
Πόσο μας αφορά σήμερα, εδώ στην Ελλάδα αλλά και σε όλην την Ευρώπη, αυτό το συγκεκριμένο έργο του Michael Schmidt; Τι θα μπορούσε να προσφέρει στην συλλογική συνείδηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας σε κρίση, ο αναστοχασμός στα τραύματα και στα κενά που απαρτίζουν την νεώτερη ιστορία της Γερμανίας; Πόσο οι εικόνες του τότε είναι η πραγματικότητα σήμερα;
Τελειώνοντας με την ρήση του Roland Barthes πάλι από τον Φωτεινό Θάλαμο, θα καταλήξω ότι η φωτογραφία αφορά την στοχαστικότητα για αυτό που- κρυμμένο- υπάρχει ήδη μπροστά στα μάτια μας: «Στο βάθος, η φωτογραφία είναι ανατρεπτική, όχι όταν φοβίζει, διεγείρει ή στιγματίζει, αλλά όταν είναι στοχαστική ..Κατά βάθος, ή σε τελευταία ανάλυση, για να δει κανείς μια φωτογραφία είναι καλύτερα να σηκώσει το κεφάλι ή να κλείσει τα μάτια».
Michael Schmidt / U-NI-TY (EIN-HEIT)
8 Δεκεμβρίου 2023 – 10 Φεβρουαρίου 2024
Eleni Koroneou Gallery
Δημοφώντος 30, 11851, Αθήνα