– Philip Roth –
Τριλογία και επίλογος
Μετάφραση: Σπύρος Βρετός
Μαέστρος
Λίγη ώρα πριν δύσει ο ήλιος, ένα δεκεμβριάτιο απόγευμα, είκοσι χρόνια πριν και παραπάνω, –ήμουν είκοσι τριών χρονών, την εποχή που έγραφα και δημοσίευα τα πρώτα μου διηγήματα, και σαν πάμπολλους ήρωες από κάποιο Bildungsroman, λογάριαζα ήδη να γράψω το δικό μου ογκώδες Bildungsroman– έφτασα στον κρυψώνα του για να συναντήσω τον διαπρεπή άνδρα. Το αγρόκτημα, φτιαγμένο από χοντρές σανίδες, στεκόταν στο τέρμα ενός χωματόδρομου, στα Μπέρκσαϊρ, σε καμιά τετρακοσαριά μέτρα υψόμετρο, όμως η φιγούρα που ξεπρόβαλε από το γραφείο για να με προϋπαντήσει όλο τυπικότητα φορούσε γκαμπαρντινέ κοστούμι, γαλάζια πλεκτή γραβάτα πιασμένη σε λευκό πουκάμισο με μια διακριτική ασημένια καρφίτσα και καλογυαλισμένα μαύρα δετά επίσημα παπούτσια που με έκαναν μάλλον να τον φαντάζομαι σαν να κατεβαίνει από το κασελάκι ενός λούστρου παρά από την αγία τράπεζα της τέχνης. Πριν προλάβω να ανακτήσω αρκετή αυτοκυριαρχία ώστε να προσέξω την επιβλητική, αυταρχική γωνία του πηγουνιού του, ή τη βασιλική, σχολαστική, μάλλον περίκομψη επιμέλεια με την οποία έστρωνε τα ρούχα του πριν καθίσει –πριν προλάβω, για να πούμε την αλήθεια, να προσέξω οτιδήποτε άλλο από το γεγονός ότι είχα καλύψει την απόσταση από τις μη φιλολογικές ρίζες μου μέχρις εδώ, μέχρις αυτόν–, η εντύπωση που δημιούργησα ήταν πως ο Ε.Ι. Λόνοφ έμοιαζε περισσότερο με κάποιον τοπικό σχολικό επιθεωρητή παρά με τον πιο πρωτότυπο συγγραφέα που είχε βγάλει η περιοχή από την εποχή του Μέλβιλ και του Χώθορν.
Όχι ότι το νεοϋορκέζικο κουτσομπολιό σχετικά μ’ αυτόν θα έπρεπε να με έχει προετοιμάσει για οτιδήποτε πιο διακεκριμένο. Όταν πρόσφατα είχα αναφέρει το όνομά του μπροστά στους ενόρκους, στο πρώτο μου εκδοτικό πάρτι στο Μανχάταν –είχα καταφθάσει, ξαναμμένος σαν σταρλετίτσα, αγκαζέ με έναν ηλικιωμένο εκδότη– οι εκεί παρούσες διάνοιες είχαν απορρίψει τον Λόνοφ σχεδόν αμέσως, ωσάν να ήταν κωμικό ένας Εβραίος της γενιάς του, και μάλιστα παιδί-μετανάστης, να έχει παντρευτεί τον βλαστό μιας παλαιάς οικογενείας της Νέας Αγγλίας και να ζει, όλα αυτά τα χρόνια, «εις την εξοχήν» – με άλλα λόγια, στην γκόι ερημιά όπου μονάχα πουλιά και δέντρα υπάρχουν, εκεί όπου η Αμερική είχε ξεκινήσει και όπου, εδώ και πολύ καιρό, είχε τελειώσει. Εντούτοις, δεδομένου ότι όποιος άλλος φημισμένος από αυτούς που ανέφερα φαινόταν να προκαλεί ελαφρά θυμηδία στους επαΐοντες, αντιμετώπιζα με σκεπτικισμό τη σατιρική τους περιγραφή του διάσημου επαρχιακού ερημίτη. Για να πω την αλήθεια, κρίνοντας απ’ όσα είδα στο πάρτι, μπορούσα πια να καταλάβω γιατί το να κρύβεται κανείς σε καμιά τετρακοσαριά μέτρα υψόμετρο στις υπώρειες ενός βουνού μαζί με πουλιά και δέντρα μονάχα ίσως και να μην ήταν και κακή ιδέα για έναν συγγραφέα, Εβραίο είτε όχι.
Το καθιστικό όπου με οδήγησε ήταν νοικοκυρεμένο, αναπαυτικό και απλό: ένα μεγάλο στρογγυλό χειροποίητο χαλί, μερικές πολυθρόνες ντυμένες με καλύμματα, ένας φθαρμένος καναπές, ένας μακρύς τοίχος όλο βιβλία, ένα πιάνο, ένας φωνογράφος, ένα μεγάλο δρύινο τραπέζι αναγνωστηρίου όπου υπήρχαν, συστηματικά στοιβαγμένες, εφημερίδες και περιοδικά. Πάνω από τη λευκόχρωμη ξυλεπένδυση, οι τοίχοι, βαμμένοι σε απαλό κίτρινο, ήταν γυμνοί, αν εξαιρέσεις καμιά ντουζίνα νερομπογιές, ερασιτεχνικούς πίνακες που απεικόνιζαν την αγροικία σε διαφορετικές εποχές του έτους. Πέρα από τα πλατιά ξύλινα πρεβάζια που είχαν μετασκευαστεί σε καθίσματα με τη χρήση μαξιλαριών και τις άχρωμες βαμβακερές κουρτίνες που ήταν κομψά δεμένες με κορδόνια μπορούσα να δω γυμνά κλαδιά μεγάλων σκουρόχρωμων σφενδάμων και λευκό χιόνι πατημένο από ρόδες οχημάτων. Αγνότητα. Γαλήνη. Απλότητα. Απομόνωση. Όλη η συγκέντρωση και η φλογερότητα και η πρωτοτυπία ενός ανθρώπου διαφυλαγμένη για να αφιερωθεί στο εξαντλητικό, τιμημένο, υπερβατικό λειτούργημα. Κοίταξα ολόγυρα και σκέφθηκα: Έτσι θα ζήσω κι εγώ.
Αφού με οδήγησε σε δυο πολυθρόνες κοντά στο τζάκι, ο Λόνοφ παραμέρισε τη σίτα και έριξε μια ματιά για να βεβαιωθεί ότι η καπνοδόχος ήταν ανοιχτή. Με ένα μεγάλο σπίρτο άναψε το προσάναμμα που είχε προφανώς τοποθετηθεί εκεί εν αναμονή της συνάντησής μας. Κατόπιν τοποθέτησε ξανά τη σίτα στη θέση της με τέτοια ακρίβεια σαν να συνάρμοζε σε κάποια εσοχή μες τα πυρότουβλα. Βέβαιος ότι τα κούτσουρα είχαν αρπάξει –ικανοποιημένος που είχε ανάψει με επιτυχία μια φωτιά χωρίς να βάλει σε κίνδυνο ένα σπίτι ηλικίας διακοσίων ετών ή τους ενοίκους του– ήταν πια έτοιμος να ασχοληθεί μαζί μου. Με χέρια που ήταν σχεδόν κυριίστικα, τόσο γοργά και αβρά κινούνταν, σήκωσε ελαφρά τα μπατζάκια του παντελονιού του και κάθισε. Οι κινήσεις του ήταν αξιοπρόσεκτα ελαφρές για έναν άνδρα τόσο μεγαλόσωμο και ευτραφή.
«Πώς προτιμάτε να σας αποκαλούν;» ρώτησε ο Εμμάνουελ Ίζιντορ Λόνοφ. «Νέιθαν, Νέιτ ή Νατ; Ή μήπως έχετε κάποια άλλη, εντελώς διαφορετική, προτίμηση;» Οι φίλοι και γνωστοί τον αποκαλούσαν Μάννυ, με πληροφόρησε, θα μπορούσα να τον λέω έτσι κι εγώ. «Αυτό θα κάμει την συζήτησή μας ευκολότερη».
Αμφέβαλα πολύ αλλά χαμογέλασα για να δείξω ότι, όση παραζάλη κι αν μου προξενούσε, θα υπάκουα. Ο δάσκαλος στη συνέχεια με ξέκανε ακόμη περισσότερο ζητώντας να με ακούσει να του λέω κάτι για τη ζωή μου. Περιττό να πω ότι δεν υπήρχαν και πολλά που μπορούσα να διηγηθώ για τη ζωή μου το 1956 – και εν πάση περιπτώσει, έτσι όπως έβλεπα τα πράγματα, σε κάποιον τόσο μορφωμένο και βαθυστόχαστο. Είχα μεγαλώσει, από γονείς που με είχαν παραχαϊδέψει, σε μια γειτονιά του Νιούαρκ, μήτε πλούσια μήτε φτωχική. Είχα έναν νεότερο αδελφό που λέγεται ότι με είχε σαν είδωλό του. Στο σχολείο, καλό γυμνάσιο της γειτονιάς, και στο κολλέγιο είχα αποδώσει όπως ολόκληρες γενιές προπατόρων προσδοκούσαν από μένα. Στη συνέχεια είχα υπηρετήσει στον στρατό, είχα πάρει μετάθεση μόλις μια ώρα μακριά απ’ το σπίτι, συντάσσοντας ενημερωτικά φυλλάδια για το κοινό στο γραφείο ενός ταγματάρχη του Φορτ Ντιξ, ενόσω η σφαγή για την οποία το κουφάρι μου είχε επιστρατευθεί ολοκληρωνόταν αιματηρότατα στην Κορέα. Από την απόλυσή μου κι ύστερα ζούσα κι έγραφα σ’ ένα διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ στο νότιο Μπρόντουεϊ, το οποίο η φιλενάδα μου, όταν είχε έρθει για να συζήσουμε και για να συμμαζέψει λιγάκι, είχε χαρακτηρίσει ως το σπίτι ενός ακόλαστου καλόγερου.
Για να συντηρήσω τον εαυτό μου, πέρναγα στην απέναντι όχθη του ποταμού, στο Νιού Τζέρζυ, τρεις φορές την εβδομάδα, σε μια δουλειά που άλλοτε πήγαινα κι άλλοτε όχι από το πρώτο μου καλοκαίρι στο πανεπιστήμιο, όταν είχα απαντήσει σε μια μικρή αγγελία που υποσχόταν υψηλά ποσοστά σε αποφασιστικούς πωλητές. Ο επόπτης μας, ο Μακ Έλροϋ, μετέφερε, κάθε πρωί στις οκτώ, την ομάδα μας σε κάποια βιομηχανική πολίχνη του Νιού Τζέρζυ όπου πουλούσαμε από πόρτα σε πόρτα συνδρομές σε περιοδικά, κι ύστερα, στις έξι το βράδυ μας μάζευε έξω από κάποιο σαλούν που είχε προκαθοριστεί και μας γυρνούσε πάλι πίσω στο κεντρικό Νιούαρκ. Ήταν ένας καλοστεκούμενος μεθύστακας με λεπτό μουστακάκι που ποτέ δεν κουραζόταν να μας προειδοποιεί –δυο υπεροπτικά αγοράκια που έβαζαν στην άκρη τους μισθούς τους για να πληρώσουν το πανεπιστήμιο και τρεις νωθρούς βετεράνους, ωχρούς ασθματικούς άνδρες των οποίων η υγεία είχε γίνει σμπαράλια από κάθε δυνατή συμφορά– να μην κάνουμε παιχνίδι με τις νοικοκυρούλες που πετυχαίναμε μονάχες στο σπίτι με τα μπιγκουτί τους: μπορούσες να καταλήξεις με μύτη σπασμένη από κάποιον οργισμένο σύζυγο, μπορούσες να βρεθείς στο επίκεντρο ενός φοβερού εκβιασμού, μπορούσες να κολλήσεις κάπου πενήντα διαφορετικούς τύπους βλεννόρροιας και, εκτός απ’ όλα αυτά, οι ώρες της ημέρας είναι περιορισμένες. «Είτε που θα πηδηχτείτε», μας συμβούλευε ψυχρά, «είτε που θα πουλήσετε το Silver Screen. Διαλέγετε και παίρνετε». «Μαμμωνά του Μωϋσή» τον αποκαλούσαμε τα δυο κολεγιόπαιδα. Δεδομένου ότι καμιά νοικοκυρούλα δεν είχε ποτέ επιδείξει την ελάχιστη επιθυμία να με προσκαλέσει στο χολ, ούτε καν για να ξεκουράσω τα ποδαράκια μου –και ήμουν συνεχώς στην τσίλια μπας και φουντώσει η λαγνεία σε οποιαδήποτε γυναίκα οποιασδήποτε ηλικίας που θα φαινόταν έστω και αμυδρά πρόθυμη να με ακούσει μέσα απ’ την προστατευτική σίτα της πόρτας– από ανάγκη επέλεξα την τελειότητα της εργασίας μάλλον παρά της ζωής και στο τέλος κάθε ατελείωτης ημέρας, κατά τη διάρκεια της οποίας κάλυπτα όλους τους παράλληλους δρόμους της περιοχής και όλους τους κάθετους, διέθετα δέκα με είκοσι δολάρια σε ποσοστά στον κουμπαρά μου και το μέλλον ακηλίδωτο ακόμη μπροστά μου. Είχαν περάσει μονάχα λίγες βδομάδες απ’ όταν εγκατέλειψα αυτή την άνομη ζωή –καθώς και τη φιλενάδα στο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου της πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ, την οποία δεν αγαπούσα πια– και με τη αρωγή του διακεκριμένου Νεοϋορκέζου εκδότη, είχα γίνει δεκτός, για τη χειμερινή περίοδο, ως κοινωνός στην Κοινότητα Κάσεϊ, το αναχωρητήριο για καλλιτέχνες στην εξοχή που βρισκόταν απέναντι από το βουνό το Λόνοφ, από την άλλη πλευρά των πολιτειακών συνόρων.
Από το Κάσεϊ είχα στείλει στον Λόνοφ τις τριμηνιαίες φιλολογικές επιθεωρήσεις που είχαν δημοσιεύσει τα διηγήματά μου –τέσσερα μέχρις στιγμής– μαζί με μια επιστολή στην οποία του έλεγα πόσο με είχε σημαδέψει, όταν είχα ανακαλύψει τη δουλειά του «πριν από κάποια χρόνια» στο πανεπιστήμιο. Χωρίς να πάρω ανάσα είχα αναφερθεί στην εκ μέρους μου ανακάλυψη των «συγγενών» του Τσέχωφ και Γκογκόλ, και συνέχισα αποκαλύπτοντας με άλλους πρόδηλους τρόπους πόσο φιλολογικώς σοβαρό άτομο ήμουν – καθώς και, από κοντά, πόσο νέος. Από την άλλη, βέβαια, τίποτε απ’ όσα είχα ώς τότε γράψει δεν με είχαν κάνει να ιδροκοπήσω τόσο όσο εκείνο το γράμμα. Καθετί αναμφισβήτητα αληθές μού φαινόταν ως εμφανέστατα ψευδές την ίδια τη στιγμή που το έγραφα, και όσο περισσότερο προσπαθούσα να φανώ ειλικρινής τόσο χειροτέρευαν τα πράγματα. Τελικά του ταχυδρόμησα τη δέκατη μεταγραφή και κατόπιν προσπάθησα να χώσω το μπράτσο μου μες το γραμματοκιβώτιο για να ανασύρω τον φάκελο.
Δεν τα κατάφερνα καλύτερα, στο απλό και αναπαυτικό καθιστικό, με την αυτοβιογραφία μου. Επειδή δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να ξεστομίσει ακόμη και το πιο ελαφρύ αισχρόλογο μπροστά στο πρώιμης αμερικανικής αισθητικής τζάκι του Λόνοφ, η μίμηση του κ. Μακ Έλροϋ που επιχειρούσα –δημοφιλέστατη μεταξύ των φίλων μου– ούτε μέτριες κριτικές δεν θα έπαιρνε. Ούτε μπορούσα να μιλήσω με άνεση γι’ αυτά που μας προειδοποιούσε ο Μακ Έλροϋ, αλλά ούτε και μπορούσα να διανοηθώ να αναφέρω πόσο εύκολα θα είχα ενδώσει αν μου είχε δοθεί η ευκαιρία. Ακούγοντας την αυστηρά λογοκριμένη εκδοχή τής ήδη χλιαρής ιστορίας της ζωής μου, θα περίμενε κανείς ότι, αντί να έχω λάβει μια θερμή και ευγενική επιστολή από τον διάσημο συγγραφέα που με προσκαλούσε να περάσω ένα ευχάριστο βράδυ στο σπίτι του, είχα κάνει αυτό το ταξίδι για να ικετεύσω για μια άκρως επείγουσα προσωπική υπόθεση μπροστά στον πλέον αυστηρό κριτή του κόσμου και ότι αν έκανα έστω και μία λάθος κίνηση θα έχανα για πάντα κάτι που είχε ανυπολόγιστη για αξία μένα.
Πράγμα που δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα, παρόλο που τότε δεν είχα, ακόμη καταλάβει ακριβώς πόσο απελπισμένα αποζητούσα την αναγνώριση, και γιατί. Όχι μόνο δεν έπρεπε να έχω την παραμικρή αμφιβολία για την ντροπαλή, ξέπνοη απαγγελία μου –όσο κι αν ήταν εντελώς ξένη προς το χαρακτήρα μου εκείνη την εποχή που ξεχείλιζα από αυτοπεποίθηση– αλλά, αντίθετα, θα έπρεπε να μου προκαλεί έκπληξη το ότι δεν βρισκόμουν γονατιστός στο χειροποίητο χαλί εκλιπαρώντας τον. Διότι, καταλαβαίνετε, είχα έρθει με σκοπό να υποβάλω υποψηφιότητα για πνευματικό τέκνο του Ε.Ι. Λόνοφ, και τίποτε λιγότερο, να τον παρακαλέσω να γίνει ο ηθικός μου ανάδοχος και να κερδίσω, αν μπορούσα, τη μαγική προστασία της συνηγορίας του και της αγάπης του. Βεβαίως είχα κι έναν δικό μου πατέρα που με αγαπούσε και απ’ τον οποίο μπορούσα να ζητήσω, όποια μέρα, τον κόσμο ολάκερο, αλλά ο πατέρας μου ήταν ποδίατρος και όχι καλλιτέχνης, και τελευταία είχαμε σοβαρά προβλήματα στην οικογένεια εξαιτίας ενός διηγήματός μου. Αισθανόταν τόσο μπερδεμένος απ’ αυτά που είχα γράψει που είχε πάει τρέχοντας στον δικό του ηθικό μέντορα, έναν κάποιο δικαστή Λίοπολντ Ουάπτερ, για να πείσει τον δικαστή να πείσει τον γιο του να δεχτεί το φως το αληθινό. Αποτέλεσμα, μετά από δύο δεκαετίες πάνω κάτω αδιάλειπτης φιλικής σχέσης, δεν μιλιόμασταν για σχεδόν πέντε βδομάδες τώρα, κι εγώ είχα πάρει τους δρόμους αναζητώντας πατριαρχική επικύρωση αλλού.
Για το έργο:
Πρόκειται για την περίφημη μυθιστορηματική τριλογία του Φίλιπ Ροθ –το σημαντικότερο έργο του Ροθ τη δεκαετία του 1970– με ήρωα τον Ζούκερμαν το alter ego του συγγραφέα (που εμφανίζεται και σε άλλα βιβλία του όπως στο Η ζωή μου ως άντρα και στο Ανθρώπινο Στίγμα).
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε τη ζωή και την εξέλιξη ενός νεαρού, στο πρώτο μέρος, μεσήλικα αργότερα, Αμερικανοεβραίου συγγραφέα που θυμίζει πολύ -μα πολύ- τον Φίλιπ Ροθ. Μαθαίνουμε για τη προβληματική σχέση του Ζούκερμαν με το οικογενειακό του περιβάλλον και την εβραϊκή κοινότητα, την αναζήτηση πνευματικού πατέρα στο πρόσωπο ενός διάσημου συγγραφέα, τη σύγκρουσή του με τον πραγματικό του πατέρα, τους έρωτες και το διαζύγιό του, τη κρίση της μέσης ηλικίας, τη φθορά και το φόβο του θανάτου που πάει μαζί με την αγωνία του συγγραφέα μπροστά στη λευκή σελίδα και το άγχος για την υστεροφημία.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΟΛΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 768 ΤΙΜΗ: € 29,00