Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Είδαμε το «Παίζοντας το Θύμα» στο Εθνικό Θέατρο

Το πρόγραμμα που διατίθεται στο REX, στη Σκηνή «Κατίνα Παξινού» του Εθνικού Θεάτρου, γράφει «Πρώτη παράσταση 13 Μαρτίου 2020».

Ήταν η παράσταση «Παίζοντας το θύμα» που δεν ξεκίνησε τότε, γιατί τότε ακριβώς ξεκίνησε η καραντίνα. Και μ’ αυτό το έργο του Όλεγκ και Βλαντιμίρ Πρεσνιακόφ, ξεκίνησαν οι παραστάσεις του Εθνικού για φέτος.

Τηρώντας όλα τα μέτρα ασφαλείας, κάνοντας προσομοίωση παράστασης πριν την πρεμιέρα με θεατές, με κανονική ταξιθεσία. Στο ισόγειο του REX, στο υπαίθριο ισόγειο φουαγιέ τα τραπεζάκια είναι μαζεμένα και το κυλικείο είναι κλειστό.

Στη Σκηνή «Κατίνα Παξινού» μπαίνουν πλέον περίπου 40 θεατές.  

Κι αν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι δυσάρεστες επιπτώσεις στην κοινωνία, την καθημερινότητα και στο θέατρο από την πανδημία, θα μπορούσα να πω ότι… άξιζε τον κόπο η αναμονή.

Γιατί έπειτα από επτά μήνες ακριβώς είδαμε ένα συναρπαστικό σύγχρονο κείμενο, που αγγίζει ένα σωρό θέματα τα οποία κυριαρχούν στη σκέψη, τη διάθεση, τη συμπεριφορά και τον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά τα αγγίζει με χιούμορ, τρυφερότητα, διεισδυτικότητα και ευφυΐα· γιατί παρακολουθήσαμε την πρώτη σκηνοθεσία ενός νέου αλλά, όπως φάνηκε, προικισμένου καλλιτέχνη -του Γιώργου Κουτλή· και γιατί επί σκηνής παρακολουθήσαμε μια παράσταση με ρυθμό, κέφι και ευαισθησία, με καλοζυγισμένα όλα τα στοιχεία που την αποτελούν, και με θαυμάσιες ερμηνείες. 

Πρωταγωνιστής αυτού του περίεργου σύμπαντος είναι ο Βάλια (Βασίλης Μαγουλιώτης) που ζει πάντα στο εφηβικό του δωμάτιο, που δεν βγάζει ποτέ το καπέλο του (ούτε στον ύπνο του), ούτε κλείνει την τηλεόραση (η οθόνη της οποίας εντάσσεται έξυπνα στην παράσταση μέσω των βίντεο που προβάλλει και λειτουργούν παράλληλα με την παράσταση), που δέχεται στον ύπνο του τον νεκρό πατέρα του (Κώστας Μπερικόπουλος) και στον ξύπνιο του έχει διαρκώς μέσα στα πόδια του (κυριολεκτικά) τη μαμά του (Εύη Σαουλίδου) που θέλει να ζήσει τη ζωή της, αλλά παραλλήλως επεμβαίνει στη ζωή του Βάλια, ακόμα και στις πιο προσωπικές του στιγμές.

Ο Βάλια δουλεύει στην αστυνομία και αρμοδιότητά του είναι να παριστάνει το θύμα στις αναπαραστάσεις εγκλημάτων -«εμβόλιο στο φόβο του θανάτου» όπως εξομολογείται προς το τέλος του έργου, σε μια από τις φράσεις του κειμένου που διαπερνούν.

Κι από εκείνο το σημείο οι αδελφοί Πρεσνιακόφ αρχίζουν να ξετυλίγουν την ιστορία τους, που έχει πολλά παράλληλα επίπεδα και αγγίζει τις επιθυμίες και τους φόβους των ανθρώπων, τις εκρήξεις τους και τη βία που τις συνοδεύουν για ασήμαντες αφορμές.

Σε κάθε αναπαράσταση εγκλήματος που μετέχει ο Βάλια, κάτω από τις χιουμοριστικές έως γκροτέσκο καταστάσεις που δημιουργούνται, διακρίνονται ξεκάθαρα η μιζέρια, η καταπίεση, τα απωθημένα, οι επιθυμίες, οι φόβοι, των ανθρώπων της μεσαίας τάξης και τα μικρομέγαλα όνειρά τους. 

Κι ο Βάλια, που στην αρχή μοιάζει σαν άβουλος και υποταγμένος, ζει και τα όνειρά του και την πραγματικότητα. Κι όχι μόνο τη ζει, αλλά την κρίνει, αντιδρά, αναρωτιέται, ειρωνεύεται, υπονομεύει και αποκαλύπτει, μ’ έναν τρόπο cool και φαινομενικά αδιάφορο, με μικρές αλλά αιχμηρές ατάκες, το χύμα της συμπεριφοράς, την αναίτια βία, την ανεύθυνη στάση των ανθρώπων, ευυπόληπτων και μη, «που όχι μόνο δεν νοιάζονται, αλλά προσποιούνται ότι νοιάζονται». Και διακρίνει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: Σε «αυτούς που παίζουν, και σ’ αυτούς που υποφέρουν μ’ αυτούς που παίζουν». 

Αυτό είναι το έργο των αδελφών Πρεσνιακόφ, δύο ανήσυχων σύγχρονων Ρώσων δημιουργών, που οι ίδιοι χαρακτηρίζουν «φιλοσοφική φάρσα» και που έχει ήδη κάνει μεγάλη διαδρομή: έκανε πρεμιέρα στο Fringe Festival του Εδιμβούργου και πρωτοπαρουσιάστηκε στο ρωσικό κοινό δυο χρόνια μετά, στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας από τον Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, προκαλώντας τεράστια αίσθηση.

Στη συνέχεια, το 2006, ο ίδιος σκηνοθέτης το μετέφερε στον κινηματογράφο, αποσπώντας το κύριο βραβείο του φεστιβάλ Kinotavr και του διεθνούς φεστιβάλ της Ρώμης.

Και φαίνεται ότι συνεχίζει να έχει καλή τύχη το «Παίζοντας το θύμα», αφού έπεσε στα χέρια ενός ανθρώπου, του Γιώργου Κουτλή, που το αγάπησε, το κατανόησε, το μετέφρασε και το ανέδειξε επί σκηνής. Συνεπικουρούμενος σ’ αυτό το πρώτο του σκηνοθετικό εγχείρημα από ηθοποιούς που επίσης αγάπησαν το έργο, και ανέδειξαν με φωτεινές ερμηνευτικές δεξιότητες όλα εκείνα που ήθελαν να θίξουν οι αδελφοί Πρεσνιακόφ: τον Βασίλη Μαγουλιώτη, που απέδωσε όλες τις αποχρώσεις του ρόλου του, τον Κώστα Μπερικόπουλο σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, την Εύη Σαουλίδου που και πάλι έδειξε την ερμηνευτική της βεντάλια, τον Λαέρτη Μαλκότση για τους απολαυστικούς brutal χαρακτήρες που ερμήνευσε, αλλά και τις αρμονικά ενταγμένες στο σύνολο φιγούρες των Μικέ Γλύκα, Ελένης Κουτσιούμπα, Ερρίκου Μηλιάρη και Λευτέρη Βενιάδη που ανταποκρίθηκαν με κέφι και μπρίο στους πολλαπλούς ρόλους που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. 

Ήταν ένα πολύ ωραίο, πολύ θεατρικό, πολύ γεμάτο ξεκίνημα αυτής της ιδιαίτερης θεατρικής σεζόν που πάντα θα θυμόμαστε. 

Σκηνοθεσία, μετάφραση, διασκευή: Γιώργος Κουτλής, Σκηνικά-Κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα, Μουσική: Λευτέρης Βενιάδης, Κίνηση: Κατερίνα Φώτη, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος. Διανομή (αλφαβητικά): Λευτέρης Βενιάδης, Μικές Γλύκας, Ελένη Κουτσιούμπα, Βασίλης Μαγουλιώτης, Λαέρτης Μαλκότσης, Ερρίκος Μηλιάρης, Κώστας Μπερικόπουλος, Εύη Σαουλίδου. Η διάρκεια της παράστασης είναι 105 λεπτά και προτείνεται για θεατές άνω των 15 ετών. Θέατρο REX -Σκηνή «Κατίνα Παξινού»
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη με Κυριακή στις 20:00
Έως και την 1η Νοεμβρίου.
Όλγα Σελλά

Share
Published by
Όλγα Σελλά