Είναι ένας συγγραφέας εξαιρετικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, με τεράστια διεθνή απήχηση. Αλλά και ένας ευρηματικός τεχνίτης του λόγου, ο οποίος με όχημα την αστυνομική πλοκή αναδεικνύει μεγάλα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα – πάντα, μέσα από τη μυθοπλασία.
Έχει, ακόμα, ασχοληθεί με τη θεατρική συγγραφή, με κινηματογραφικά σενάρια και με μεταφράσεις λογοτεχνικών και θεατρικών έργων. Πολυμεταφρασμένος συγγραφέας, βραβεύτηκε το 2014 για το λογοτεχνικό και μεταφραστικό έργο του, με τον Σταυρό του Τάγματος της Αξίας της Γερμανίας – άλλωστε, μεταξύ άλλων, έχει μεταφράσει ιδανικά τον «Φάουστ» του Γκαίτε.
Η συνέντευξη έγινε με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του με τίτλο «Η τέχνη του τρόμου και άλλα διηγήματα» και την επικείμενη έκδοση του νέου μυθιστορήματός του «Το κίνημα της αυτοκτονίας».
Κύριε Μάρκαρη, πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την λογοτεχνία; Υπάρχει κάποιο σημείο καμπής στη ζωή σας, που σας καθόρισε ως συγγραφέα;
Η σχέση μου με τα γράμματα άρχισε πολύ νωρίς, όταν ήμουν ακόμα μαθητής λυκείου. Τα πρώτα κείμενά μου δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό της Κωνσταντινούπολης «Πυρσός», που εξέδιδε ο Παναγιώτης Αμπατζής. Ξεκίνησα ως θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής και συνέχισα ως σεναριογράφος. Αλλά η καμπή στη ζωή μου ήρθε πολύ αργότερα, σε προχωρημένη ηλικία, με τη στροφή μου στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Στην καριέρα σας, πράγματι, πριν στραφείτε στο αστυνομικό μυθιστόρημα, υπήρξατε -μεταξύ άλλων- σεναριογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Τι έχετε αποκομίσει από αυτήν την εμπειρία; Και σε τι σας έχει ωφελήσει ως λογοτέχνη;
Έχω αποκομίσει πολλά από τη συνεργασία μου με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο – κυρίως από τις συζητήσεις μας, όταν δουλεύαμε μαζί σε ένα σενάριο. Ωστόσο, το αποτύπωμα που άφησε στα μυθιστορήματά μου είναι το «πλάνο σεκάνς». Όποιος ξέρει από κινηματογράφο και διαβάσει τα μυθιστορήματά μου, θα διαπιστώσει ότι τα κεφάλαια των μυθιστορημάτων μου δεν είναι κεφάλαια με τη λογοτεχνική έννοια του όρου, αλλά πλάνα σεκάνς. Και την τεχνική του πλάνου σεκάνς, την έμαθα από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Θα έχετε, ασφαλώς, ακούσει αυτό που λέγεται συχνά: ότι δηλαδή οι τηλεοπτικές σειρές είναι, κατ’ αναλογία, το νέο «μυθιστόρημα» – όπως εκείνα του 19ου αιώνα που τυπώνονταν σε συνέχειες. Ποια είναι η άποψή σας;
Κοιτάξτε, ζούμε στην εποχή της ευκολίας – από τη συσσώρευση χρήματος, έως την τέχνη. Πριν από λίγες μέρες διάβασα ότι ένας μαέστρος ολοκλήρωσε την ημιτελή δέκατη συμφωνία του Μπετόβεν, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Όπως πάμε, δε θα απορήσω, αν βγει κάποιος και υποστηρίξει ότι τα τούρκικα σίριαλ, που κατακλύζουν σήμερα τις οθόνες, ξεκίνησαν από τον Μπαλζάκ! Όλα αυτά μου θυμίζουν την παλιά παροιμία: «Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο»;
Πάμε πίσω, στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστής στις ιστορίες σας είναι ο αστυνόμος Χαρίτος. Πώς έγινε και βρεθήκατε σε αυτόν τον ζοφερό και βίαιο κόσμο της μυθοπλασίας; Αλλά και πώς σας ήρθε η ιδέα για αυτόν τον πασίγνωστο, πια, χαρακτήρα;
Τα μυθιστορήματα μου ανήκουν στο είδος του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος. Είναι το είδος το οποίο δημιούργησαν συγγραφείς όπως ο Ισπανός Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, οι Ιταλοί Λεονάρντο Σάσα και Αντρέα Καμιλλέρι και ο Γάλλος Ζαν-Κλωντ Ιζό. Όσο για τα κυριότερα χαρακτηριστικά του μεσογειακού αστυνομικού, είναι η διαρκής ενασχόλησή του με τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα και την… κουζίνα. Πάντως, τον αστυνόμο Χαρίτο δεν τον βρήκα εγώ. Με επισκέφθηκε εκείνος, και μάλιστα οικογενειακώς! Αυτό συνέβη όταν έγραφα τα σενάρια της τηλεοπτικής σειράς «Ανατομία ενός Εγκλήματος». Σίγουρα, αυτή η γνωριμία καθόρισε τη ζωή και των δυο μας. Από τότε, πορευόμαστε μαζί.
Θεωρείτε ότι οι χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος είναι, σε τελική ανάλυση, οι πτυχές της προσωπικότητας του συγγραφέα; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα για έναν λογοτέχνη;
Αν οι χαρακτήρες που δημιουργεί ένας συγγραφέας είναι πτυχές της προσωπικότητας του, αυτό είναι αυταοαναφορικότητα και όχι δημιουργία. Από την άλλη, όμως, δεν ανήκω και σε εκείνους τους συγγραφείς, που πλάθουν τους χαρακτήρες στη φαντασία τους. Ξεκινάω, σχεδόν πάντα, από κάποιο πρόσωπο που γνωρίζω. Και χτίζω τον χαρακτήρα, με αφετηρία αυτό το πρόσωπο. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτής της μεθόδου είναι η Αδριανή, η γυναίκα του Χαρίτου. Η Αδριανή σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο, ρίχνει τις ίδιες μπηχτές και μαγειρεύει το ίδιο νόστιμα, όπως η μητέρα μου. Τα γεμιστά της Αδριανής, δεν μπήκαν τυχαία στα μυθιστορήματά μου.
Έχετε καταλήξει έπειτα από τόσα χρόνια συγγραφικής εμπειρίας στο τι είναι η έμπνευση, εκείνη η ιδιαίτερη στιγμή από την οποία ξεκινούν όλα;
Η έμπνευση είναι μία λειτουργία τελείως προσωπική και διαφέρει από δημιουργό σε δημιουργό. Η δική μου έμπνευση ξεκινάει σχεδόν πάντα από ένα γεγονός στην κοινωνία, στην πολιτική ή στην οικονομία, που με κάνει έξαλλο. Όταν γίνομαι έξαλλος, ψάχνω να βρω διέξοδο σε μια σχετική ιστορία. Η μεταφορά της οργής μου στην αφήγηση με ηρεμεί και καταπραΰνει τα νεύρα μου. Αυτή είναι η αφετηρία στα περισσότερα μυθιστορήματα μου.
Ποια είναι, ωστόσο, η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα που ενδεχομένως μπορεί να αναζητηθεί πίσω απ’ όλα τα μυθιστορήματά σας;
Με ενδιαφέρουν τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα και οι επιπτώσεις τους στους χαρακτήρες του κάθε μυθιστορήματος. Πέρα απ’ αυτό, όμως, η παράλληλη ιστορία που διατρέχει σχεδόν όλα τα μυθιστορήματά μου, είναι η εξέλιξη της οικογένειας του αστυνόμου Χαρίτου. Υπάρχει, επίσης, η «Τριλογία της Κρίσεως», τα τρία μυθιστορήματα που πραγματεύονται τις διάφορες πτυχές και επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2010 – είναι τα «Ληξιπρόθεσμα Δάνεια», «Περαίωση» και «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία».
Τι σας αγχώνει περισσότερο στη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου; Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, τελικά, για έναν συγγραφέα;
Το να αποφασίσω ποια είναι η σωστή στιγμή για να αρχίσω να γράφω. Ταλαντεύομαι -πάντα- ανάμεσα στο δίλημμα: αν πρέπει να αρχίσω αμέσως ή να περιμένω λίγο ακόμα. Όσο για τις δυσκολίες; Είναι διαφορετικές για κάθε συγγραφέα. Κάθε συγγραφέας, είναι βέβαιο ότι θα σας δώσει μία άλλη απάντηση.
Υπάρχει κάτι που αισθάνεστε ότι διακυβεύεται γράφοντας; Ενέχει κινδύνους για έναν συγγραφέα η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία;
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να ξεστρατίσει το μυθιστόρημα και να σε πάει αλλού. Το μόνο αντίδοτο είναι η τόλμη να το βάλεις στην άκρη, όταν καταλάβεις ότι δε σου βγαίνει. Όσο για τους κινδύνους, θα σας πρότεινα να θέσετε την ερώτηση στους συγγραφείς που γράφουν σε δικτατορικά η ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ποια είναι η «συνταγή» για ένα πετυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα; Καταστρώνετε την πλοκή σας λεπτομερειακά από την αρχή ή έχετε μία γενική ιδέα και ξεκινάτε να γράφετε αυτοσχεδιάζοντας;
Όταν ξεκινάω έχω στο μυαλό μου μόνο τον σκελετό της ιστορίας. Ανακαλύπτω τη δομή και την εξέλιξη της, σταδιακά, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι δεν είμαι εγώ ο αφηγητής, αλλά ο αστυνόμος Χαρίτος. Ο Χαρίτος αφηγείται την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο. Όταν τελειώνω λοιπόν ένα κεφάλαιο, αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επόμενη κίνηση του Χαρίτου. Μόλις μου την αποκαλύπτει, γράφω το καινούργιο κεφάλαιο. Στα τελευταία μυθιστορήματά μου, έχω φτάσει στο σημείο να ανακαλύπτω, πάντα μαζί με τον Χαρίτο, ακόμα και τον δολοφόνο!
Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς;
Ότι ο συγγραφέας ζει στον δικό του κόσμο. Ότι περπατάει, πίνει καφέ, ή χαζεύει ένα τοπίο και του κατεβαίνουν ιδέες. Εγώ έχω ένα σταθερό καθημερινό ωράριο εργασίας, που το τηρώ απαρέγκλιτα. Αν είσαι ηθοποιός, δεν μπορείς να μην πας στην πρόβα. Αν είσαι σκηνοθέτης κινηματογράφου, δεν μπορείς να μην πας στο γύρισμα. Τον συγγραφέα δεν τον υποχρεώνει κανείς να καθίσει στο γραφείο του. Η πρώτη συμβουλή που δίνω σε νέους συγγραφείς είναι αυτή: να μάθουν να αγαπούν την αυτοπειθαρχία και τη μοναξιά.
Όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από τα βιβλία σας έχετε αποκτήσει μια διεθνή φήμη. Ποιο είναι το καλύτερο που ακολουθεί μία τέτοια αναγνώριση; Και ποιο είναι το χειρότερο τίμημα αυτής της επιτυχίας;
Η ωραιότερη πλευρά είναι η διαρκής τροφοδοσία της ματαιοδοξίας σου. Ας μην κρυβόμαστε: δεν υπάρχουν συγγραφείς ή καλλιτέχνες χωρίς ματαιοδοξία. Όταν καμιά φορά δηλώνω υποκριτικά: «φτάνει πια κουράστηκα», η απάντηση της κόρης μου είναι: «πού πάρκαρες το καλάμι σου;». Η χειρότερη πλευρά, είναι η αυτοαναφορικότητα και η υπερτροφία του «εγώ». Το έδαφος ανάμεσα στη ματαιοδοξία και την υπερτροφία του εγώ, είναι εξαιρετικά γλιστερό και επικίνδυνο.
Έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;
Το όφελος μου είναι αυτό που είπα προηγουμένως: οι καταστάσεις στην κοινωνία που με κάνουν έξαλλο και με σπρώχνουν να γράψω. Υπάρχει μία αντίφαση που βρίσκεται ανάμεσα στην έμπνευση και στην ψυχική ένταση. Αλλά, αυτό είναι προσωπικό. Δεν αποτελεί κανόνα.
Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα;
Ανήκω στην τελευταία γενιά που πρόλαβε να γνωρίσει αυτό που ονομάζαμε προλεταριάτο: την εργατιά που δεν ήξερε να γράψει σωστά ούτε το όνομα της. Σήμερα, δημιουργείται ένα προλεταριάτο των νέων με πανεπιστημιακή μόρφωση και μάστερ. Το άλλο πρόβλημα είναι το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του πολιτικού συστήματος παγκοσμίως. Αυτή η ποιοτική πτώση, έχει άμεση επίδραση και στην αντίσταση κατά του συστήματος. Κοιτάξτε τους αντιεμβολιαστές! Συγκεντρώνονται, διαμαρτύρονται και την ίδια στιγμή πολλοί απ’ αυτούς ψάχνουν διέξοδο στην απάτη. Αυτό σήμερα λέγεται «αντίσταση κατά του συστήματος».
Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, περιθώρια για μία εμπράγματη αισιοδοξία;
Τι να σας πώ. Κάθε φορά που μου θέτουν το ερώτημα περί αισιοδοξίας, απαντώ με τη ρήση ενός μεγάλου γερμανού συγγραφέα, του Χάινερ Μύλλερ: «Αισιοδοξία δεν είναι παρά έλλειψη πληροφόρησης».