Μιας και δεν επικράτησε ο όρος «παλμίτης αστέρας», οι Φυσικοί χρησιμοποιούν και στα ελληνικά τον αγγλικό όρο pulsar (pulse + star) όταν θέλουν να μιλήσουν για «αστέρες νετρονίων με ισχυρό μαγνητικό πεδίο που περιστρέφονται ταχύτατα γύρω από άξονα και καθώς τους παρατηρούμε από την Γη καταγράφουμε αλληλουχία σχεδόν περιοδικών παλμών».
Είναι σχετικά ασφαλές να υποθέσει κανείς ότι τα παραπάνω «ψιλά επιστημονικά γράμματα» δεν θα αποκτούσαν έρμα (και τι έρμα!) στην ποπ κουλτούρα, αν το 1978 ένας Βρετανός graphic designer δεν έριχνε στο τραπέζι τη γραφική απεικόνιση των δεδομένων ενός pulsar («ένα συγκριτικό διάγραμμα της συχνότητας και της ακρίβειας του σήματος» που ανακάλυψε τυχαία ο Bernard Sumner στην Εγκυκλοπαίδεια Αστρονομίας του Cambridge – αξίζει να διαβάσετε το ρεπορτάζ του επιστημονικού περιοδικού Scientific American) για το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου ενός άγνωστου ακόμη τότε συγκροτήματος από το Μάντσεστερ. Και αν φυσικά ο πεφωτισμένος εγκέφαλος της δισκογραφικής τους εταιρίας δεν δεχόταν να ντεμπουτάρει η μεγάλη του ελπίδα χωρίς κανένα άλλο διακριτικό στη βιτρίνα του LP.
Τα υπόλοιπα (η αυτοκτονία του Ian Curtis, η απότομη άνοδος και η μετεωρική πτώση των Joy Division, η διονυσιακή επέλαση των New Order, το «κουμπωμένο» χάος της Factory και του Haçienda) είναι, όπως λέγεται, ιστορία, που επανατροφοδοτεί διαρκώς με καύσιμο τη βαριά βιομηχανία της ποπ νοσταλγίας κουλτούρας, συχνά σε απολαυστικά τραβηγμένες εκδοχές (βλ. 24h Party People ή τα βιβλία The Hacienda: How Not to Run a Club και Unknown Pleasures: Inside Joy Division του Peter Hook), γιατί, ως γνωστόν, αν πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στο μύθο και την αλήθεια, διάλεξε τον μύθο.
Ο Peter Saville εδώ και δεκαετίες έχει εδραιωθεί ως ένας από τους αρχιερείς του ποίμνιου των ανά τον κόσμο designers που (προσπαθούν να) σκέφτονται έξω από το κουτί. Παρά όμως το ότι στο εξουθενωτικά μακροσκελές βιογραφικό του συναντά κανείς το πέρασμά του από βαρύτιμα πόστα όπως αυτό του Creative Director της πόλης του Μάντσεστερ (2004) ή εκείνο του σχεδιαστή της φανέλας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αγγλίας (2010), ο ίδιος προφανώς και γνωρίζει ότι ο πρώτος συνειρμός στο άκουσμα του ονόματός του είχε, έχει και θα έχει να κάνει με τα αριστουργηματικά εξώφυλλα δίσκων που φέρουν την υπογραφή του, πολλά εκ των οποίων ήταν ως ιδέες βασισμένα στην objet trouvé πρακτική του Μαρσέλ Ντυσάν.
Εξώφυλλα σαν του “Blue Monday” των New Order, που μέχρι σήμερα παραμένει το δωδεκάιντσο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών, και το οποίο, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, λόγω του κόστους κατασκευής της “floppy” συσκευασίας και του γενικότερου λογιστικού χάους της Factory, με κάθε πουλημένο αντίτυπο έβαζε μέσα το μαγαζί.
Ή σαν του This Is Hardcore των Pulp, για να πιάσουμε και τη μετέπειτα, εξίσου εντυπωσιακή με την πρώτη, εικαστική του περίοδο.
Ή -για να επιστρέψουμε στην αρχή- σαν του Closer των Joy Division, κλασική περίπτωση που η ζωή μιμήθηκε την τέχνη, μιας και η επιλογή του φωτογραφημένου μνήματος για το εξώφυλλο είχε κλειδώσει αρκετό καιρό πριν ο Ian Curtis ακούσει για τελευταία φορά το The Idiot του Iggy Pop.
Είναι όμως η δουλειά του για το Unknown Pleasures που αποτέλεσε την πρώτη του Πολύ Μεγάλη Στιγμή ως designer, και μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από εκείνα τα σχέδια που έχουν προ πολλού ξεφύγει από το context του δίσκου, με τον ίδιο, αν το καλοσκεφτείτε, τρόπο που έχει προ πολλού ξεφύγει από το context των Ramones και των Guns ’n’ Roses ο αετός και ο σταυρός των λογοτύπων τους, αντίστοιχα. Ή με τον ίδιο τρόπο που θα φορέσει (και γιατί να μην το κάνει, άλλωστε) μπλουζάκι με τη γραμματοσειρά του CBGB’s ακόμη και κάποιος που δεν ξέρει όχι απλά ποιες λέξεις κρύβονται πίσω από τα αρχιγράμματα αλλά ούτε καν τι συνέβαινε μέσα σε αυτό το χαμαιτυπείο. Ή με τον ίδιο τρόπο που εσχάτως συναντά κανείς το σχέδιο του Raymond Pettibon για το Goo των Sonic Youth στα ράφια μεγάλης αλυσίδας ρουχισμού.
Θήκες για κινητά, κούπες για καφέ, σανίδες για σκέιτ, φόρμες για μωρά είναι ανάμεσα στα εκατοντάδες διαφορετικά αντικείμενα που κυκλοφορούν με τη στάμπα του «πιο διάσημου pulsar όλων των εποχών» και δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι δύσκολα θα βρει κανείς ντουλάπα μουσικόφιλου που να μην περιέχει τουλάχιστον ένα, αν και συνήθως δύο (μη σου πω και τρία…) σχετικά κοντομάνικα. Ενώ δεν είναι λίγοι, φυσικά, και όσοι το έχουν «χτυπήσει» σε χέρια, πόδια, πλάτες.
Από τις 15 Ιουνίου 1979 μέχρι σήμερα εννοείται ότι ο δίσκος με τον κωδικό FACT 10 έχει επανακυκλοφορήσει πολλάκις. Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να μη συμβεί αυτό (όπως δεν υπάρχει περίπτωση να μην συμβεί ξανά και στο μέλλον, αλλά ας μην προτρέχουμε) με αφορμή τα τεσσαρακοστά του γενέθλια.
Το «μενού» έχει από μπλούζες και tote bags μέχρι αναπτήρες και μαξιλάρια, και από θήκες για κινητό και πετσέτες μέχρι sneakers και καθαυτό τον δίσκο σε κόκκινο βινύλιο 180 γραμμαρίων. Σε όλα τα παραπάνω φιγουράρει το αρχικό πλάνο του Saville για το εξώφυλλο (μαύρο γράφημα σε άσπρο φόντο και όχι το αντίστροφο). Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αποκτά ένα κάποιο ειδικό βάρος η συγκεκριμένη επετειακή επανακυκλοφορία. Ο άλλος είναι ότι μπορεί και πρέπει, με αφορμή τα 40 κεράκια του Unknown Pleasures, να θυμηθούμε ότι ναι μεν τα κεριά που καίγονται και από τις δύο μεριές, καίγονται πιο λαμπερά, αλλά καίγονται και πολύ πιο γρήγορα. Και, κατά μία έννοια, για χάρη μας.
Με αυτά κατά νου απευθύνθηκα στον Peter Saville, ώστε να μου πει δυο λόγια για το εξώφυλλο Unknown Pleasures και ό,τι ήθελε προκύψει. Η απάντησή του ήταν άμεση, αν και όχι αυτή που θα ήθελα. Και μάλιστα δια εκπροσώπου. Την παραθέτω αυτούσια:
Αγαπητέ Θεοδόση,
Σε ευχαριστούμε για το αίτημά σου. Το εκτιμάμε.
Δυστυχώς το πρόγραμμα του Peter είναι υπερβολικά φορτωμένο αυτή την περίοδο, οπότε δεν θα καταφέρει να βρει χρόνο για τη συνέντευξη, παράλληλα με τις αυξημένες επαγγελματικές απαιτήσεις του.
O Peter προτείνει να μεταφέρεις την ιστορία που αφηγείται για το Unknown Pleasures στο ντοκιμαντέρ “Joy Division” του Grant Gee.
Πολλές ευχαριστίες,
Alice Cowling
Producer
PETER SAVILLE STUDIO
Τι να κάνω, λοιπόν, κι εγώ; Είδα ξανά αυτό το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ και παραθέτω τα σχόλια της ομιλούσας κεφαλής του Peter Saville.
Ο Tony (σ.σ. Wilson) είχε την εκπομπή “So it goes”, μία από τις ελάχιστες πλατφόρμες που έδινε βήμα στο punk και το new wave. Και ήταν υπέροχο. Όλως παραδόξως, ένας υποστηρικτής μέσα στο καθεστώς. Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο καθεστωτικό, ειδικά στα μάτια των νέων ανθρώπων, από την τηλεόραση.
Όταν ο Tony κάθισε με τον Alan (σ.σ Alan Erasmus, συνιδρυτής της Factory) κι εμένα, πρέπει να ήταν γύρω στα Χριστούγεννα του 1978, και μας είπε «νομίζω ότι θα μπορούσαμε να βγάλουμε ένα δίσκο με τις μπάντες που παίζουν στο club και δεν έχουν ακόμη συμβόλαια», μας φάνηκε πολύ, πάρα πολύ συναρπαστικό. (Σ.σ. Αναφέρεται στη συλλογή A Factory Sampler, την πρώτη κυκλοφορία της νεοσύστατης Factory Records, με κωδικό FAC1)
Ο Martin (σ.σ. Martin Hannett) πρότεινε ένα τρόπο να κατανοήσουμε τους Joy Division. Άκουσε κάτι, είδε κάτι, ένιωσε κάτι από εκείνους και ήταν ικανός να προβάλλει στο μυαλό του τι θα μπορούσε να γίνει όλο αυτό.
Έφτιαξα το εξώφυλλο που θα ήθελα να δω μπροστά μου αν έβρισκα το δίσκο σε ένα ράφι. Και κανείς δεν με ανάγκασε να κάνω κάτι διαφορετικό.
Όχι, δεν είχα ακούσει τη μουσική. Μου είχαν δώσει το βασικό στοιχείο. Η κυματομορφή είναι εκπληκτική. Τι φοβερή εικόνα για κάτι που λέγεται “Unknown Pleasures”!
Πήγα το artwork στο σπίτι του Rob (σ.σ. Robert Gretton, 15/1/1953 – 15/5/1999, μάνατζερ των Joy Division και των New Order). Και μου είπε: «Έχω ένα test pressing, θες να το ακούσουμε;». Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να αντέξω σαράντα λεπτά ακούγοντας τη μουσική των Joy Division, ειδικά μπροστά στον μάνατζέρ τους. Αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να πω όχι. Και μέσα σε λίγες στιγμές ήξερα ότι είχα συνεισφέρει σε μία εμπειρία που σου αλλάζει τη ζωή. Κάθε λεπτό που περνούσε καταλάβαινα ότι ήταν κάτι πολύ πιο πέρα από ότιδήποτε θα μπορούσα να φανταστώ. Ήταν απλά “φεύγα”. Ήταν εκπληκτικό.
Οι Joy Division συγκεκριμένα, η Factory γενικότερα, η ιστορία του Ian…είναι μία από τις τις τελευταίες αληθινές ιστορίες της ποπ. Υπάρχουν πολύ λίγες αληθινές ιστορίες σε μία ποπ κουλτούρα όπου κυριαρχεί η βιομηχανία του θεάματος.
Αντί επιλόγου, ο λόγος στον Tony Wilson: «Ναι, είναι μια θαυμάσια ιστορία. Η ιστορία της ανοικοδόμησης μιας πόλης που ξεκινά με αυτούς. Η ιστορία μιας τραγικής αυτοκτονίας. Μια ιστορία ηθικής, πολιτιστικής, ακαδημαϊκής, πνευματικής κι αισθητικής αξίας. Αλλά στον πυρήνα της είναι μια ιστορία που παραμένει επίκαιρη απλά και μόνο γιατί έγραψαν σπουδαία τραγούδια. Και τα σπουδαία τραγούδια δεν πεθαίνουν ποτέ».