Αν θέλαμε να αποδώσουμε με μία μόνο εικόνα το «μίσος» που υπήρχε στην κοινή punk αντίληψη για τον σύνθετο κόσμο του progressive πίσω στην δεκαετία του ’70, θα αρκούσε απλά να κοιτάξουμε τη στάμπα ενός t-shirt: αυτό το περίφημο “I Hate Pink Floyd” που φορούσε ο Johnny Rotten το 1976. Σε δεύτερο χρόνο, βέβαια, θα ήταν αφελές να πάρουμε τοις μετρητοίς αυτή την δήλωση -άλλωστε χρόνια αργότερα ο ίδιος ο John Lydon θα έλεγε πως θα ήθελε πολύ να ξαναδούλευε το Dark Side of the Moon στο στούντιο μαζί με την ίδια την μπάντα.
Ακόμα και σε πρώτο χρόνο όμως, τα δύο είδη δεν αποτελούσαν πραγματικά αντίπαλα στρατόπεδα. Μια χρονιά αργότερα από την εμφάνιση του προαναφερθέντος t-shirt, ο Lydon ως προσκεκλημένος στο Capitol Radio, επέλεξε να παίξει μεταξύ άλλων δύο κομμάτια: το “The Institute Of Mental Health, Burning” και το “Nobody’s Business”. Τα δύο αυτά κομμάτια έφεραν την υπογραφή του Peter Hammill. Κι αν στο Nadir’s Big Chance (1975) απ’ όπου προέρχονται, ο μουσικός πρότεινε garage proto-punk ρυθμούς, τα αμέσως προηγούμενα χρόνια (κι όχι μόνο) διέγραφε μια εντελώς διαφορετική πορεία.
O Peter Hammill, ένας baby boomer από το Λονδίνο, ξεκίνησε τα πρώτα του μουσικά βήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κινούμενος ανάμεσα σε σόλο δημιουργίες και την πρώτη -και μοναδική- του μπάντα, τους Van Der Graaf Generator. Οι οποίοι μπορεί να μην πέρασαν ποτέ εμπορικά στην πρώτη γραμμή όπως συνέβη με άλλα σχήματα της συνομοταξίας τους όπως οι Genesis, οι Yes και φυσικά οι Pink Floyd, υπήρξαν όμως κι αυτοί -με τον τρόπο τους- ιδιαίτερα επιδραστικοί.
Μπορεί η μουσική τους να πήρε κάτι από τον απόηχο της flower power στο ντεμπούτο τους The Aerosol Grey Machine (1969), αλλά με τη νέα δεκαετία έβαλαν πλώρη για την καθαρή prog φόρμα με δίσκους όπως το H to He, Who Am the Only One (1970), για να απογειωθούν δημιουργικά με το Pawn Hearts (1971), και κομμάτια όπως το “Lemmings (Including ‘Cog’)”, δείχνοντας τη σαφή διάθεσή τους για εξερεύνηση με τον καλύτερο τρόπο: Ένα πομπώδες στακάτο θέμα συνοδεία σαξοφώνου.
Με τα Van Der Graaf Generator δείγματα, μπορεί κανείς να διακρίνει το συνθετικό βάρος του Hammill, όχι όμως και να προβλέψει τι θα ακολουθούσε. Φαίνεται σαν ο Hammill να κινείται πάντα στο κενό μεταξύ της τρέχουσας εποχής και της προσωπικής του ματιάς -αυτό άλλωστε δεν πρέπει να κάνει ένας καλός μουσικός;
Η punk προοικονομία του Nadir’s Big Chance θα μπορούσε να τον κάνει να επαναπαυτεί στην «ευκολία» αυτής της άμεσης φόρμας. Όμως τον ακριβώς επόμενο χρόνο ο Hammill γράφει το Over προτάσσοντας μια art rock λυρικότητα, πνευματικά συγγενή με τη ιδιοσυγκρασία του John Cale.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε περισσότερο για βίους παράλληλους με τον John Cale, αν κοιτάξει κανείς το πολυσχιδές έργο του Peter Hammill (ακόμη ίσως και την συχνή πυκνή χρήση του βιολιού). Το 1986 επέλεξε να καθίσει απλά μπροστά από το πιάνο του και να γράψει τον δίσκο And Close As This και να αφήσει τις μελωδίες να μιλήσουν μόνες τους, κάνοντας κάτι καινούργιο τότε γι’ αυτόν (το 1992 θα επαναλάβει το κόνσεπτ, μόνο με ακουστική κιθάρα, στο Clutch). Νωρίτερα όμως, αφουγκράστηκε τις επιταγές της δεκαετίας. Δεν ήταν μόνο ο Peter Gabriel με τον τέταρτο ομώνυμο δίσκο του (1982) που έπιασε το new wave πνεύμα, αλλά και ο Hammill. Σε μια πιο ακατέργαστη μορφή στο Sitting Targets (1981) και πιο συνολικά στο Enter K (1982) – δε θα μπορούσε το “Paradox Drive” να είναι αδερφάκι των πρώιμων Talking Heads;
Φυσικά χώρεσε και τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς στο έργο του (Loops and Reels, 1983) αλλά ακόμη κι όπερα. Και μάλλον οι της prog σχολής έχουν μια κάποια αδυναμία στον Edgar Allan Poe, γιατί πέραν των Alan Parsons Project που έγραψαν το magnum opus τους, Tales of Mystery and Imagination (1976) βασισμένοι αποκλειστικά σε ιστορίες του Αμερικανού συγγραφέα του τρόμου, ο Hammill το 1992 αποφάσισε να γράψει την όπερα The Fall of the House of Usher, βασισμένη στην ομώνυμη και μια από τις πιο γνωστές ιστορίες του Poe.
Ο Peter Hammill δεν έχει σταματήσει να δημιουργεί μέχρι και σήμερα, απτόητος, μένοντας ενεργός παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια. Το έργο του ακόμη κι αν δεν χαιρετίστηκε ποτέ μετά βαΐων και κλάδων εμπορικά, φαίνεται πως έκανε τη δουλειά του υπογείως. John Lydon, Mark E. Smith και ο David Bowie (για τον τελευταίο το υποθέταμε ακόμη κι αν δεν το γνωρίζαμε) είναι μερικοί μόνο από τους ορκισμένους ακολούθους του και τα αποτελέσματα μιλάνε από μόνα τους.
Πέρα από την σημαντική μουσική κληρονομιά του, θα κρατήσουμε και κάτι ακόμη από τον Peter Hammill. Απέδειξε πως τα είδη, τελικά, αφορούν περισσότερο το attitude και μια τάχα μου δήθεν στάση ζωής (ή γούστου καλύτερα) και δεν θα έπρεπε να συνδέονται με την ίδια την αξία του έργου. Κι αν για όσους «η μουσική ξεκίνησε το 1977» η prog εργογραφία παραμοιάζει βαριά, ας αναλογιστούν ότι το post punk γεννήθηκε από τους κοφτούς ρυθμούς του kraut που δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την γερμανική εκδοχή του prog.
Ως γνωστόν, στη μουσική ισχύει (ή θα έπρεπε να ισχύει) το «τα πάντα ρει». Ο Peter Hammill το γνωρίζει καλά και εδώ και μισό αιώνα δημιουργεί έτσι, χωρίς να δέχεται τους όρους και τις ταμπέλες. Δεν μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρει.