Χαμηλοί τόνοι, εσκεμμένες παύσεις και μία παρατεταμένη διαβρωτική πλήξη που συμπληρώνει μοναδικά τα ανθρώπινα πάθη, τη μοναξιά και τα αδιέξοδα: Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο κόσμος του Αντόν Τσέχοφ (1860 – 1904), του αξεπέραστου Ρώσου συγγραφέα που ήξερε να αποτυπώνει αριστουργηματικά την ακινησία, την έλλειψη ουσιαστικής προόδου, την αναπόφευκτη -τελικά- αδράνεια που επιμερίζει την καθημερινότητα και αναδεικνύει την απουσία συνολικού νοήματος.
Κανένας άλλος δεν τον φτάνει στην ανάλυση της αμοιβαίας, απροσπέλαστης απομόνωσης των ανθρώπων, αλλά και της -εκ των προτέρων- καταδικασμένης σε αποτυχία προσπάθειας για αλληλοκατανόηση. Οι ήρωες του Τσέχοφ ανήκουν στην ανώτερη κυρίως τάξη της εποχής εκείνης που χάνονται μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας, την οποία ο ίδιος γνώριζε καλά μέσα από την ιατρική του ιδιότητα.
Μάλιστα, οι σπουδές ιατρικής που προηγήθηκαν, τον ώθησαν από νωρίς να διαμορφώσει μία κοσμοθεωρία από την οπτική γωνία του διανοούμενου-εργάτη με προοδευτικές δημοκρατικές απόψεις που διαπερνούν όλο του το έργο – από τις πρώιμες χιουμοριστικές σκηνές, τα αφηγήματα και τα μονόπρακτα έως τα ύστερα αριστουργηματικά διηγήματα και τις σπουδαίες θεατρικές επιδόσεις. Σε κάθε περίπτωση, η συγγραφική αναγνώριση δεν άργησε να έρθει.
Ήδη με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του «Παραμύθια της Μελπομένης» (1884) δείχνει εν ψήγματι τις συγγραφικές του ικανότητες και καθώς συνεχίζει ακατάπαυστα να εργάζεται, σύντομα αναγνωρίζεται ως ο πλέον πρωτοποριακός καλλιτέχνης της νέας γενιάς. Το 1886 και ενώ ακόμα γράφει την πρώτη μορφή του «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού», μαθαίνει ότι πάσχει από φυματίωση.
Πάντως, συνεχίζει μια άκρως εντυπωσιακή συγγραφική δραστηριότητα και δύο χρόνια αργότερα παρουσιάζει τα κλασικά «Κύκνειο Άσμα», «Στέπα» και «Αρκούδα». Το 1892 εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια.
Προηγουμένως, έχει επισκεφτεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Σταδιακά, η κοινωνική του συνείδηση γίνεται περαιτέρω έκδηλη στα διηγήματά του – πάντοτε, μαζί με μία φαινομενικά αναπόδραστη αίσθηση της ματαιότητας.
Όταν το 1898 ο «Γλάρος» παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε μια καθηλωτική παράσταση, το έργο του πια καταξιώνεται τόσο στη συνείδηση της κριτικής όσο και του κοινού. Ακολουθούν οι απαράμιλλες επιτυχίες του «Θείου Βάνια» (1899), των «Τριών Αδερφών» (1901) και του «Βυσσινόκηπου» (1904) και το 1899 εκλέγεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας.
Κοινός τόπος των περισσοτέρων θεατρικών έργων του είναι η αναστάτωση κάποιων χαρακτήρων του από την «εισβολή» κάποιων άλλων περισσότερο κοσμικών και πετυχημένων. Παράλληλα, οι ήρωές του συναισθάνονται ότι έχουν θυσιάσει τη ζωή τους σε έναν σκοπό που ποτέ δεν τους δικαίωσε, με τον χρόνο να περνάει και την αίσθηση της ματαιότητας να επιτείνεται.
Σταθερά του μοτίβα γίνονται ο αναπόκριτος έρωτας, οι συγκρούσεις, τα ερωτικά τρίγωνα με φόντο πάντα το φυσικό περιβάλλον. Άλλωστε, ο Τσέχοφ υπήρξε δεινός τοπιογράφος με τα τοπία του -όμως- να είναι χαμηλόφωνα και κλειστοφοβικά. Αλλά και οι θυελλώδεις έρωτές του, έμελλε να αποτελέσουν μία αστείρευτη πηγή καυστικών σχολίων που ισορροπούν ανάμεσα στο στοιχείο του αυτοσαρκασμού και μια πικρή ειρωνική διάθεση την οποία επιδεικνύουν όλοι οι χαρακτήρες του.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι με τα διηγήματά του που πλησιάζει την συγγραφική τελειότητα. Πρόκειται -στην ουσία- για τη «βιογραφία» μιας διάθεσης, που εξελίσσεται μέσα από τις συνηθισμένες δυσχέρειες της ζωής, αλλά η οποία -τελικά- έχει τις καταβολές της σε βαθύτερα ψυχολογικά αίτια.
Αυτό, λοιπόν, που καταφέρνει ο Τσέχοφ είναι η λεπτομερειακή εξέταση της εκάστοτε ψυχικής ασθένειας: εστιάζει -δηλαδή- στους «μικροοργανισμούς» της ψυχής, στα διαλυτικά της «μικρόβια», στις ελάσσονες, απρόσμενες, συχνά ακαθόριστες και καταστροφικές της δυνάμεις.
Ο Τσέχοφ είναι απλώς αξεπέραστος στην ικανότητα ανάλυσης του αρχικού σταδίου μιας συναισθηματικής διαδικασίας σε εξέλιξη, υποδεικνύει μοναδικά τα πρώτα συμπτώματα μιας παρέκκλισης, κάνοντας μία ανεπαίσθητη νύξη για την κατεύθυνση εκείνη που θα ακολουθήσει το διήγημα – όπως φαίνεται, χαρακτηριστικά στην παρούσα συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Περί έρωτος» στην οποία περιλαμβάνονται εννιά διηγήματα με κοινή θεματολογία: τον έρωτα.
«Περί έρωτος»
Μετάφραση: Πάνος Σταθόγιαννης & Νανά Κιρσανίδου
Εκδόσεις: Ροές
Σελίδες: 264
Έρωτες ανέλπιδοι, ανεκπλήρωτοι ή και ανεπίδοτοι («Περί έρωτος», «Βέροτσκα», «Το σπίτι με το μεσοπάτωμα») – έρωτες μεταμορφωτικοί, που οδηγούν τη ζωή σε άλλες, νέες, άγνωστες περιοχές («Η κυρία με το σκυλάκι», «Η αρραβωνιαστικιά») – έρωτες ξεπεσμένοι, πλανεμένοι, παραστρατισμένοι («Με την Άννα στον λαιμό», «Η σουσουράδα»). Αλλά και έρωτες που έγιναν… γάμος, άλλοτε εφιαλτικός, άλλοτε ανιαρός και κάποτε ευτυχισμένος («Η σύζυγος», «Η γυναίκα μου») – οι περιπτώσεις, εμφανώς, ποικίλλουν. Και, βέβαια, ο συγγραφέας μετατρέπει τις αφηγήσεις του –κατά περίσταση- σε μία βαθιά λογοτεχνική μελέτη του ερωτικού φαινομένου, ιδωμένου μέσα από εντελώς διαφορετικά πρίσματα.
Όσο για τη μέθοδο που μεταχειρίζεται για την κατασκευή και αυτών των διηγημάτων του, συγγενεύει με εκείνην της μουσικής σύνθεσης. Διηγήματα ιδιαίτερα προσεγμένης αρχιτεκτονικής που διακρίνονται τόσο για τη ρευστότητά τους, όσο και για την προσχεδιασμένη ακρίβεια με την οποία -τελικά- υποτάσσουν τον αναγνώστη μέσα από μια δομή περισσότερο ποιητική παρά αφηγηματική: Όπως και σε ένα λυρικό ποίημα, έτσι και εδώ ο αναγνώστης δεν μαγνητίζεται από την όποια εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά σαν να «μολύνεται» από τη διάθεση του ποιητή – η οποία κάθε φορά μοιάζει αναπόδραστη. Και, μερικές φορές, είναι…
«Ο Τζίμης στην Κυψέλη»
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 368
Ο Χ.Α. Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα –σχεδόν– ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας τρομάζει. Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται –στο κατώφλι των εξήντα του– ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου: να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών. Όλους όσοι υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος. Μια ανάσα πριν από τον θρίαμβό του, εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με έναν αδίστακτο άνθρωπο, ο Τζίμης Παπιδάκης θα καταστραφεί, επειδή είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν. Και «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία.
«Μπλε ήλιος»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 264
Η Μαριάννα, μια γυναίκα που απέχει αρκετά από την πρώτη νιότη της, βιώνει έναν ισχυρό κλονισμό. Ο άντρας της, ο Γεράσιμος, νοσηλεύεται για μέρες στη ΜΕΘ έπειτα από εγκεφαλικό. Οι πιθανότητες να ζήσει είναι ελάχιστες. Τι έζησε με τον Γεράσιμο και τι θα μπορούσε να είχε αλλάξει στις αποφάσεις της; Η Μαριάννα κάνει μια πλήρη αναθεώρηση του παρελθόντος της, τη στιγμή που το παρόν της αναφλέγεται από την παρουσία του Ιάσονα, ενός νεαρότερου συγγραφέα που βρήκε τον άντρα της να κείτεται στον δρόμο και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Ο Γεράσιμος, δίχως να μπορεί να μιλήσει, στέλνει τα δικά του ανεπίδοτα μηνύματα στη Μαριάννα. Είναι ένας ύστατος χαιρετισμός, καθώς βλέπει πως οι μέρες του τελειώνουν και δεν προλαβαίνει να της πει όσα για χρόνια είχε κρατήσει κρυμμένα μέσα του. Ένα επιδέξιο μυθιστόρημα για τις σύγχρονες σχέσεις, την ελπίδα, την ανθρώπινη ζεστασιά και εντέλει αυτό που όλοι ψάχνουμε, την αγάπη.
«Χρονοκαταφύγιο»
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 368
O αφηγητής συναντά τον Γκαουστίν, έναν περιπλανώμενο στον χρόνο ταξιδιώτη, που έχει αποσυνδέσει τη ζωή του από τη σύγχρονη πραγματικότητα και έχει δημιουργήσει την «κλινική για το παρελθόν». Πρόκειται για ένα ίδρυμα που προσφέρει μια πρωτότυπη θεραπεία για τους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ: κάθε όροφος αναπαράγει λεπτομερώς μια δεκαετία του περασμένου αιώνα. Οι ασθενείς χάνουν την αίσθηση του παρόντος και του μέλλοντος και μεταφέρονται πίσω στον χρόνο, ξεκλειδώνουν και αναβιώνουν τις αναμνήσεις τους. Ο Γκοσποντίνοφ με την υπέροχα αποσπασματική γραφή του αποδεικνύει τι σημαίνει άνοια, τι είναι το γήρας, πώς επιλέγει κανείς τον κόσμο που θα ζήσει αλλά και τι θα κρατήσει από τον εαυτό του πριν πεθάνει, τι σημαίνει Δύση και τι Ανατολή, πόσο απέχει το έθνος από τη μύγα; Τι είναι ο θάνατος; Συνδυάζοντας την ειρωνεία και τη νοσταλγία, και εναλλάσσοντας διαφορετικά είδη γραφής ο συγγραφέας διερευνά το πέρας του παρελθόντος και πώς αυτό επηρεάζει μια ζωή με αβέβαιο μέλλον. Κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Βουλγαρίας 2021.
«Η Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ»
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 400
Στη δίκη της Αιμιλίας Στρατάκη, μιας σύγχρονης Μήδειας, η συγγραφέας Έλλη, ο ζωγράφος Αλέξανδρος, ο ψυχολόγος Νικήτας και ο δικηγόρος Μίνωας προσπαθούν, καθένας για τους δικούς του λόγους, να ανακαλύψουν τα βαθύτερα κίνητρα της πράξης της. Καθώς σταδιακά διαπιστώνουν πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και πως η αλήθεια απέχει πολύ απ’ ό,τι ορίζει ως κολάσιμο η ποινική δικαιοσύνη, οι θύτες και τα θύματα εναλλάσσονται σε μια αναζήτηση που καταλήγει να είναι για όλους ένα κυνήγι αυτοκαθορισμού και ευτυχίας. Δίχως να το καταλάβουν, βρίσκονται και οι ίδιοι οι ήρωες αντιμέτωποι με τις μύχιες πληγές τους. Η κάθαρση έρχεται για όλους με έναν τρόπο ανατρεπτικό, άλλοτε ως επιβράβευση, πληρότητα και ολοκλήρωση και άλλοτε ως απόρριψη, μοναξιά και ποινή. Ένα βιβλίο για γερά νεύρα που αναδεικνύει σημαντικές αλήθειες για τη γυναίκα και τη μητρότητα.