Θυμάμαι ότι ήταν χειμώνας προς άνοιξη του ‘06, ξημερώματα, σε ένα μικρό μπαράκι στα Εξάρχεια που η διακόσμησή του αλλά και το σημείο της τοποθεσίας του, με έκαναν να νομίζω ότι βρισκόμουν σε κάποια λονδρέζικη παμπ. O χώρος ήταν πλέον σχεδόν άδειος και από τα ηχεία ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “Back to Black”. Δεν το γνώριζα τότε το τραγούδι. Ο φίλος μου ο Γιώργος που μέχρι εκείνη τη στιγμή κουβέντιαζε με μία κοπέλα, την άρπαξε ξαφνικά στην αγκαλιά του και άρχισαν να λικνίζονται στη μελωδία ενώ τους φώτιζαν αχνά, τα φανάρια από τα περαστικά οχήματα που αντιφέγγιζαν στη τζαμαρία. Ήταν το ποτό; Ήταν η περασμένη ώρα; Ήταν οι χορευτικές φιγούρες του ζευγαριού; Όλα φάνταζαν τόσο ρομαντικά και ταυτόχρονα τόσο θλιμμένα, που δεν ήξερα αν ήθελα να γελάσω ή να κλάψω. Αλλά αυτό δεν ήταν και η μαγεία αυτής της γυναίκας; Ο τρόπος που συνέδεε τόσο ιδιαίτερα τη θλίψη με το γέλιο, το δράμα με την ειρωνεία, το πάθος με τον θάνατο. Μέχρι που υπερίσχυσε ο τελευταίος στις 23 Ιουλίου του 2011.
Ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει στιγμή που θα ακούσω από κάπου την εισαγωγή του “Back to Black” και δεν θα σφιχτεί αυτομάτως η καρδιά μου ή τους στίχους «We only said goodbye with words/I died a hundred times/You go back to her/And I go back to… black» και δεν θα βουρκώσω. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος αυτοκαταστροφικός για να ταυτιστεί με τους στίχους της. Όλοι, λίγο ή πολύ, έχουμε βασανιστεί από την αγάπη ή για να είμαι πιο ακριβής, από την αγάπη που θέλουμε να μας δώσει αυτός ο ένας, έτσι όπως την έχουμε εμείς ανάγκη αλλά καμιά φορά δεν είναι αρκετή. Και η Amy ήθελε να αγαπιέται ασφυκτικά, όσο ασφυκτικά αγαπούσε και η ίδια. Χωρίς όρια, έντονα, μέχρι να καεί. Θυμάμαι όταν είχα δει στο youtube την περιβόητη εμφάνισή της στο Βελιγράδι (την οποία εύχομαι κάποια στιγμή να εξαφανίσουν από τα μήντια), που με δυσκολία κρατιόταν όρθια στη σκηνή, δεν θυμόταν τους στίχους και είχε ένα βλέμμα χαμένο σαν το βλέμμα που έχουν οι ετοιμοθάνατοι λίγο πριν ξεψυχήσουν και απλώνουν το χέρι τους στον αέρα για να πιαστούν από έναν αόρατο, δικό τους, Θεό. Δεν είχα γελάσει όπως είχαν κάνει άλλοι. Ούτε είχα πει «Πώς είναι έτσι ας τη μαζέψει κάποιος», όπως είχαν ξεστομίσει άλλοι. Ένιωσα θλίψη, στεναχώρια. Ήθελα να της απλώσω το δικό μου χέρι και να την τραβήξω μέσα από την οθόνη, να πάμε σε ένα νησί να βλέπουμε μόνο τη θάλασσα και να μιλάμε, να μιλάμε, να μιλάμε, μέχρι να τα βγάλει όλα από μέσα της τα δηλητήρια και να ξαναγεννηθεί. Ποτέ πριν στο παρελθόν δεν είχα νιώσει έτσι για άλλη τραγουδίστρια/ηθοποιό/σελέμπριτι. Όταν έμαθα τον θάνατό της, είχα μόλις γυρίσει από Λονδίνο και είχα ακόμη έντονες τις εικόνες του στη μνήμη μου. Τους δρόμους του Camden γύρω από το σπίτι της, τις σκοτεινές παμπ, τα ταμπλόιντς έξω από τους σταθμούς και τα Off Licence, τη μοναχικότητα της τεράστιας πόλης, τη μελαγχολία του καιρού και ένιωσα σαν να ήμουν ακόμη εκεί. Το πρώτο πράγμα που είπα ήταν: «Όχι ρε Amy, όχι ρε γαμώτο». Ακόμη το σκέφτομαι αυτό το «γαμώτο», κάθε φορά που ακούω το όνομά της ή που με κάποιον απροσδόκητο τρόπο εισβάλλει στο μυαλό μου. Δεν με νοιάζει αν από κάποιους η απουσία της δεν θεωρείται σημαντική απώλεια (άλλωστε για μένα κάθε μα κάθε απώλεια είναι σημαντική), δεν με νοιάζει αν ήταν τελικά το μεγαλύτερο ταλέντο που έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια στη μουσική ή όχι (για μένα ήταν συγκλονιστική), ούτε αν οι επόμενες γενιές θα εκτιμήσουν αυτά που εκτίμησα εγώ σε αυτή (ας πρόσεχαν). Αυτό που ξέρω -παραφράζοντας τα λόγια του Stephen Chbosky-, είναι ότι ακόμη και αν χάθηκε νωρίς, ακόμη και αν ήταν ένα αστέρι που έλαμψε για μια στιγμή μόνο στον ουρανό, «I swear, in that moment, she was infinite».
Το συγκρατημένο κορίτσι με το ίσιο μαλλί και τη θεϊκή φωνή αδυνάτισε όσο περισσότερο μπορούσε, ανέβασε τα μαλλιά της στον ουρανό, σκαρφάλωσε σε ψηλά τακούνια, πρόσθεσε κι άλλο κι άλλο κι άλλο eyeliner έγραψε τραγούδια διαμάντια που λάμπουν από αισθήματα και ύστερα στις 23 Ιουλίου του 2011, έγινε σουπερνόβα.
Μετά από πολλά χρόνια μια μεγάλη καλλιτέχνις κάηκε από τις καταχρήσεις της: «Η Amy Winehouse κατέρρευσε στην σκηνή χθες ώρες μετά από την επίσκεψη στον σύζυγό της στη φυλακή…»/« Η σταρ εμφανίστηκε μεθυσμένη στην συναυλία της ενώ οι θαυμαστές της την γιουχάριζαν…»/«Τον περασμένο Ιούλιο εξαφανίστηκε στη μέση της συναυλίας και εμφανίστηκε μετά από μισή ώρα “more troubled” σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες»/«Οι bookies δέχονταν στοιχήματα αν θα μπορέσει να συνεχίσει την περιοδεία της» -μπόρεσε/«Ζώντας τη πιο ζοφερή στιγμή της ζωής της -όπως είπε η ίδια-, έφτασε κοντά στο θάνατο από υπερβολική δόση ηρωίνης, κοκαΐνης, έκστασης, κεταμίνης και αλκοόλ»/«Oι λονδρέζικοι Times έβαλαν τίτλο στην είδηση: “Πώς μπορούμε να σταματήσουμε την Amy από το να γίνει η επόμενη νεκρή νεαρή ροκ σταρ”;»/«Το lifestyle της Amy ανάγκασε τους γονείς της να κάνουν έκκληση στους θαυμαστές της και τη βιομηχανία να μποϊκοτάρουν τη μουσική της σε μια προσπάθεια να σταματήσει τη χρήση ναρκωτικών» (και οι πωλήσεις της εκτινάχθηκαν ακόμα περισσότερο)/«Ο μάνατζέρ της παραιτήθηκε όταν σε εξετάσεις που έκανε, βρέθηκαν ίχνη ηρωίνης χωρίς να έχει καμιά σχέση με ναρκωτικά μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν στο ίδιο πούλμαν με την Amy που κάπνιζε δαιμονιωδώς με τους φίλους της ηρωίνη».
Με την πολιτική ορθότητα ως μοντέρνο ζουρλομανδύα και τους σταρ με την επιδεικτική φιλανθρωπία τους να αγοράζουν δημοφιλία ή να προκαλούν το κοινό αίσθημα μιλώντας για τη μόλυνση του περιβάλλοντος ενώ διαθέτουν στόλους αυτοκινήτων, ναι είμαστε πεινασμένοι και αναζητάμε Μύθους. Μαγευόμαστε από καλλιτέχνες που δημιουργούν με δηλητήριο στις φλέβες τους (και όχι με αφρίζον εμφιαλωμένο νερό), που παραπαίουν και τραυλίζουν στη σκηνή και δεν μοιάζουν ατσαλάκωτοι όπως στα βίντεο κλιπ. «Η Marilyn Monroe ήταν θύμα. Εγώ δεν είμαι» είπε κάποια στιγμή η Madonna. Η Amy ήταν η τέλεια αντι- Madonna: πολύ νέα, καθόλου υγιής και συγκλονιστικά ταλαντούχα -ένα «θύμα». Η ειρωνεία είναι ότι αυτά τα «θύματα» συνεχίζουν να ζουν και γίνονται αθάνατα επειδή δεν τα κατάφεραν καθόλου καλά ως θνητοί. Η Marilyn, ο Elvis, ο Dean, ο Morrison, η Joplin, ο Cobain, η Billie, η Piaf, ο Ian Curtis, ήταν όλοι τους αδύναμοι, ατελείς και ανεξέλεγκτοι. Και η Amy που έκανε όλες τις ποπ παρωδίες με τα γυμνασμένα σώματα και τις ανύπαρκτες φωνές να καταπίνουν τις τσίχλες τους, πέρασε στη Μυθολογία.
Νίκη Χάγια (δημοσιογράφος)
Την Amy τη γνώρισα ένα απόγευμα καθώς γύριζα από το Κορωπί. Ήμουν θυμάμαι μέσα στο μικρό μου αυτοκίνητο κάπου στην παραλιακή και στη θέση του συνοδηγού ήταν η φίλη μου η Ιωάννα, γνωστή τότε ως η youngster. Στο ύψος της Γλυφάδας άκουσα τον περιβόητο στίχο, που σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά που τα έτσουζε στη Μαύρη Γάτα στην Αβραμίωτου, όπως με ενημέρωσε η youngster. «They told me to go to rehab and I said no no no…». Αυτό ήταν. Τράβηξα χειρόφρενο, έκανα αναστροφή, παραλίγο να πατήσω ένα περιστέρι (εντάξει σαφώς και υπερβάλλω) και πήγα στο πλησιέστερο Metropolis για να αγοράσω το άλμπουμ της. Και το αγόρασα. Και αυτό και το προηγούμενο. Και από τότε το “Back to Black” έγινε ο ύμνος κάθε ερωτικής μου απογοήτευσης.
Χυλοπίτα και “You know I’m not good”. Χωρισμός και “Love is a losing game”. Με την Amy υπήρξε ένα δέσιμο. Δεν χρειαζόταν να μιλήσω. Εκείνη τα έλεγε όλα για μένα και εγώ την ένιωθα. Βίωνα τον πόνο του βασανιστικού της έρωτα με τον αχαΐρευτο Blake. Έπεφτα σε θλίψη όταν έβλεπα φωτογραφίες της ως κουτσοδόντα με μαλλί του γιατρού και μάτια που γυάλιζαν από τις ουσίες, το αλκοόλ και το κλάμα. Γινόμουν έξαλλη με όλους αυτούς που την έβλεπαν να καταρρέει και γελούσαν με τη ζωντανή νεκρή κορμοστασιά της. Και όταν πια βρέθηκε νεκρή, το μόνο που θυμάμαι είναι να γίνεται όλος ο κόσμος μου υγρός και τα χρώματα του να σβήνουν σαν νερομπογιές. Amy θα είσαι πάντα στην καρδιά μου.
Στην επόμενη σελίδα: Μαρία Πετρίδη & Γιώργος Νάστος
Page: 1 2