Παζολίνι (Pasolini) ***1/2**
Ιταλία, Βέλγιο, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Abel Ferrara
Πρωταγωνιστούν: Willem Dafoe, Ninetto Davoli, Adriana Asti
Διάρκεια: 84’
Στις 2 Νοεμβρίου του 1975 ο Pier Paolo Pasolini βρίσκεται νεκρός σε μια παραλία της Ostia. Έχει μόλις ολοκληρώσει την τελευταία του ταινία, το Salo και τις προηγούμενες μέρες δίνει μια σειρά από συνεντεύξεις. Επιστρέφει στην Ιταλία και βρίσκεται με την οικογένειά του και με παλιούς του φίλους. Μιλά για την πολιτική, την κατάσταση της Ρώμης, γράφει το σενάριο για την επόμενη ταινία του, το Porno Teo Colossal, συζητά για τελευταία φορά με την εκκεντρική ηθοποιό του, Laura Betti. Πως ήρθε, αλήθεια, το τέλος όταν όλα έδειχναν να πηγαίνουν τόσο ομαλά; Ως κομμάτι βιογραφίας, η αλήθεια είναι πως παραμένει εξαιρετικά μετέωρο και δε δίνει μια πλήρη απάντηση στο ποιος ήταν αυτός ο ξεχωριστός πολυπράγμων άνθρωπος. Από την άλλη, η ταινία βρίθει Παζολινικών στοιχείων, ως φόρος τιμής στο σκηνοθέτη, αλλά και ως μια ευκαιρία διείσδυσης στην καλλιτεχνική υπόσταση της φαιάς ουσίας του (για όνομα του Θεού, δηλαδή, καταφέρνουμε να πάρουμε μια γεύση από την απραγματοποίητη ταινία του), παραμένει κοντινή στις αισθητικές αξίες του ίδιου του ανθρώπου του οποίου το θάνατο εξιστορεί.
Ο Abel Ferrara πάντα προσπαθούσε να προκαλεί. Ήδη από το αιμοσταγές, παρανοϊκό ντεμπούτο του με το Driller Killer, μέχρι και τον ανθρώπινο οχετό του Καλωσήρθατε Στη Νέα Υόρκη, πάντα αρεσκόταν στους πιο ακραίους ανθρώπους, έδειχνε μια λατρεία για την πλέμπα (ανεξαιρέτου κοινωνικής τάξης), την οποία επεδίωκε να βάζει σε πρώτο πλάνο στις ταινίες του και να παρασέρνεται από ένα άτυπο «όλα επιτρέπονται». Ακόμα και στο μέσον της καριέρας του, όπου πραγματοποίησε τις νεονουάρ ταινίες με τις οποίες θα αποκτούσε ένα κάποιο στάτους στο φιλμικό γίγνεσθαι, δεν κατάφερε να ξεφύγει από το καλτ περιθώριο και ακόμα και σήμερα να θεωρείται ένας δημιουργός ανάλογος των χαρακτήρων του. Ακόμα και όταν στην τελευταία του ταινία πιάνει ως θέμα τον ίδιο το «δάσκαλό» του, τον Pier Paolo Pasolini, δε σταματά να δείχνει τη λατρεία του για αυτούς που πάντα ήταν ένα πετραδάκι μέσα στα παπούτσι της ευπρέπειας.
Ο Ferrara έχει δηλώσει πως, ό, τι κάνει, το κάνει έχοντας στο μυαλό του τον Pasolini, σαν να παραδέχεται πως αυτός του άνοιξε το δρόμο για να βρει τη δική του γλώσσα έκφρασης. Η αλήθεια είναι, όμως, πως ο Ferrara δεν έχει το ίδιο πνευματικό διαμέτρημα με τον μαιτρ του κινηματογράφου. Δεν έχει εντρυφήσει με το ίδιο πάθος στη θεωρία της γλώσσας, στη λογοτεχνία, στην ποίηση, πράγματα που όχι μόνον αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο ενασχόλησης του Pasolini, αλλά και την τροφή σκέψης για τις ταινίες του, το εφαλτήριό του. Ως εκ τούτου, δεν τον απασχολεί εξίσου αυτή η πλευρά του μεγάλου auteur όταν επιλέγει να τον σκιαγραφήσει, διότι δεν έχει τη δυνατότητα να αφομοιώσει το μέγεθος αυτών των προεκτάσεων, τον ενδιαφέρει περισσότερο ως ρηξικέλευθος σκηνοθέτης, ως ιδεολόγος και, πάνω απ’ όλα, ως κοινωνικός απόκληρος λόγω των ιδιαίτερων προτιμήσεων που είχε στη ζωή του.
Έτσι, μέσα από αυτήν την ταινία, αποτυγχάνει να προσεγγίσει την ιδιοφυία του και τις πνευματικές απαρχές του. Να αναδείξει το γιατί θεωρείται ένα τέρας ευφυίας και ένα από τα πλέον παραδεκτά ονόματα όταν ξεκινά η συζήτηση για το ποιοι είναι οι μεγάλοι του παιχνιδιού που λέγεται Κινηματογράφος. Οπότε, ως βιογραφία καταλήγει να είναι λειψή, όχι αποκλειστικά για τον παραπάνω λόγο, αλλά και για την έλλειψη καταγραφής γεγονότων που αφορούν γενικότερα στη ζωή του. Πιο πολύ σαν εξερεύνηση ενός θανάτου μοιάζει και μιας προσπάθειας απεικόνισης των σκέψεων που ίσως απασχολούσαν το υπό εξέταση άτομο τις τελευταίες του μέρες (και εκμετάλλευσης/υλοποίησης των τελευταίων του ιδεών), παρά ως εξιστόρηση ενός ταραχώδους βίου και πολύπλευρης αποτύπωσης της ψυχής και του πνεύματός του μοιάζει.
Ας είμαστε, όμως, ταπεινοί: ο έρωτας του Ferrara για τον Pasolini είναι ασίγαστος, σε βαθμό που ακόμα και αν δεν μπορεί να τον εξερευνήσει στις περισσότερες πτυχές του, δεν παύει να τον τιμά με τρόπο σχεδόν φετιχιστικό. Καταλαβαίνει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκηνοθεσίας του, τα χρώματά του, τα εμβόλιμά πλάνα του και την ταραχή στη στρωτή αφήγηση και μελετά το παίξιμο των ηθοποιών του. Έτσι, από τη μία όταν σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, το κάνει να φαίνεται απόλυτα παζολινικό στην απεικόνισή του, καθόλου κλινικό, μα σκοτεινό και σε ένα διακαές φλερτ με το μακάβριο. Και όταν, τελικά, «μελοποιεί» όσα αυτός είχε στα χαρτιά μα όχι στο φιλμ, προσέχει πως το κάνει. Αφήνει τις πολλές αυθαιρεσίες και καταλήγει σε κάτι από τη μια φιλοσοφικό και κάπως προκλητικό, ενώ ταυτόχρονα του δίνει αυτή τη ζωντάνια και τη θερμότητα, όπως και την μαγική εικονοποιία που μόνο ο Pasolini θα μπορούσε να επιτύχει. Επικαλείται, βέβαια, το συναίσθημα, χρησιμοποιώντας την Adriana Asti και τον Ninetto Davoli –πέραν του εκπληκτικού και απόλυτα μελετημένου Willem Dafoe-, ηθοποιούς που ο ίδιος ο μαιτρ χρησιμοποιούσε στις ταινίες του προκειμένου να μπορέσει να δώσει ένα κατάλληλο κλείσιμο στη σκηνοθετική του καριέρα. Σαν να τον κηδεύει παρουσία παλιών φίλων. Και τελικά καταλήγει να ξεφεύγει από τα όρια της κλασικής βιογραφίας (την είδαμε κι αυτή πως λειτούργησε τα τελευταία χρόνια…) και να παραδίδει ένα γράμμα θαυμασμού.
Δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια να φτάσει το δάσκαλό του, μην ξεγελιόμαστε. Αλλά τουλάχιστον ο συναισθηματισμός με τον οποίο χτίζει αυτό το χρονικό του είναι φτιαγμένο με γνήσιο συναίσθημα, κι ας είναι έτοιμο να απολαύσει το θάψιμο από την πλειοψηφία κριτικών και κοινού λόγω της «λανθασμένης» ή «μερικής προσέγγισης» του πρωταγωνιστή, μιας προσωπικότητας που καμία τετράωρη ταινία δε θα μπορούσε να προσεγγίσει στο ελάχιστο. Δείτε το και μετά βάλτε και το Ostia των Coil σε ένδειξη σεβασμού, θα νιώσετε πως κάποια πράγματα όντως δεν πεθαίνουν.
https://youtu.be/urKHDH1FD5Y
Mad max: Ο Δρόμος της Οργής (Mad max: Fury Road) ***1/2**
Αυστραλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: George Miller
Πρωταγωνιστούν: Tom Hardy, Charlize Theron, Hugh Keays-Byrne
Διάρκεια: 120’
Η φιγούρα του Mad Max εξακολουθεί να περιπλανιέται μοναχική στις κατεστραμμένες γωνιές αυτού που κάποτε ονομαζόταν πολιτισμός, προσπαθώντας να αφήσει πίσω του το ζοφερό παρελθόν. Συναντάται με μια ομάδα δραπετών που πορεύονται προς το καραβάνι της αρχηγού τους, μετά την κλοπή ενός πολύτιμου λάφυρου από τον τυραννικό Immortan Joe. Τους ακολουθεί. Δεν ξέρει, όμως, πως ο Joe έχει εξαπολύσει τη συμμορία του για να τιμωρήσει τους κλέφτες. Ο αγώνας ξεκινά. Ξεχάστε όποιον ενδοιασμό είχατε όλο αυτό το διάστημα, ο George Miller δεν κατακρημνίζει τον κόσμο που δημιούργησε πριν χρόνια. Αντιθέτως, του δίνει μια σημερινή γυαλάδα, αποποιείται την ολοκληρωτική χρήση ψηφιακών εφέ, περιορίζοντάς τα στα απολύτως αναγκαία και προτιμώντας τη χρήση πραγματικών σκηνικών και μηχανών. Ο Tom Hardy στον κεντρικό ρόλο κάνει τον Mel Gibson να μη φαντάζει πια αναντικατάστατος και το σενάριο δείχνει μια σαφή ωριμότητα στην προσέγγιση των χαρακτήρων του, όπως και στην προσοχή στις ισορροπίες μεταξύ ρυθμού και ενδοσκόπησης (ειδικά όταν μιλάμε για δίωρη ταινία δράσης, αυτό είναι το κλειδί). Τίποτα άλλο δε λέγεται, παρά μόνο βιώνεται, οπτικά και συναισθηματικά. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε στο τέλος της χρονιάς, όταν θα φτιάχνουμε τη λίστα με τις καλύτερες ταινίες. Ναι, είναι ήδη μέσα.
Στην επόμενη σελίδα: Clouds of Sils Maria / Macondo
Page: 1 2