Στις 6 Δεκεμβρίου, συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από την ημέρα που η είδηση του θανάτου του Παύλου Σιδηρόπουλου έπεφτε σαν κεραυνός. Για τη δική μου γενιά, την τελευταία που πρόλαβε να δει τον Παύλο σε συναυλίες κι αγόρασε τους δίσκους του όσο εκείνος βρισκόταν ακόμα εν ζωή, μπορεί το νέο να μην αποτελούσε αληθινή έκπληξη – ο ίδιος ουδέποτε έκρυψε τα προβλήματά του με τις ουσίες, αλλά και η εικόνα που παρουσίαζε επί σκηνής στις τελευταίες του εμφανίσεις που θυμάμαι, με το χέρι του δυσοίωνα μπανταρισμένο, δεν προμήνυε τίποτε καλό – όμως το σοκ του πρόωρου χαμού του ανθρώπου που, μαζί με το Δημήτρη Πουλικάκο, μας έδειξε πως το rock ‘n’ roll μπορούσε να μιλήσει τη δική μας γλώσσα με απόλυτη φυσικότητα, ανοίγοντας το δρόμο στα μεγάλα ελληνόφωνα συγκροτήματα που ακολούθησαν, αποτέλεσε την απαρχή μιας βίαιης ενηλικίωσης.
Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω για το τι πρέπει να σήμαινε αυτός ο θάνατος για τους συνομηλίκους του, αυτούς που παρακολούθησαν την πορεία του από την αρχή και βίωσαν βήμα-βήμα την εξέλιξή του. Για μια επόμενη γενιά, για την οποία ο Παύλος ήδη ήταν μυθικό πρόσωπο, ένας άλλος θάνατος την ίδια ημερομηνία, 6 Δεκεμβρίου του 2008 αυτή τη φορά, σήμανε την αφετηρία μιας άλλης συνειδητοποίησης. Παράξενες συμπτώσεις…
Η επανακυκλοφορία σε βινύλιο τεσσάρων άλμπουμ του Παύλου Σιδηρόπουλου, των τριών βασικών στούντιο ηχογραφημάτων του, Φλου (1979), Εν Λευκώ (1982), Zorba The Freak (1985), καθώς και του πρώτου «μεταθανάτιου» Άντε Και Καλή Τύχη Μάγκες (1991), πέρα από ικανοποίηση των νεώτερων από μας φετιχιστών του LP που μπορεί να μην είχαν την τύχη να πέσουν πάνω στις αυθεντικές κυκλοφορίες, είναι και μια καλή αφορμή να επισκεφτούμε ξανά, με καθαρό μυαλό, το έργο ενός καλλιτέχνη που, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το πέρασμά του στη σφαίρα του μύθου «απαγόρευσε» κάθε ψύχραιμη αποτίμησή του.
Για κάποιους που ο χρόνος στάθηκε σκληρός με τη δουλειά τους και η μουσική τους δεν γέρασε καλά, ίσως η μυθοποίηση να λειτούργησε ευεργετικά, ως προστασία. Όμως στην περίπτωση του Παύλου ισχύει το αντίθετο: είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως κομμάτια όπως το «Πού να Γυρίζεις» ή το «Μου ‘πες Θα Φύγω» ή το «Στην Κ.» έχουν στην πλάτη τους 37 χρόνια. Είναι αδύνατο να χάσει τη φρεσκάδα της μια εξομολόγηση γραμμένη με τόσο επώδυνη ειλικρίνεια όπως ολόκληρο το Εν Λευκώ – επίσης δύσκολο να διανοηθεί κανείς σήμερα πως οι σπαρακτικές εξομολογήσεις του Σιδηρόπουλου για τη σχέση του με την ηρωίνη κινδύνεψαν να απαγορευτούν από τη λογοκρισία για «προτροπή της νεολαίας στα ναρκωτικά» (sic). Όσο για κομμάτια με τη δύναμη του «R’ N’ R Στο Κρεβάτι» ή του «Άντε… Και Καλή Τύχη Μάγκες!», θεωρώ πως κάθε σχόλιο περιττεύει, καθώς δεν έχει νόημα να προσπαθείς να περιγράψεις αυτό που δεν περιγράφεται.
«Σε μια χώρα ιμιτασιόν, πέθανε κάτι ορίτζιναλ» είχε πει για το θάνατο του Παύλου ο φίλος του Δημήτρης Πουλικάκος – ένας από τους ελάχιστους που μπορούν να μιλούν γι’ αυτόν μετά λόγου γνώσεως (σε αυτούς συγκαταλέγονται δικαιωματικά κι οι σταθεροί συνοδοιπόροι του Απροσάρμοστοι, που τιμούν ανελλιπώς τη μνήμη του με συναυλίες τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του). Τώρα βέβαια που πέρασε ο καιρός και «Όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες», όπως λέει ο ποιητής, πολλοί λένε πολλά. Δεν θα ήθελα να μπω στη διαδικασία του να ανακινήσω αυτό το θέμα.
Όμως θα επισημάνω κάτι άλλο: Τρεις σπουδαίοι δημιουργοί που δεν είχαν παρά ελάχιστα κοινά μεταξύ τους εκτός από τον πρόωρο θάνατό τους, η Κατερίνα Γώγου, ο Νικόλας Άσιμος κι ο Παύλος Σιδηρόπουλος, στριμώχνονται μαζί από αδαείς δημοσιογράφους και ημιμαθείς όψιμους οπαδούς σε ένα είδος Αγίας Τριάδας της μυθολογίας των Εξαρχείων. Νομίζω πως δεν αξίζει σε κανέναν τους μια τέτοια ισοπέδωση. Μακάρι να γίνει η επανέκδοση των δίσκων του Παύλου Σιδηρόπουλου η αφορμή να τον προσεγγίσει ένα κοινό που λόγω ηλικίας δεν τον πρόλαβε, όχι ως εγχώριο ανάλογο των ξένων ροκ μύθων που έφυγαν νωρίς, αλλά ως αυτό που του πρέπει: ο Παύλος είναι ένας από αυτούς που έφεραν στα καθ’ημάς μια παγκόσμια μουσική κουλτούρα που λέγεται rock ‘n’ roll με ευθύτητα και αυθεντικότητα, δείχνοντάς μας πως είναι και δική μας.
Τον θυμάμαι να λέει πως αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να συνδυάσει το διανοούμενο με τον αλήτη. Αυτό για κάποιους εξ ημών υπήρξε μάθημα ζωής. Ποτέ δεν γράφω από θέση ειδήμονος: θεωρώ τον εαυτό μου απλώς φανατικό, διαβασμένο και ιδιότροπο ακροατή με μεγάλη δισκοθήκη (μετράει βεβαίως και το μέγεθος, αλλά όχι μόνον αυτό!). Σε ότι αφορά όμως το συγκεκριμένο καλλιτέχνη, η μοναδική ιδιότητα υπό την οποία μπορώ να γράψω είναι κάποιου που τα δάκρυα που ανάβλυσαν ποτάμι από τα τότε νεανικά του μάτια εκείνη τη σκοτεινή Πέμπτη, 6 Δεκεμβρίου 1990 όταν είδε την είδηση στην εφημερίδα που κρεμόταν στο περίπτερο (άλλοι καιροί γαρ), δεν στέγνωσαν ποτέ. Κι επειδή τον ιδανικό του επικήδειο ο Παύλος τον είχε γράψει ο ίδιος, ήδη από το Φλου, ως τελευταίο (καμία σύμπτωση) κομμάτι, και τον ονόμασε «Εν Κατακλείδι», ας ξέρουν οι φίλοι μου πως όταν έλθει εκείνη η ώρα, αυτή είναι και η δική μου επιλογή…