«Άννα, μείνε εδώ για πάντα», τραγουδάει ο Παύλος Παυλίδης και το μακρόσυρτο «α» από την «Άννα», η πρώτη γεύση του νέου του δίσκου ακουμπάει στα χείλη, λειτουργεί σαν ένα σωστό ορντέβρ που σου ανοίγει την όρεξη. Πιάνει, λοιπόν, τον στίχο «δεν ξέρω τι να πω» από το χέρι και μαζί συνοδεύουν τα βήματα και τις σκέψεις μου στους δρόμους μιας γειτονιάς που διασχίζω καθημερινά.
«Κι όπως περνάνε τα αυτοκίνητα και βλέπω το πρόσωπό σου μες στο χάος να ανθίζει» σκέφτομαι, ενώ προσεγγίζω «τώρα που χάνεται το φως», τον άνθρωπο που μου ‘δειξε «μέσα σε πέντε λεπτά τι θα πει πουθενά και πως χάνεται ο χρόνος». Οι λέξεις βγαίνουν με μια γλυκιά, ήρεμη δύναμη και στόχευση ακριβείας από το στόμα ενός καλλιτέχνη που λατρεύουμε να φωνάζουμε με το μικρό του – απόδειξη, ο οδηγός ενός περαστικού αυτοκινήτου που φώναξε από το παράθυρό του «Γειά σου Παυλάρα» και χαιρέτησε με ενθουσιασμό και θέρμη τον Παύλο Παυλίδη. Ενός καλλιτέχνη στις συναυλίες του οποίου πηγαίνουμε κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά για φωνάξουμε τους στίχους που ξέρουμε απ’ έξω εδώ και χρόνια και σιγομουρμουρίζουμε κάθε που θέλουμε να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, βάζοντας ν’ ακούσουμε τα τραγούδια του, παλιά και νέα να εναλλάσσονται σε λούπα.
Το «Έλα να κάτσουμε εδώ πέρα, μες στου κυκλώνα αυτού το μάτι» μοιάζει να είναι ο ιδανικός στίχος για την έναρξη μιας πολύωρης, πλούσιας κουβέντας, που ξεκίνησε αφού ανοίξαμε πρώτα μία πόρτα που κρυβόταν πίσω από κάτι κίτρινα φωτάκια στο πλάι ενός πεζοδρόμου κι έπειτα, μια άλλη πόρτα ενός «ξενοδοχείου» που ακροβατεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Το φανταστικό αυτό «ξενοδοχείο» ακούει στο όνομα Hotel Alaska και είναι το όνομα της νέας μπάντας του Παύλου Παυλίδη.
«Το νέο όνομα νομίζω είναι κάτι σαν συνειδητός παραλογισμός. Δεν αντιστοιχεί σε κάτι για κανέναν μας, αλλά όλοι συμφώνησαν πως αυτό είναι το όνομα που μας ταιριάζει. Έχει πολύ πλάκα όταν ψάχνεις όνομα για μια ομάδα. Είναι κάτι σαν κωμωδία το να παρακολουθείς μία μπάντα να ψάχνει όνομα, γιατί συνήθως ακούγεται ό,τι πιο τρελό μπορεί να πει κανείς. Το να χωρέσεις σε μια λέξη ή δύο κάτι που να σε αντιπροσωπεύει είναι ίσως πολύ πιο δύσκολο από το να γράψεις ένα ολόκληρο βιβλίο με ποιήματα. Καταλήξαμε σε αυτό χωρίς να το κουβεντιάσουμε πολύ», είπε.
«Να σου πω την αλήθεια, όταν το είπα στα παιδιά ήταν περισσότερο σαν να τους ανακοίνωνα ένα καινούργιο πρότζεκτ ή μία ταινία. Έχει κάτι κινηματογραφικό που με άγγιξε εμένα και είπαμε αυτό είναι. Από την άλλη, η Αλάσκα είναι ένα μέρος που αισθάνεσαι πως δεν θα πας ποτέ στην ζωή σου. Η σχέση που έχουμε ως μουσικοί με τα ξενοδοχεία είναι πολύ σαφής γιατί ζούμε σε αυτά αρκετά συχνά, οπότε υπάρχει μια οικειότητα. Σιγά-σιγά, όσο περνάει ο καιρός, είναι σαν να αρχίζει και αποκτά το ξενοδοχείο μια πιο πραγματική διάσταση μέσα στη φαντασία μου και με ιντριγκάρει η ιδέα ότι μπορώ να φανταστώ σχεδόν ό,τι θέλω».
H μπάντα φτιάχτηκε «κατά κάποιον τρόπο αντίστροφα», ομολογεί, προσθέτοντας ότι είναι γέννημα της καραντίνας. «Πρώτη φορά, αποφάσισα να εμφανιστώ ολομόναχος. Στην έναρξη της καραντίνας, πήγα στο Νιάρχος και έπαιξα με μια κιθάρα, κάτι που δεν το έχω κάνει ποτέ στην ουσία. Μετά, είπα “Ωραία, ποιος θα ήταν ο επόμενος που θα διάλεγες για να συνδυαστείς;” και σκέφτηκα τον Φώτη [Σιώτα] και θα κάναμε ένα πολύ ωραίο ντουέτο. Πήγαμε να κάνουμε κάποιες εμφανίσεις και οι πρόβες μας έγιναν στο στούντιο του Δημήτρη [Τσεκούρα] που είναι μπασίστας. Με το που βγάλαμε τα όργανα να παίξουμε, του είπαμε “Θες λίγο να δοκιμάσεις από περιέργεια να δούμε πως θα ακουστεί σαν τρίο;”. Ήταν σαφές ότι ο Δημήτρης ήταν το επόμενο μέλος. Κάναμε ύστερα τη συναυλία στο Principal και μερικές σαν τρίο. Σκέφτηκα ότι τώρα πρέπει να βρούμε κι έναν drummer κι έναν πληκτρά. Έτσι, εμφανίστηκε και ο Γιώργος [Θεοδωρόπουλος] που παίζει τα πλήκτρα και ο Θάνος [Μιχαηλίδης] στα τύμπανα. Οπότε ξεκίνησε, ξέρεις, με μια διαδικασία που δεν την έχω ζήσει ποτέ. Είναι πολύ ξεκάθαρο το συναίσθημα που σου προκαλεί ο ερχομός του επόμενου μουσικού, ακριβώς γιατί έχεις ζήσει όλα τα προηγούμενα στάδια».
Μιλώντας για την διαδικασία δημιουργίας της μπάντας, σχολίασε ότι αυτή «σου δίνει μια απίστευτη δυνατότητα στο να ανακαλύψεις τον ήχο. Όταν είσαι με μια κιθάρα, καταλαβαίνεις ότι όλα πρέπει να γίνουν από την κιθάρα και την φωνή. Μιλάμε για τραγούδια, οπότε ψάχνεις και τον δικό σου ρόλο με έναν άλλο τρόπο – έχει άλλες απαιτήσεις, κιθαριστικές, η σόλο εμφάνιση. Με το που ήρθε ο Φώτης, είχε να καλύψει πάρα πολύ χώρο, οπότε κι αυτός δούλεψε αλλά με την ελευθερία του ότι δεν υπάρχει και κάτι άλλο. Κατέλαβε τον χώρο και βρήκε τον ρόλο του με έναν πιο ξεκάθαρο τρόπο. Με το που μπήκε το μπάσο, απελευθέρωνε εμένα πολύ περισσότερο. Με το που μπήκαν τα πλήκτρα απελευθερώθηκε ο Φώτης και κράτησε από τα πρώτα πράγματα που μάζεψε ό,τι στα αλήθεια λειτουργούσε. Με το που μπήκαν τα τύμπανα, άρχισε το πάρτυ».
Εκείνη την ώρα, πέρασε πίσω από την πλάτη μου το «παιδί με το πατίνι», σε έναν από τους δρόμους της Κυψέλης, εκεί που περπατούσε μεταμεσονύκτια ο Παύλος Παυλίδης στην άδεια Αθήνα της καραντίνας και έγραψε τους πρώτους στίχους με αυτόματη γραφή στο κινητό του. Αυτό το πατίνι τον έκανε να σκέφτεται για τα λόγια που δεν έχει πει ακόμα και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα και στο Μαύρο Κουτί, τον νέο του δίσκο με έναν πιο ηλεκτρικό ήχο και με πειραματισμούς, ο οποίος είχε δρομολογηθεί πριν τους Hotel Alaska. «Είναι ένα υλικό που τα μισά του τραγούδια γράφτηκαν πολύ πρόσφατα και μέσα στην καραντίνα και τα μισά που υπήρχαν ως ιδέες, θα μπορούσαν να παιχτούν κι από τους B-movies. Αλλά έκλεισε ο κύκλος τους στην ουσία με την έναρξη της καραντίνας. Ήταν σαν να σηματοδότησε αυτή η φάση που ζούμε το κλείσιμο ενός 15ετούς κύκλου. Δεν ήταν και λίγα τα χρόνια. Αξίζει να πούμε ότι οι B-movies ήταν μακροβιότερο συγκρότημα από τα Ξύλινα Σπαθιά. Ήταν μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου».
Ο Παύλος Παυλίδης πάντοτε ψάχνει τον τίτλο του δίσκου μέσα στους στίχους. «Είναι στην ουσία μια φράση από το κομμάτι Το Παιδί με το Πατίνι. Αισθάνθηκα ότι αυτό είναι ένα μαύρο κουτί, στο οποίο μέσα είμαστε κι εμείς», σχολίασε και μου θύμισε την απορία που μου δημιουργήθηκε ακούγοντας το κομμάτι αυτό. Αν ο δίσκος Το Μαύρο Κουτί ήταν οδοιπορικό, ποια διαδρομή θα ακολουθούσε;
«Νομίζω πως το υλικό του δίσκου δεν ταυτίζεται με ένα μέρος. Στην ουσία είναι σαν σουβενίρ από ταξίδια. Είναι ένας τρόπος ζωής, διαρκής. Εμείς μετακινούμαστε συνεχώς από πόλη σε πόλη, για να παίξουμε. Δεν ξέρεις ακριβώς που βρίσκεται η εκκίνηση του κάθε κομματιού. Είναι πολλά πλάνα που συγκεντρώνονται από πολλές πόλεις», απάντησε, δημιουργώντας ήδη ένα οπτικό ταξίδι με τις αφηγήσεις του, τις οποίες συνοδεύει με τις αντίστοιχες κινήσεις των χεριών του.
Η έναρξη της σχέσης μου με την Αθήνα έχει να κάνει με τα Ξύλινα Σπαθιά και στην ουσία με τις πρώτες συναυλίες που κάναμε στο Ρόδον.
Στις Αόρατες Πόλεις, ο Ίταλο Καλβίνο έγραφε ότι «δεν απολαμβάνουμε τα εφτά ή τα εβδομήντα θαύματα μιας πόλης, αλλά την απάντηση που δίνει σε μια ερώτησή μας ή την ερώτηση που μας θέτει». Η Βέροια, η Θεσσαλονίκη κι η Αθήνα είναι και οι τρεις πόλεις που έχουν χαράξει την ζωή του, με πιο πρόσφατη την τελευταία. Τι να ρωτάνε άραγε οι πόλεις τον Παύλο;
«Σκεφτόμουν και λίγο πριν: πόσα χρόνια είμαι στην Αθήνα; Είναι 15 χρόνια που είμαι εδώ. Μπορώ να πω ότι είναι μια πόλη που την ανακαλύπτω διαρκώς. Με την Θεσσαλονίκη, έχω έναν διαρκή έρωτα, όπως και τεράστια αγάπη για τη Βέροια που είναι όλη μου η παιδική ηλικία και η εφηβεία. Για την Αθήνα σίγουρα μπορώ να πω ότι, ενώ έχω αναμνήσεις – έχω πάει σχολείο στη Νίκαια στο δημοτικό – είναι αποσπασματικές. Η έναρξη της σχέσης μου με την Αθήνα έχει να κάνει με τα Ξύλινα Σπαθιά και στην ουσία με τις πρώτες συναυλίες που κάναμε στο Ρόδον. Ξεκίνησε με ένα απίστευτα φιλόξενο αίσθημα, γιατί κατεβαίναμε και το γιορτάζαμε. Την πόλη την έβλεπα τα βράδια που τριγυρνούσαμε στους δρόμους. Ερωτεύτηκα τις τεράστιες λεωφόρους και τις βόλτες με το αυτοκίνητο. Ήταν πάρα πολύ χαρμόσυνη και πανηγυρική η εκκίνηση της σχέσης μου με την πόλη, επειδή έχω και την τεράστια πολυτέλεια να μην βασανίζομαι από τις πόλεις. Δεν χρειάζεται να ξυπνήσω το πρωί και να μπω στο αυτοκίνητό μου ή στο λεωφορείο και το μετρό για να πάω στη δουλειά και να υποστώ τη βία και την ταλαιπωρία που συμπεριλαμβάνεται σε όλο αυτό. Αισθάνομαι από τους πολύ τυχερούς που μπορώ να πω ότι απολαμβάνω την σχέση μου και με την Αθήνα και με όλες τις πόλεις κι αυτό είναι το τεράστιο δώρο της δουλειάς που κάνουμε.
Για να απαντήσω όμως στο ερώτημά σου, η μόνιμη ερώτηση που μου θέτουν όλες οι πόλεις είναι: “Ακόμα εδώ είσαι εσύ;”. Για να πω την αλήθεια, το αισθάνομαι με το που βγαίνω από το σπίτι μου και πηγαίνω προς την επόμενη πόλη. Αυτό είναι λίγο εθισμός, κάτι σαν αυτισμός. Τώρα ταξιδεύεις. Στον δρόμο γράφτηκε το «Δεν έχει τέλος», όπου οι στίχοι λένε «είναι το σπίτι μας, δεν έχει τέλος». Αν προσέξεις, και το κομμάτι στον δίσκο Το φάντασμα της Εθνικής Οδού είναι αυτοβιογραφικό. Το ξέρω πως είναι λίγο κλισέ ως θέμα, αλλά δεν παύει να είναι πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητάς μου και της φαντασίας μου».
Ο καθένας μπορεί να ερωτευτεί όποιον θέλει, όσο θέλει. Έτσι δεν είναι;
Πόσο αυτοβιογραφικό είναι Το Φάντασμα της Εθνικής Οδού; «Νομίζω ότι αυτό το τραγούδι καταγράφει αυτό το αίσθημα που απέκτησα με τα χρόνια, κοιτάζοντας τα τοπία από τα οποία περνάω. Συνειδητοποίησα ότι δεν βλέπω καθαρά τα όρια που χωρίζουν τις ιδιοκτησίες των κτημάτων. Έχω δει ελαιώνες να μεγαλώνουν, μέσα στα 35 χρόνια που ταξιδεύω. Ίσως έχει γίνει σαφές ότι έχω μια αγάπη στα δέντρα, είναι κάτι σαν εμμονή, να σου πω την αλήθεια. Εκνευρίζομαι όταν βλέπω ένα δέντρο και δεν ξέρω ποιο είναι το όνομά του, τι δέντρο είναι. Οι φίλοι μου με πειράζουν λίγο σε σχέση με αυτό, γιατί είναι κόλλημα και κάτι σαν παιχνίδι με τους συνεργάτες μου, όταν ταξιδεύουμε.
Ας πούμε, κοιτάς μια λεύκα που τη βλέπεις ολομόναχη σε ένα χωράφι κοντά στο δρόμο και λες “Σε ποιόν ανήκει αυτή η λεύκα; Σε αυτόν που του ανήκει το χωράφι ή σε αυτόν που απολαμβάνει να τη βλέπει πως αλλάζει μέσα στις εποχές, τον χειμώνα, την άνοιξη, το φθινόπωρο, να μεταμορφώνεται;”.
Πάνω-κάτω, [το τραγούδι] μιλάει και για αυτήν τη ματαιότητα που έχει η ιδέα της ιδιοκτησίας. Καταλαβαίνεις αυτό που περιγράφει ο στίχος που λέει “όλα είναι δικά μας, μα τίποτα δεν μας ανήκει”. Μιλάει λίγο για αυτήν την απόλυτη ελευθερία του βλέμματος. Κανείς δεν μπορεί να περιορίσει ή να ελέγξει τη χαρά σου γι’ αυτό που βλέπεις. Κανείς δεν μπορεί να βάλει σύνορα στην οπτική ενός ανθρώπου που κοιτάει ένα δάσος. Όλα τα δέντρα είναι όσο δικά του θέλει. Σημασία έχει πόσο τα αγαπάει. Κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει την αγάπη σου για τα τοπία. Και για τους ανθρώπους. Ο καθένας μπορεί να ερωτευτεί όποιον θέλει, όσο θέλει. Έτσι δεν είναι;»
Ο Παύλος Παυλίδης ακούγεται σαν μια ήρεμη θάλασσα που θες να σκάψεις τον βυθό για να ανακαλύψεις τι άλλο μπορεί να βρίσκεται εκεί κάτω -κι ας έχει μιλήσει τόσες φορές μέσα στα χρόνια. Με το που αναφέρει τον έρωτα, δεν χάνω την ευκαιρία να ρωτήσω τον άνθρωπο που έχω μπροστά μου, με τα τραγούδια του οποίου ερωτευτήκαμε, ποθήσαμε, λατρέψαμε, κλάψαμε, χαρήκαμε, πονέσαμε και βρήκαμε τη δύναμη να ερωτευτούμε ξανά, για τον έρωτα. Υπάρχει άραγε κάτι που δεν έχει πει ο Παύλος Παυλίδης για τον έρωτα;
«Κάποτε μου είχε πει ένας φίλος μου: “αυτό δεν είναι ένα ερωτικό τραγούδι, είναι ένα ερωτευμένο τραγούδι”. Με τι ήταν ερωτευμένο, δεν ξέρω. Αισθάνομαι ότι ο έρωτας δεν αφορά μόνο την θεματολογία του έρωτα. Για ‘μένα, η ίδια η διαδικασία της μουσικής έχει όσο ερωτισμό θέλεις. Δεν παύει ποτέ να είναι τελετουργία. Αυτό από μόνο του συμπεριλαμβάνει τον έρωτα, ακόμη και με την θρησκευτική έννοια, όπου η αγάπη για το θείο έχει και ερωτική διάσταση –με τον τρόπο που ένας μοναχός ζει τον έρωτά του για το μεταφυσικό βίωμα. Η μουσική δεν σταματά ποτέ να είναι ένα ταξίδι έξω από την πραγματικότητα, με την έννοια ότι όλη αυτή η δόνηση που έχουν τα ίδια τα όργανα ποτέ δεν παύει να έχει την ερωτική και αισθησιακή πλευρά.
Ό,τι έχει παλμό για μένα είναι και ερωτικό, δεν είναι ανάγκη να μιλήσει για τους εραστές, για την απογοήτευση ή την καψούρα κάποιου. Δεν με ενδιαφέρει ο έρωτας ως θεματολογία, αλλά ο ερωτισμός που μπορεί να έχει ένα τραγούδι ό,τι και να λέει.»
Από τον πορτοκαλί καναπέ, ακούμε τους ήχους της πόλης. Οι παλμοί της είναι ακόμη πολύ υψηλοί, έρχονται σε αντίθεση με τη νηνεμία που επικρατεί μέσα. Αναρωτιέμαι πως να αντιλαμβάνεται τη ζωή στις πόλεις σήμερα. «Η οργάνωση της ζωής στις πόλεις πιστεύω πως είναι λάθος εκ θεμελίων, οπότε αν έχει κάποιος την δυνατότητα να αποδράσει από τις πόλεις είναι απίστευτα σημαντικό. Αλλά νομίζω πως παγιδευόμαστε· πολλές φορές συνηθίζουμε το κλουβί μας κι ενώ η πόρτα είναι ανοιχτή, βλέπεις ότι δεν θέλουν όλοι οι άνθρωποι να αλλάξουν περιβάλλον, ενώ καταλαβαίνουν πόσο ωραία είναι να βγαίνεις από αυτό το σκληρό, αστικό περιβάλλον, όσο και να το αγαπάς. Κυριαρχεί αυτό που λέμε δύναμη της συνήθειας.
Οι πόλεις όμως είναι, εκτός από σκληρές, και αξιολάτρευτες. Πηγαίνεις σε μια ωραία συναυλία, βλέπεις τόσο κόσμο μαζί, έχει κι αυτό τη μαγεία του. Βλέπεις τους νέους έξω στο δρόμο, στα μαγαζιά, να μιλάνε, να ζούνε. Υπάρχει και ομορφιά μέσα στην τσιμεντίλα. Πιστεύω ότι είναι καλό να εστιάζουμε περισσότερο στην ομορφιά που υπάρχει στη ζωή στις πόλεις, παρά να πούμε απλά ότι αυτά τα κάγκελα απέναντι είναι άθλια. Εντάξει, είναι άθλια, αλλά είναι στ’ αλήθεια αυτό σημαντικό; Σίγουρα μπορούμε να κάνουμε πιο ωραία κάγκελα, αλλά πάλι θα είναι κάγκελα. Σημασία έχουν τα βλέμματα των ανθρώπων, η όρεξη που έχουν οι άνθρωποι να συναντηθούν, να ζήσουν, να αλλάξουν αυτό που δεν τους αρέσει. Οι πόλεις είναι συμπυκνωμένη ενέργεια. Αποτελούν ταυτόχρονα και τεράστιες πιθανότητες και δυνατότητες. Όταν αισθανόμαστε παγιδευμένοι στους δρόμους των μεγαλουπόλεων σημασία έχει να ψάχνουμε τις διεξόδους. Όλα τα μέρη έχουν τη γοητεία τους. Κάποιες πόλεις έχουν αδικηθεί περισσότερο, κάποιες λιγότερο, κάποιες ήταν τυχερές και διασώθηκαν, κάποιες είναι αόρατες.»
Στο κομμάτι Στην Άκρη της Πόλης, ακούς σε έναν από τους στίχους να τραγουδάει πως «τα παιδιά χορεύουν πάλι», ωστόσο «Όταν πέφτει το σκοτάδι, χάνεται το νόημα της ζωής». Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος όμως τις πιο δύσκολες καταστάσεις της ζωής;
«Όταν ο στίχος λέει “όταν πέφτει το σκοτάδι”, μιλάει για το εσωτερικό σκοτάδι που καμιά φορά το περιμένεις, σε πλακώνει κυριολεκτικά και σε δυσκολεύει ψυχολογικά. Νομίζω ότι η απάντηση υπάρχει στους στίχους του τραγουδιού, που δείχνουν που είναι το φως. Κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να σου λέει: εκεί που φοβάσαι να πας, εκεί είναι και το φως που ψάχνεις.»
Πολλές φορές συνηθίζουμε το κλουβί μας κι ενώ η πόρτα είναι ανοιχτή, βλέπεις ότι δεν θέλουν όλοι οι άνθρωποι να αλλάξουν περιβάλλον.
Ειδικά σε περιόδους που πέφτει το σκοτάδι, ψάχνουμε συνταγές, τρόπους και υλικά να φτιάξουμε την δική μας ουτοπία. Η μουσική και τα τραγούδια, το προαιώνιο καταφύγιό μας, δίνουν μερικές φορές απαντήσεις και λύσεις στις αναζητήσεις μας. «Προσπαθώ να υπενθυμίζω στον εαυτό μου να ακολουθεί το ένστικτό του και αυτό που θεωρεί πιο σωστό. Δε νομίζω ότι μπορώ να προτείνω ένα μοντέλο σε κανέναν για το πως να ζήσει. Σίγουρα οι κόσμοι που φτιάχνω μέσα στα τραγούδια μου προσπαθούν κατά κάποιον τρόπο να δημιουργούν ρωγμές στην πραγματικότητα, να ανοίγουν παράθυρα στην αντίληψη. Αισθάνομαι ότι οι δικές μου προτάσεις είναι τα τραγούδια που κάνω. Δεν αισθάνομαι όμως ότι είμαι ο άνθρωπος που έχει καταλήξει σε ποιο μοντέλο είναι κατάλληλο, οπότε να το προτείνει και να το παρουσιάσει. Προσπαθώ συνέχεια να ανακαλύπτω έναν τρόπο να είμαι πιο χρήσιμος, χωρίς να σκέφτομαι ότι να, τώρα θα βρω τη λύση των πάντων και μάλιστα, να τη διδάξω και σε κάποιον. Αισθάνομαι ότι διαρκώς μαθαίνω».
Στο κομμάτι «Το παιδί με το πατίνι» ο ένας στίχος μαρτυρά «Σβήνονται απ’ τους τοίχους τα συνθήματα κι εμφανίζονται ποιήματα». Κατά πόσο μπορεί η τέχνη, ως μέρος της κοινωνίας, να αποτελέσει εργαλείο διεκδικήσεων; Μπορούν τα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης να χρησιμοποιήσουν περισσότερο την τέχνη για τις διεκδικήσεις τους; Κατά τη γνώμη του Παύλου Παυλίδη, ναι. «Θα έλεγα πως θα μου άρεσε. Βέβαια, για να πω την αλήθεια, άκουσα τώρα τελευταία ένα σύνθημα από τους εργαζομένους της E-food, το οποίο είναι αληθινό ποίημα: “Είμαστε η καταιγίδα στο μάτι του κυκλώνα, από τον αγώνα δρόμου στο δρόμο του αγώνα”. Μου φάνηκε τόσο εμπνευσμένο και υπέροχο που θα μου άρεσε πάρα πολύ να έβλεπα γραμμένα συνθήματα με κάποια έμπνευση και, για να πω την αλήθεια, δεν είναι και λίγα. Αρκετά από αυτά είναι πολύ ποιητικά. Δεν είναι ότι θα ήθελα ένα σύνθημα να είναι ποίημα για να είναι χρήσιμο και λειτουργικό, αλλά όποτε το βλέπω να συμβαίνει με ενθουσιάζει. Νομίζω ότι όλο και περισσότερο τα κινήματα συνδυάζονται με τις τέχνες κι αυτό μου φαίνεται πολύ ενθαρρυντικό κι ελπιδοφόρο. Οι νέες γενιές έχουν πιο ξεκάθαρο ταπεραμέντο. Θέλουν συνειδητά να ενώνονται και με τη μουσική και τον χορό που έχει αυτήν την αμεσότητα».
Εκεί που φοβάσαι να πας, εκεί είναι και το φως που ψάχνεις.
Μιλώντας για κινήματα, ένα από αυτά φαίνεται να είναι ιδιαίτερα μουδιασμένο σήμερα. Για το #MeToo υπήρχαν από την αρχή αντιδράσεις και αμφισβητήσεις απέναντι σε γυναίκες που βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν και να καταγγείλουν την κακοποίησή τους. «Ήταν σίγουρο πως θα συμβεί αυτό, γιατί έχει ταρακουνηθεί το οικοδόμημα συθέμελα. Καιρός ήταν όμως να ταρακουνηθεί, δεν γινόταν αλλιώς. Ένα κίνημα σαν αυτό ειδικά, είναι απίστευτα σημαντικό και, δυστυχώς, με καθυστέρηση εμφανίζεται σε σχέση με άλλα κινήματα, τα οποία πιο εύκολα ή ανώδυνα δήλωναν την παρουσία τους και διεκδικούσαν το δίκιο τους. Η τοξική αρρενωπότητα δεν παύει να κυριαρχεί αιώνες. Σαφώς πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, για αυτό είναι τόσο κρίσιμο και το κίνημα του #MeToo και όλη η νέα διεκδίκηση. Οξύνεται ένα πρόβλημα που διαρκεί και ακριβώς για αυτό, πρέπει να εμφανιστεί ένα φρένο σε αυτόν τον παραλογισμό».
Ο Παύλος Παυλίδης χαίρεται απίστευτα που βλέπει τις «νέες γενιές αρχίζουν και το θεωρούν όλο και πιο φυσιολογικό το να κάνουμε στην άκρη αυτού του είδους την τοξικότητα. Υπάρχουν όμως πολλών ειδών τοξικότητες όμως στις συμπεριφορές μας και δεν θα αλλάξει ο κόσμος, αν δεν καταργηθούν κι αυτές. Χρειάζεται χρόνος για να φανεί το αποτέλεσμα των διεκδικήσεων και της κοινωνικής ακτινοβολίας που θα διαχυθεί και θα διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα», συνέχισε.
Οι γυναίκες μουσικοί ωστόσο δεν αποτελούν ακόμη και σήμερα μια διαδεδομένη εικόνα για μια μπάντα. Ο Παύλος Παυλίδης έχει συνεργαστεί με γυναίκες σε διάφορες πτυχές της μουσικής δημιουργίας. «Υπάρχουν γυναικεία φωνητικά σε διάφορους δίσκους, όπως στον “Διπλανό ουρανό” και στο “Ιστορίες που έχουν συμβεί”. Τώρα, θα κυκλοφορήσει ένας δίσκος με διασκευές του Γιάννη Μακρόπουλου και θα υπάρχει το φωνητικό συγκρότημα Διώνη που αποτελείται από τρεις κοπέλες. Επίσης, σχεδιάζουμε μια μουσική παράσταση με την Όλια Λαζαρίδη».
Ποιες είναι, αναρωτιέμαι, μερικές γυναίκες μουσικοί που ξεχωρίζει; «Αυτόματα, στη δική μου γενιά, η βασίλισσα που εμφανίζεται μπροστά μου, χωρίς να το σκεφτώ, είναι η Patti Smith. Ή η Deborah Harry από τους Blondie. H Siouxsie από τους Banshees. Αυτές που κατά κάποιον τρόπο είναι ιέρειες της δεκαετίας των ‘60s και των ‘80s. H PJ Harvey είναι μια καλλιτέχνης που λατρεύω και θαυμάζω απεριόριστα. Μου αρέσει και η Lady Gaga, η Lana Del Ray, η Billie Eilish πολύ και η Laura Marling, αλλά και πιο σκοτεινές προσωπικότητες, όπως η Kim Gordon, μπασίστρια των Sonic Youth ή η Diamanda Galás».
Ισότητα, ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, έννοιες για τις οποίες η ανθρωπότητα μάχεται από καιρό. Σήμερα όμως γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η συστημική καταστολή των ελευθεριών. «Οι άνθρωποι βιώνουν καταστολή από την ώρα που συναθροίστηκαν σε κοινωνίες, από την αρχή της οργάνωσης των κοινωνιών. Από την ώρα που υπάρχουν εξουσίες, υπάρχουν και κατασταλτικοί μηχανισμοί. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα κράτη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτήν την εποχή η καταστολή είναι πιο έντονη. Μπορεί η ένταση της καταστολής να περιγράφεται κι από μία στατιστική καμπύλη που ανεβοκατεβαίνει.
Αν παρακολουθήσουμε την ιστορία, τι ήταν ο Μεσαίωνας; Η απόλυτη έξαρση κάθε είδους καταστολής. Ο ρόλος των θρησκειών εκείνη την περίοδο ήταν ακραίος. Υπήρχε η Ιερά Εξέταση. Δεν παύει να υπάρχει καταστολή ούτε τώρα, αλλά θέλω να πιστεύω ότι αν δούμε τη συνολική εικόνα, τα πράγματα πηγαίνουν προς το καλύτερο. Για παράδειγμα, στον Μεσαίωνα η ιδέα της δημοκρατίας, έστω της τυφλής, κουτσής δημοκρατίας που ζούμε, ήταν η απόλυτη ουτοπία. Σε έκαιγαν και μόνο αν ανακοίνωνες ότι έχεις κάποιο τέτοιο όραμα. Είναι καλό να καταλαβαίνουμε ότι όσο υγιές είναι να διεκδικούμε αυτονόητα τις ελευθερίες που μας επιτρέπουν να αναπνέουμε και να είμαστε περισσότερο άνθρωποι, άλλο τόσο είναι να αποτινάζουμε από πάνω μας τη σκλαβιά με όλους τους όρους που μας την επιβάλλουν κι όχι μονάχα από το κράτος. Οι ελευθερίες μας έχουν να κάνουν και με τον τρόπο ζωής μας, με το τι ανεχόμαστε από το πρωί ως το βράδυ» σχολίασε ο Παύλος Παυλίδης. «Η ελευθερία δεν είναι σύνθημα σε ένα πανό, είναι κάτι που πρέπει κι εμείς να παραχωρούμε στον σύντροφό μας, στο παιδί μας, στον φίλο μας. Πρέπει να είναι και ένας εσωτερικός αγώνας ταυτόχρονα με τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν πιστεύω πως είναι κάτι που θα πάψει να απασχολεί τους ανθρώπους, το πόσο θα διευρύνουν τα όρια των ελευθεριών τους και ταυτόχρονα, το πόσο καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι η δική μου (με κεφαλαία, το «μου») ελευθερία που επείγει, αλλά θα πρέπει να σέβομαι και την ελευθερία του διπλανού μου, την διαφορετική του άποψη.
Για αυτό υπάρχει ο στίχος στην “Άνοιξη” που μιλάει για “δύο μονόφθαλμους στρατούς”. Δεν μιλάει για αυτούς που έχουν σαφή πολιτική στάση και προσανατολισμό και καλά κάνουν, αλλά παραπονιέται γι’ αυτούς που αρνούνται να μπουν καν στη λογική που δημιουργεί ίσως την αντίθετη άποψη. Αυτή είναι στην ουσία η βάση του φανατισμού, επάνω σε αυτήν πατάει ό,τι πιο ανελεύθερο μπορεί να επιβληθεί διαχωρίζοντας τους ανθρώπους με βάση το δόγμα τους, είτε είναι πολιτικό είτε θρησκευτικό. Στην ουσία, ο φανατισμός δημιουργεί στρατούς που δεν έχουν όλες τις φορές αληθινό λόγο να συγκρουστούν και μερικές φορές κανέναν. Ο δογματισμός σε καθιστά υποχείριο πέραν της θέλησής σου, ακυρώνοντας την προσωπική σου άποψη και την ελευθερία της βούλησής σου. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλών ειδών καταστολές με τις οποίες πρέπει να παλέψουμε κι όχι μόνο η κρατική καταστολή».
Η ελευθερία δεν είναι σύνθημα σε ένα πανό, είναι κάτι που πρέπει κι εμείς να παραχωρούμε στον σύντροφό μας, στο παιδί μας, στον φίλο μας.
Απέναντι σε κάθε είδους καταστολή, στέκεται υπερήφανα η τέχνη, είτε ως ασπίδα είτε ως γιατρικό και δη η μουσική. «Μετά από τόσα χρόνια, έχω αυτήν τη χαρά, να έχω ακούσει αρκετές φορές πια ότι κάποια τραγούδια που έχω γράψει έδρασαν με έναν καταλυτικό τρόπο για τις δυσκολίες που μπορεί να είχε κάποιος μια περίοδο της ζωής του. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο το ζω κι εγώ ως ακροατής. Υπάρχουν τραγούδια που σου αλλάζουν τη ζωή, τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Υπάρχουν τραγούδια που στ’ αλήθεια σε βοηθούν να σταθείς στα πόδια σου την ίδια στιγμή που μοιάζει ο κόσμος σου να γκρεμίζεται. Το τραγούδι είναι μια άμεσης δράσης τέχνη. Εξαιτίας αυτής της αμεσότητας που έχει, ακόμα και μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μπορείς να ακούσεις χιλιάδες τραγούδια, δεν μπορείς να δεις χιλιάδες αγάλματα ή χιλιάδες πίνακες ζωγραφικής ή ταινίες. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει χιλιάδες τραγούδια σε αυτόν τον ελάχιστο χώρο ενός αυτοκινήτου ή στο σπίτι μας. Τα τραγούδια έχουν αυτή τη δύναμη, ταξιδεύουν. Είναι άυλα, δεν χρειάζεται κάποιος να τα βάλει σε ένα φορτηγό και να τα πάει σε κάποια έκθεση. Ταξιδεύουν, πετάνε στον αέρα και μπαίνουν στις ψυχές των ανθρώπων με έναν άμεσο τρόπο», συμπλήρωσε ο δημιουργός τόσων τραγουδιών που έδρασαν ως πυροσβεστήρες στις φωτιές της ψυχής μας.
Ποια τραγούδια έχουν αυτή τη λειτουργία για τον μουσικό; «Ξέρεις, δεν είναι ότι σε σώζει κάτι που σου λέει κάποιος σε ένα τραγούδι, αλλά περισσότερο σωτήριο είναι για ‘μένα το γεγονός ότι όντως κάποιος μπορεί να βάλει τόση πολλή ενέργεια σε ένα τόσο μικρό χρονικό πλαίσιο. Εκεί στην εφηβεία μου, κάποια τραγούδια του Bob Dylan και του Neil Young ήταν τόσο επιδραστικά σε εμένα. Αισθανόμουν τόσο έντονα ότι πατάω το κουμπί και μπαίνω σε ένα κόσμο που είναι σαν διαφυγή από την πραγματικότητα, όταν αυτή γινόταν σκληρή. Άνοιγα μια πόρτα και έμπαινα σε έναν άλλο κόσμο κι αυτό από μόνο του ήταν λυτρωτικό και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, με βοηθούσαν να πιστέψω στη ζωή».
«Άκουγα τον Leonard Cohen να βάζει τις λέξεις τη μία μετά από την άλλη, με έναν συγκλονιστικό τρόπο και δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που άκουσα το Suzanne, ένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια. Δεν πίστευα ότι κάποιος με έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε βόλτα κοντά σε εκείνο το πρόσωπο. Μπορούσα να φανταστώ εγώ και τα πορτοκάλια και το ποτάμι. Με τη φαντασία μου, γινόμουν μέτοχος, κομμάτι του τραγουδιού. Αισθανόμουν ότι μπορούσα να κυκλοφορώ μέσα στον κόσμο του Leonard Cohen. Aκόμη το κάνω κι είναι από τα πιο ωραία πράγματα, από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορώ να κάνω στον εαυτό μου, να κάνω παρέα με αυτόν τον απίστευτο κύριο. Θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα την πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι μπαίνω στον κόσμο του David Bowie ή των Velvet Underground. Μαγικά, συγκλονιστικά πράγματα αισθανόμουν να συμβαίνουν στην εφηβεία μου, βιώνοντας την επίδραση των τραγουδιών».
Όποιος, όποια, όποιο έχει πάει σε συναυλία του Παύλου Παυλίδη, τότε σίγουρα θα έχει προσέξει το βλέμμα του συχνά να αναζητά και να διεκδικεί την επαφή με το κοινό, κάποιες φορές να στρέφεται προς τα ψηλά κι άλλες φορές, να γυρνά προς τους άλλους μουσικούς. Ένα συστατικό, το οποίο αναμφίβολα δίνει στο κοινό την αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης ήρθε για να μοιραστεί ένα κομμάτι της ψυχής του για ένα βράδυ και να συνδεθεί, να επικοινωνήσει. «Κοιτάω προς όλες τις κατευθύνσεις, και προς τα πάνω, κοιτάω και προς τα κάτω, κάποια στιγμή μπορεί να συγκεντρωθώ και σε ένα πρόσωπο ή σε ένα βλέμμα που αισθάνομαι ότι μπορώ να στηριχτώ επάνω του. Κοιτάω όσο περισσότερο μπορώ για να δω όλους τους ανθρώπους που έχουν έρθει εκεί. Κάθε φορά, αισθάνομαι ότι είναι τεράστια τιμή που κάποιος έχει φύγει από το σπίτι του και έχει έρθει στη συναυλία για να μας ακούσει να παίζουμε και να τραγουδάμε. Είναι κάτι που δεν το συνηθίζεις ποτέ. Καμιά φορά δεν προλαβαίνω να χορτάσω όλο αυτό που συμβαίνει», δηλώνει.
«Έτσι κι αλλιώς, δεν είμαστε κάθε φορά η καλύτερη βερσιόν του εαυτού μας, οπότε είναι κάτι ζωντανό για εμένα. Δεν είναι ένα συγκεκριμένο αίσθημα. Ακόμη και τα ίδια τραγούδια να παίξεις, κάθε φορά αυτό που βιώνεις έχει την ιδιαιτερότητά του. Για αυτό και κάθε φορά πηγαίνουμε στην επόμενη συναυλία χωρίς να ξέρουμε με ακρίβεια τι θα συμβεί. Αυτή είναι και η μαγεία των συναυλιών, το ότι ποτέ δεν ζούμε την ίδια συναυλία. Σίγουρα, είμαι από τους μουσικούς που δίνει και ελευθερία στους συμπαίκτες του να ανακαλύψουν τα τραγούδια κάθε φορά, για αυτό και υπάρχει και αυτή η εξέλιξη στον ήχο. Είναι τελείως συνειδητό και λειτουργικό για ‘μένα».
Όλα αυτά τα χρόνια, η αγάπη που έχει δείξει το κοινό προς τον Παύλο Παυλίδη είναι αδιάκοπη. Αδιάσπαστη. Υπάρχει όμως περίπτωση η τόση αγάπη που δίνει το κοινό να κάνει τον καλλιτέχνη να νιώσει πως περιορίζεται μουσικά;
«Αυτό που μας περιορίζει δεν είναι το κοινό, αλλά η μανιέρα μας, όπως είπε κι ένας εξαιρετικός φίλος που συνάντησα χτες. Παγιδευόμαστε στη μανιέρα μας. Σίγουρα το παθαίνω κι εγώ αυτό. Από δίσκο σε δίσκο, προσπαθώ να απελευθερώνομαι κάπως από τα προηγούμενα πράγματα που έκανα, αλλά αισθάνομαι ότι πρέπει να επιμείνω σε αυτό, να προσπαθήσω κι άλλο. Με έχουν βοηθήσει κάποια πράγματα στο να απελευθερωθώ, όπως το ότι κάνω μουσική για μια θεατρική παράσταση που μ’ αρέσει πάρα πολύ, το «Φυλαχτό» του Μπολάνιο, όπου σκηνοθετεί η Μάγδα Κόρπη και πρωταγωνιστεί η καταπληκτική Αγγελική Παπαθεμελή. Είναι ένα πολύ δυνατό κείμενο, απολύτως πολιτικό, έμεινα άναυδος από το πόσο καθηλωμένο μπορεί να σε κρατήσει ένας μονόλογος. Έγραψα και για τη νέα τηλεοπτική σειρά «Σκοτεινή θάλασσα», τη μουσική των τίτλων και όλη τη μουσική της σειράς, η οποία έχει πολύ κινηματογραφική προσέγγιση.
Απολαμβάνω το να ανοίγομαι και στις διπλανές τέχνες».