Η Γραμμή του Ορίζοντος του Παύλου Παυλίδη

«Το ότι γράφεις τραγούδια, δε σημαίνει ότι είσαι και ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης», μου είχε πει στην προηγούμενη συνάντησή μας, ενώ λίγο πριν τον αφήσω στην ησυχία του (που φαινόταν να αποζητά, γενικά, τότε) φρόντισε να με ενημερώσει και για το ότι «εδώ και δύο χρόνια κοιτάζω μία φράση που έχω γράψει σε ένα κομμάτι χαρτί: “Αυτός που έφταιγε για όλα”. Δεν έχω αποφασίσει ακριβώς τι έκανε. Αλλά μυρίζομαι ότι κάτι ουσιαστικό θα πω αν καταφέρω να δω τη συνέχεια αυτής της φράσης εντός μου». Τότε, πριν από 7 περίπου χρόνια, ο Παυλίδης είχε μόλις κυκλοφορήσει τον δεύτερο, χωρίς τα Σπαθιά δίσκο του, που ήταν και ο πρώτος του με τους B-Movies, και έβγαζε μάτι ακόμη και το βλέμμα του (στραμμένο, θαρρείς, «κάπου αλλού») ότι βρισκόταν στην αρχή μιας νέας, γενικά και ειδικά αβέβαιης πορείας που κανείς δε θα στοιχημάτιζε ότι θα τον οδηγούσε (στο πλαίσιο μιας ελληνικής πραγματικότητας επί της ουσίας όχι και τόσο διαφορετικής, ανά τα χρόνια, από την εποχή που τα Σπαθιά ήταν οι Beatles ή οι Stones – ανάλογα με το τι τελικά ήταν για τον καθένα οι Τρύπες – υπό την έννοια ότι και αυτός και «εμείς» πάντοτε γυρνούσαμε και εσαεί θα γυρνάμε «σε μια χώρα που δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη») στη σημερινή εκ νέου αποδοχή του ως ενός «insomniac ποιητή που έχει την πιο άγρυπνη ποιητική ευαισθησία που έχω συναντήσει σε άνθρωπο», όπως έγραψε γι’ αυτόν ο Δεληβοριάς (άλλη περίπτωση από ‘κει…) και του κάθε στίχου του ως meta-θέσφατο νοημάτων ασαφώς ανώτερων, τα οποία ως τέτοια, απ’ ότι φαίνεται από τον σοσιαλμιντιακό χαμό και τις «γελάς γιατί σε θέλω» ταγκιές σε ψηφιακούς και μη τοίχους, μπορούν να γίνουν αντιληπτά σε όλο τους το μεγαλείο πρώτα και κύρια από τα ευαίσθητα σόναρ των κοριτσιών που έχουν πληγωθεί από τα αγόρια, που μερικές φορές, όμως, ξέρουν τι θέλουν λιγότερο και από τα κορίτσια και παθαίνουν ακόμη και φαλλοκρατικό tourette, γιατί τώρα που μεγαλώσαμε ο Παύλος δεν μας «ανήκει» πια (ενώ κατά βάθος μάλλον μας πειράζει που απλώς μεγαλώσαμε).

Σε κάτι τέτοιες υπαρξιακές αγωνίες απείρου βάθους και κάλλους, ως συνήθως τις απαντήσεις έχει δώσει προ πολλού ο Χρήστος Βακαλόπουλος: «Τώρα όλοι ακούνε Κολτραίην, Ντεντ, Τζώννυ Λη. Τότε όμως δεν θέλαμε να ακούνε όλοι αυτούς τους τύπους, μόνο να τους έχουν ακουστά κι εμείς να είμαστε εκείνοι που τους ήξεραν καλά, που είχαν τρυπήσει τους δίσκους από το πολύ παίξιμο. Έτσι τώρα αισθανόμαστε σχεδόν ηλίθιοι όταν βλέπουμε όλο τον κόσμο να έχει στο σπίτι του έναν τουλάχιστον δίσκο του Κολτραίην, και το κακό είναι ότι ο κόσμος έχει δίκιο κι όχι εμείς με τη βλακώδη υπεροψία μας. Εμείς έχουμε δίκιο μόνο όταν παραπονιόμαστε γι’ αυτό το γεγονός, το ότι ακούνε Κολτραίην τώρα πια, γιατί αυτή η διάδοση των πραγμάτων που μας άρεσαν μας εμποδίζει να είμαστε μαζί, να αισθανόμαστε φύλακες του Ναού και να ανταλλάσσουμε βλέμματα όλο κατανόηση γι’ αυτό μας το προνόμιο. Τα πράγματα που θα κάνουμε από δω και πέρα θα είναι όλο και πιο μοναχικά, το αισθάνομαι, ακόμα κι όταν πηδάμε θα είμαστε όλο και πιο μόνοι» -, Υπόθεση Μπεστ-Σέλλερ.

Όσο για τον Παύλο, που μαζί με τους B-Movies κυκλοφορεί τώρα άλλον ένα δίσκο (Μια Πυρκαγιά Σ’ Ένα Σπιρτόκουτο) μόλις ένα χρόνο μετά τον προηγούμενο (Στον Διπλανό Ουρανό), αυτή την εποχή έχει στο μυαλό του το στιχάκι «αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου», που πρόλαβε και έγραψε πολύ παλιά, και κάνει «ό,τι μπορεί», οπότε εντάξει, πάνω απ’ όλα την υγειά μας να ‘χουμε όλοι, να βάζουμε που και που καμιά φωτιά, ο καθένας στο λιμάνι του.

Ήχους βγάζουμε και «σκοτωνόμαστε» γι’ αυτό. Όμως ακόμη και οι ίδιοι οι παραγωγοί ξέρουν ότι το παιχνίδι πια παίζεται αλλού. Ξέρω περίπτωση γνωστού παραγωγού που είχε έρθει από την Αμερική και αφού τελείωνε η ηχογράφηση στο στούντιο, έλεγε «μισό λεπτό, πάω στο χολ να το ακούσω», και όντως πήγαινε να το ακούσει με το mac. Γιατί έχει μεγάλη σημασία τελικά αυτό σήμερα. Καλώς ή κακώς σήμερα θα «λογοδοτήσεις» περισσότερο για το πως ακούγεται ένας δίσκος σε ψείρες, παρά για το πως ακούγεται με ένα κανονικό ηχοσύστημα. Τρομερό δεν είναι; Σαν επιστημονική φαντασία μου φαίνεται μερικές φορές. Έτσι όπως πάμε σε λίγο καιρό οι πιτσιρικάδες ακόμη και στα βινύλια θα κάνουν με τα δάχτυλά τους ότι και στις οθόνες – και άντε τους εξηγήσεις ότι αυτό είναι scratching από σπόντα.

Τα τραγούδια του νέου δίσκου γράφτηκαν ταυτόχρονα με τον προηγούμενο, είναι της ίδιας περιόδου. Όλο αυτό ξεκίνησε λίγο σαν παιχνίδι, από την άποψη ότι πρώτη φορά είχα συγκεντρώσει στο κινητό μου σημειώσεις ηχογραφήσεων ενός χρόνου. Όσο ξενέρωτο κι αν ακούγεται, αυτό το αντικείμενο που έχουμε συνέχεια μαζί μας, έχει γίνει πια κάτι σαν σημειωματάριο. Ή σαν ένα φορητό κασσετόφωνο που το κουβαλάω συνέχεια. Τώρα πια όποτε πιάνω μια κιθάρα ή κάθομαι στο πιάνο κι έχω μια ιδέα που μου αρέσει, με το πάτημα ενός κουμπιού την αποθηκεύω. Αναρωτιέμαι μερικές φορές πόσες ιδέες είχαν χαθεί τα προηγούμενα χρόνια, ακριβώς γιατί δεν ξέρω να γράφω μουσική. Αυτός λοιπόν είναι και ο βασικός λόγος που υπάρχει τόση παραγωγικότητα το τελευταίο διάστημα.

Πήγα στο στούντιο στη Σαλονίκη – γιατί ακόμη εκεί είναι η έδρα της μπάντας, εκεί ξεκινάμε πάντα τις ηχογραφήσεις μας – και είχα μαζί μου ένα στέρεο κανάλι με 40 – μπορεί και πιο πολλές – ιδέες, οπότε ήταν λίγο σαν παιχνίδι να τις ακούμε όλοι μαζί και να επιλέγουμε πάνω σε ποιες θα αυτοσχεδιάσουμε. Απλώς επειδή υπήρχε τόσο υλικό, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να κάνω πρώτα ένα δίσκο με τα πιο ήσυχα και ατμοσφαιρικά κομμάτια, και μια άλλη ενότητα με τα πιο έντονα, τα πιο ζωηρά. Έτσι λοιπόν προέκυψαν αυτοί οι δύο δίσκοι, που στην ουσία είναι σαν δύο πλευρές του ίδιου διπλού δίσκου – πως ήταν για παράδειγμα το Mellon Collie των Smashing Pumpkins;

Ποτέ δεν λέω «τώρα θα καθίσω να γράψω στίχους». Πάντοτε υπάρχει ένα ερέθισμα, μια ιδέα, ίσως κεντρική, και τις περισσότερες φορές είναι απλώς μια φράση που αισθάνομαι ότι είναι σημαντική, ότι αν την προχωρήσω θα με οδηγήσει κάπου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κάποιες φορές αισθάνομαι ότι οι ιδέες μου, για τη μουσική ή τους στίχους, ολοκληρώνονται γρήγορα, ενώ κάποιες άλλες φορές παρόλο που αισθάνομαι ότι δεν τα ολοκληρώνω, αποφασίζω να τα αποτυπώσω, να τα ηχογραφήσω. Όχι με την αίσθηση ότι κάνω μια προχειροδουλειά, αλλά με την παραδοχή ότι ακόμη και αν συνεχίζοντας κατάφερνα να πάω αυτά τα τραγούδια παρακάτω, είναι καλύτερα να προχωρήσω μόνος μου. Γιατί πάντα θα υπάρχει ένας επόμενος δίσκος. Ίσως κιόλας αν συνεχίζεις και συνεχίζεις και συνεχίζεις να δουλεύεις κάτι, φτάνοντάς το στα όριά του, να κινδυνεύεις να το καταστρέψεις, πιστεύοντας ότι το βοηθάς, πως το βελτιώνεις. Συχνά έχω στο μυαλό μου ένα σκιτσάκι με μια κονσόλα και έναν παραγωγό-σκελετό, που έχει πεθάνει δηλαδή στο στούντιο, και πάνω από το κεφάλι του υπάρχει ένα συννεφάκι που λέει «σε λίγο η παραγωγή θα είναι έτοιμη». Στ’ αλήθεια ποτέ δεν αισθάνεσαι ότι κάτι έχει τελειώσει, αλλά κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι πρέπει να πας παρακάτω, για να μην αρχίσεις να ζητάς από ένα τραγούδι πράγματα που πρέπει να κάνεις σε ένα άλλο τραγούδι.

Οφείλεις να αποδέχεσαι αυτά που έχεις κάνει, αλλά εκ των πραγμάτων, όταν πια έχει περάσει καιρός, δε μπορείς παρά να σκέφτεσαι ότι κάποια πράγματα σήμερα θα τα έκανες διαφορετικά. Δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθω ότι αδίκησα τις ιδέες μου, αλλά νομίζω ότι αυτό συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους που προσπαθούν να γίνονται καλύτεροι. Δε μπορείς, ρε παιδί μου, στα 25 σου να είσαι όπως είσαι στα 50 σου. Δε χρειάζεται, πως να σου το πω. Βλέπω τώρα πράγματα που έκανα παλιότερα και λέω εντάξει, έγιναν έτσι ακριβώς γιατί υπήρχε μια άλλη ένταση εκείνη την περίοδο. Στ’ αλήθεια, νομίζω ότι με μεγάλη ακρίβεια το περιέγραψες όταν είπες για ημερολογιακή καταγραφή. Κάτι σαν ημερολόγιο είναι όλη αυτή η ιστορία. Σαν μικρά ψυχογραφήματα που έχουν παγιδευτεί στο χρόνο.

«Μόνο σαν “φάρος” δεν αισθάνομαι. Περισσότερο αισθάνομαι ότι προσπαθώ κι εγώ να βρω ένα φάρο μέσα στη νύχτα, παρά σαν κάποιος που φωτίζει τη νύχτα και διαλύει τα σκοτάδια της.»

Νομίζω ότι το να κοιτάς τις σελίδες του όποιου ημερολογίου σου και να νιώθεις λίγο άβολα, είναι απολύτως φυσιολογικό. Οι άνθρωποι που δεν το παθαίνουν αυτό, μάλλον πάσχουν από κάποιου είδους τυφλότητα. Παρ’ όλα αυτά, το να κατηγορήσεις την παλιά εκδοχή του εαυτού σου είναι πλήρης ανοησία. Πρέπει να συμφιλιωνόμαστε με τις παλιές μας εκδοχές, αν θέλουμε να «θεραπευτούμε». Ευτυχώς πρόλαβα και έγραψα πολύ παλιά το στιχάκι «αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου» – το «αν» μάλλον με κεφαλαία – οπότε ναι, εντάξει, κάνω ό,τι μπορώ.

Πρέπει να προσπαθείς να διατηρείς ανέπαφη μια παιδικότητα στο βλέμμα, να μπορείς να μένεις κατάπληκτος ακόμη και από απλά πράγματα, να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να παγιώσει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, αλλά να ανοίγει συνέχεια ένα καινούριο παράθυρο για να βλέπει τον ίδιο κόσμο – αυτό δεν αλλάζει.

Ναι, εντάξει, ισχύει ότι «δε μπορείς να μάθεις νέα κόλπα σε ένα γέρικο σκυλί». Δε θα ήταν λίγο ανόητο όμως να ζητήσει κάποιος από τον Λέοναρντ Κοέν να κάνει ένα νέο πείραμα στη μουσική που θα αλλάξει τα δεδομένα στο τι είναι τραγούδι; Περισσότερη αξία δεν έχει να βλέπεις τους νέους ανθρώπους, τα «young dogs» να αλλάξουν το σύμπαν; Όσο για μένα, ξέρω κι εγώ τι είμαι…παλιόσκυλο;

Σε διαβεβαιώ ότι μόνο σαν «φάρος» δεν αισθάνομαι. Περισσότερο αισθάνομαι ότι προσπαθώ κι εγώ να βρω ένα φάρο μέσα στη νύχτα, παρά σαν κάποιος που φωτίζει τη νύχτα και διαλύει τα σκοτάδια της.

Σίγουρα κάποιοι άνθρωποι με αυτά που κάνουν βοηθούν τους συνανθρώπους τους και αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Αλλά ο τρόπος που γράφω έχει να κάνει με το ότι είμαι κάποιος που ψάχνει μέσα στο σκοτάδι, παρά κάποιος που φωτίζει μέσα στο σκοτάδι. Προφανώς όμως χαίρομαι όταν μου λέει κάποιος ότι ένα τραγούδι μου τον βοήθησε σε μια δύσκολη του στιγμή. Ή ακόμη και αν μου πει ότι τα τραγούδια μου του κάνουν πολύ καλή παρέα. Μου φαίνονται πολύ χειροπιαστά όλα αυτά. Έτσι απλά.

«Τα Σπαθιά και οι άλλες μπάντες εκείνης της εποχής δρούσαμε σε μια Θεσσαλονίκη που κατά βάση ήταν συντηρητική πόλη. Δεν ήμασταν ο κανόνας. Ήμασταν η εξαίρεση. Κάτι ανάλογο ισχύει και σήμερα, προφανώς, για τη νέα φουρνιά δημιουργών που “ψάχνουν” κάτι»

Δεν υπάρχει ούτε ο ιδεατός, ούτε ο ακατάλληλος ακροατής. Όχι στο μυαλό μου, τουλάχιστον. Η σχέση μου με το κοινό είναι το αινιγματικό κομμάτι της δουλειάς μου. Μου αρέσει που δεν ξέρω ποιος θα ακούσει ένα τραγούδι μου. Μου αρέσει να αναρωτιέμαι αν αυτός που θα το ακούσει, θα αισθανθεί αυτό που αισθάνθηκα εγώ όταν το έγραφα.

Γράφοντας ένα τραγούδι και παίζοντάς το χιλιάδες φορές μέχρι να το ολοκληρώσεις, παθαίνεις κάτι ανάλογο με αυτό που παθαίνει ένας ζωγράφος, που μετά από τόσες ώρες που περνάει μπροστά από ένα έργο του, στο τέλος είναι σαν να μην το βλέπει. Αυτό που σκέφτομαι, λοιπόν, έχει να κάνει με το πως μπορεί να νιώσει κάποιος την πρώτη στιγμή που θα το ακούσει, και μέσω αυτής της διαδικασίας προσπαθώ να ανακαλέσω και τη δικιά μου ανάμνηση από το κάθε τραγούδι. Συν την αίσθηση μαγείας επειδή ξέρεις ότι ο καθένας θα δει από το δικό του παράθυρο τον κήπο που ζωγράφισες ή το δρόμο ή το τοπίο, ό,τι είναι κάθε φορά.

Αισθάνομαι ότι ο τρόπος που γράφω στίχους ανήκει στην παράδοση της ελληνικής στιχουργικής συνέχειας, όπως ορίστηκε από τους ποιητές που αγάπησα. Αλλά και οι ταινίες που με έχουν σημαδέψει υπάρχουν στα τραγούδια μου. Όχι τόσο όσον αφορά τις ίδιες τις σκηνές ή τις ιστορίες, όσο την αίσθηση που μου προκάλεσε η κινηματογραφική αφήγηση των ιστοριών.

Λίγες είναι οι φορές που κάτι που έχω γράψει ο κόσμος το αντιλαμβάνεται με τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που έχω στο μυαλό μου. Αλλά εντάξει, συμβαίνει κι αυτό. Ο καθένας είναι ελεύθερος να δώσει τη δική του ερμηνεία. Υπάρχει στον καινούριο δίσκο ένα κομμάτι που λέει για ένα δεντρόσπιτο, που πολλοί φίλοι μου πίστεψαν ότι είναι ένα ερωτικό γράμμα, ενώ στ’ αλήθεια είναι αποχαιρετισμός σε ένα φίλο, και μάλιστα παντοτινός αποχαιρετισμός. Κι εμένα μου ‘χει τύχει μετά από χρόνια να καταλάβω ότι ένα τραγούδι μου λέει κάτι άλλο από αυτό που νόμιζα.

Αν, όπως λες, τα τραγούδια μου δεν είναι φόρα παρτίδα και πρώτης ανάγνωσης, ίσως να έχει να κάνει με το ότι τα πράγματα που κι εγώ αγάπησα κι εξακολουθώ να αγαπώ ήταν πράγματα που όσο περισσότερο τα «διαβάζω» μεγαλώνοντας, τόσο περισσότερο τα ανακαλύπτω. Άλλο πράγμα βρίσκεις σε ένα ποίημα του Καβάφη όταν είσαι 20 χρονών, και άλλο στα 30 ή στα 50 σου. Και αυτή είναι η απόδειξη ότι ένα έργο είναι πραγματικά ζωντανό.

Ενώ ακούω συνέχεια μουσική από πάρα πολύ μικρός, δεν έχω εμμονές. Πάντοτε με ενδιαφέρει να ανακαλύψω κάτι καινούριο που θα με μαγέψει. Έχω την αίσθηση ότι ειδικά σήμερα αυτά τα νέα, μαγικά πράγματα μπορούν πιο εύκολα να φτάσουν εκεί που πρέπει. Κι ας ισχύει ότι την ίδια στιγμή, στην αντίπερα όχθη, γίνεται ολοένα και χειρότερη η κατάσταση. Ξέρεις, στις αρχές των 90s έλεγα ότι δε μπορεί να πάει πιο κάτω, βλέποντας να γίνονται λαϊκοί ήρωες ο Αντύπας ή ο Καρράς ή η Άντζελα Δημητρίου. Είχα πάθει σοκ, τότε, με όλο αυτό που συνέβαινε με την αμέριστη βοήθεια της ιδιωτικής τηλεόρασης, οπότε και πράγματα που δικαίως βρίσκονταν στο αδιάφορο περιθώριο, έγιναν πρώτη λεζάντα. Και γεννήθηκαν διασημότητες απολύτως κενές περιεχομένου, χωρίς κανένα έργο. Πίστευα τότε ότι ακριβώς επειδή όλο αυτό δεν είχε περιεχόμενο, αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε. Λάθος πρόβλεψη.

Τα Σπαθιά και οι άλλες μπάντες εκείνης της εποχής δρούσαμε σε μια Θεσσαλονίκη που κατά βάση ήταν συντηρητική πόλη. Δεν ήμασταν ο κανόνας. Ήμασταν η εξαίρεση. Κάτι ανάλογο ισχύει και σήμερα, προφανώς, για τη νέα φουρνιά δημιουργών που «ψάχνουν» κάτι. Η συντήρηση παραμένει ο κανόνας, και όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη που τόσα χρόνια ταλαιπωρήθηκε από τον Παπαγεωργόπουλο και τον άλλο, πως τον λένε, τον σερίφη, τον Ψωμιάδη. Και τώρα έχει τον Άνθιμο ως πνευματικό ταγό της πόλης. Η παρακμή καλά κρατεί. Μόνο που παράλληλα υπάρχει μεγαλύτερη κινητικότητα, γιατί ίσως και να είναι πιο ξεκάθαρη από ποτέ η ανάγκη να εκφράσεις αυτά που θες. Για να αντέξεις. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Έχω ζήσει 20 και βάλε χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Σαφώς και την αισθάνομαι σαν το σπίτι μου. Το παράξενο όμως με τη δικιά μας τη φουρνιά είναι ότι ενώ παράγαμε εκεί, ήταν η Αθήνα που στήριζε στ’ αλήθεια και πολύ έντονα την προσπάθειά μας, τους δίσκους και τις συναυλίες μας. Και λόγω του μεγέθους της, αλλά και λόγω μιας πιο μητροπολιτικής συναυλιακής παράδοσης, σε σχέση με τη Σαλονίκη. Το 1981 οι Birthday Party ήταν σούπερ σταρ εδώ. Ή οι Wipers, που στην Αμερική τους ανακάλυψαν όταν τελικά ο Cobain ασχολήθηκε με το Youth of America. Καταλαβαίνεις τι λέω.

Η Θεσσαλονίκη ακριβώς επειδή δεν είχε κάποιου είδους star system, δε μπορούσες δηλαδή απλώς να πουλάς μούρη, έπρεπε να γράψεις και κάτι, έσπρωχνε τον κόσμο να αφοσιωθεί περισσότερο στη δημιουργία παρά στην πόζα, ας πούμε. Ίσως σε μεγαλύτερες πόλεις, σαν την Αθήνα, να χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να καταλάβεις ότι μικρή σημασία έχει τι θα φορέσεις πάνω στο πάλκο. Γιατί δεν είναι αυτό που σε καταξιώνει ντεφάκτο. Ερχόμασταν, όμως στην Αθήνα και ακούγαμε εκείνη την εποχή τον Rock FM, ανακαλύπταμε ότι οι συναυλίες μας στο Ρόδον ήταν sold-out. Ερχόμασταν στην πόλη και είχαμε την αίσθηση ότι ερχόμασταν σε μια αγκαλιά και όχι ότι απομακρυνόμασταν από το σπίτι μας. Αυτό ήταν μοναδικό.

Όταν ήμασταν μικροί και πηγαίναμε για συναυλίες στην επαρχία, υπήρχε η μαγεία της ανακάλυψης των πόλεων, να δεις πως είναι οι πλατείες και ο κόσμος που ζει εκεί πέρα. Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια είναι το ίδιο μαγικό, ενώ έχει προστεθεί και ο έρωτας για κάποιες πόλεις που ακριβώς επειδή τις έχεις επισκεφτείς πολλές φορές, έχεις έντονες αναμνήσεις. Ταυτόχρονα όμως επειδή δεν έχεις προλάβει να τις βαρεθείς, έχεις ακόμη την όρεξη να τις ανακαλύψεις ξανά. Φτάνεις, ας πούμε, άλλη μια μέρα στα Γιάννενα και βλέπεις ένα μεγάλο σύννεφο πάνω από την πόλη και τους γλάρους να πετάνε και μένεις άφωνος. Γιατί αναγνωρίζεις ότι αν δεν έκανες αυτή τη δουλειά, δε θα είχες κανένα λόγο να βρεθείς τη συγκεκριμένη μέρα στο συγκεκριμένο τόπο.

«Αν τα τραγούδια μου δεν είναι φόρα παρτίδα και πρώτης ανάγνωσης, ίσως να έχει να κάνει με το ότι τα πράγματα που κι εγώ αγάπησα κι εξακολουθώ να αγαπώ ήταν πράγματα που όσο περισσότερο τα “διαβάζω” μεγαλώνοντας, τόσο περισσότερο τα ανακαλύπτω»

Είναι πολλά τα τραγούδια τώρα πια, οπότε πριν από τις συναυλίες πρέπει να διαλέγουμε ποια θα παίξουμε, διαφορετικά θα έπρεπε να παίζουμε μέχρι το πρωί.

Ζω κανονικά το όνειρό μου με τους B-Movies – το λέω και το ξαναλέω ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουμε καταφέρει κάτι πολύ όμορφο, και με καλύπτει απόλυτα, και ως προς την εμμονή που έχω με το ρυθμό και το groove. Καθώς ανασύρω τραγούδια και από προηγούμενες περιόδους, θέλοντας και μη τα ανακαλύπτω και τα ερωτεύομαι εξαρχής, γιατί αποκτούν μία ολοκαίνουρια έκτελεστική ένταση. Κάτι που είναι πάρα πολύ ωραίο. Σαν ανταμοιβή για τους κόπους τόσων χρόνων.

Όλοι στη μπάντα ανήκουμε σε μια φουρνιά που έχει μεγαλώσει στα προβάδικα και αυτός είναι βασικός λόγος που συνεχίζουμε να παίζουμε μαζί, και προσπαθούμε να σημαδέψουμε μαζί έναν κοινό στόχο. Και χαίρομαι τώρα που σε ακούω να μου λες ότι σου θυμίζουμε μια γκαραζόμπαντα που βγαίνει στο δρόμο. Έτσι το αντιλαμβάνομαι κι εγώ.

Τώρα ολοκληρώνω τη μουσική για μία παράσταση που θα παιχτεί σε λίγο καιρό, από τη Μ. Δευτέρα ως τη Μ. Τετάρτη. Είναι μια διαδικασία πολύ ενδιαφέρουσα και απελευθερωτική, ακριβώς γιατί οι B-Movies είναι μια γκαραζόμπαντα, όπως τη λες, και ενώ έχει πάντα πρόθεση να προχωρήσει τον ήχο της, υπηρετεί και το «εισαγωγή-κουπλέ-ρεφρέν», εξακολουθούμε δηλαδή να κάνουμε τραγούδια «παλαιού τύπου». Ενώ με τη μουσική για την παράσταση βρέθηκα να πειραματίζομαι με ατμόσφαιρες και ρυθμούς που μέχρι σήμερα δεν είχα δοκιμάσει ούτε με τα Σπαθιά, ούτε με τους B-Movies. Δεν ξέρω πόσο σπουδαίο θα είναι το αποτέλεσμα. Σίγουρα όμως είναι σπουδαίο το αίσθημα χαράς μέσα μου, και γιατί είμαι παρατηρητής σε μια ομάδα χορού και βλέπω παιδιά να ξεσκίζουν το σώμα τους για να έχουν ένα αποτέλεσμα. Άσε που νομίζω ότι αυτό που κάνω τώρα με τους χορευτές, θα είναι καθοριστικό και για το πως θα ακούγεται ο επόμενος δίσκος των B-Movies.

Ας κλείσουμε με κάτι παράξενο. Θα παίξουμε σε ένα μεγάλο φεστιβάλ στην Αγ.Πετρούπολη. Κι όλο αυτό γιατί ήμασταν τυχεροί και σε κάποιους ανθρώπους από τη ρώσικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, αρέσει πολύ η μπάντα. Κι επειδή υπάρχει φέτος μια πολιτιστική αδελφοποίηση της Αγίας Πετρούπολης με τη Θεσσαλονίκη. Και μάλιστα θα παίξουμε μαζί με τους Sigur Ros. Θα είναι τρελή εκδρομή. Είστε όλοι καλεσμένοι.


O νέος δίσκος του Παύλου Παυλίδη, παρέα με τους B-Movies, με τίτλο Μια Πυρκαγιά Σ’ Ένα Σπιρτόκουτο, κυκλοφορεί από την Inner Ear σε special edition cd και digital album, ενώ θα ακολουθήσει και έκδοση βινυλίου στα τέλη Μαϊου του 2016. Η πολυαναμενόμενη παρουσίαση του δίσκου θα γίνει Παρασκευή 8 και Σάββατο 9 Απρίλιου στο Gagarin 205. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).