Τα σενάριά σας απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι του art-house κινηματογράφου, έχουν συλλέξει δεκάδες υποψηφιότητες και βραβεύσεις, αλλά έχουν πάει γενικά καλά και στα ταμεία. Ποιο είναι όμως το προσωπικό σας μέτρο για την επιτυχία: η αποδοχή κι εκτίμηση των συναδέλφων σας σε κριτικές επιτροπές και εκλεκτορικά σώματα, ή το να φτάσουν οι ταινίες σας στο ευρύτερο δυνατό κοινό; Με άλλα λόγια, αν εκείνο το βράδυ του Μάη του 2002 σας έλεγε κάποιος «απόψε μπορείς να κερδίσεις το βραβείο σεναρίου στις Κάνες, ή μπορείς να δεις την ταινία σου να διπλασιάζει τα εισιτήριά της», τι θα επιλέγατε;
Παρ’ ότι προσπαθούμε να είμαστε οι ίδιοι οι σκληρότεροι κριτές μας, δεν ξεκινάμε να κάνουμε μια ταινία με στόχο να μπει στα multiplex, ή στους art-house κινηματογράφους. Τουλάχιστον εγώ δεν είμαι τόσο εξελιγμένος ώστε να μπορώ να κάνω αυτή τη διάκριση, και υποψιάζομαι ότι δεν μπορείς ποτέ στ’ αλήθεια να ξέρεις, ή να υπολογίσεις με τέτοια ακρίβεια την αγορά στην οποία θα απευθυνθεί το έργο σου. Για παράδειγμα, κάποιες ταινίες δούλεψαν στο καλλιτεχνικό κύκλωμα σε κάποιες χώρες, ενώ σε κάποιες άλλες πήγαν πολύ καλά στα multiplex. Το Jimmy’s Hall (2014) στη Γαλλία παίχτηκε σε πάνω από 350 αίθουσες φερ’ ειπείν. Το My Name is Joe / Το Όνομά μου είναι Τζο (1998) και το Sweet Sixteen / Γλυκά Δεκάξι (2002) πήγαν πολύ καλά στα multiplex της Σκοτίας, αλλά λόγω των σκοτσέζικων προφορών δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ στην αγορά της Αγγλίας. Αν πας σε μια σκοτσέζικη φυλακή όμως, δεν θα υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μην έχει δει αυτές τις δυο ταινίες – απεικονίζουν τον κόσμο τους, κι είναι πολύ δημοφιλείς μ’ αυτήν την έννοια.
Υποθέτω ότι ο καθένας αισθάνεται μεγάλη ανακούφιση όταν βλέπει τη δουλειά του να αναγνωρίζεται, κι αυτό προσφέρει και μεγάλη σιγουριά στους διανομείς και τους αιθουσάρχες. Έτσι είμαστε προγραμματισμένοι άλλωστε, απ’ την πρώτη μας μέρα στο σχολείο! Το να αναγνωρίζεσαι απ’ τους ομοίους σου είναι ωραία εμπειρία βέβαια, δεν είμαστε όμως και χαζοί. Μερικές φορές δεν είναι παρά μια αυθαίρετη διαδικασία και ζήτημα τύχης. Μια διαδικασία που καλύτερα είναι να μην την παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά και σίγουρα δεν είναι αυτό που μας κινητοποιεί για να κάνουμε ταινίες. Άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις αν πρόκειται να κερδίσεις κάποιο βραβείο απ’ τη μία, απ’ την άλλη όμως, δεν θα σταματούσαμε να κάνουμε ταινίες ακόμη κι αν ξέραμε ότι δεν πρόκειται να κερδίσουμε τίποτα ποτέ.
Ξέραμε, για παράδειγμα, ότι η ταινία μας για το Ιράκ, το Route Irish / Ιρλανδέζικος Δρόμος (2010), έβγαινε σε πολύ κακή περίοδο. Μια περίοδο όπου ο κόσμος είχε σιχαθεί να ακούει για τον πόλεμο. Εμείς όμως νιώθαμε απόλυτη ανάγκη να πούμε αυτήν την ιστορία. Αλλά σε πολλά επίπεδα, οι ταινίες που δυσκολεύεσαι περισσότερο να κάνεις, είναι κι οι ταινίες που σου παρέχουν την μεγαλύτερη ικανοποίηση στο τέλος. Για παράδειγμα, ήταν σχεδόν αδύνατο να βρούμε επενδυτές να βάλουν χρήματα σε μια ταινία για μετανάστες καθαριστές και στημένα συνδικάτα, στα Ισπανικά και με υπότιτλους, όμως το Bread and Roses προβάλλεται ξανά και ξανά και εξακολουθεί να είναι μια ταινία με ζωή, ακόμη και μετά από 14 χρόνια!
Οπότε, δεν εμπιστεύομαι τα βραβεία και το box office ως μέτρο επιτυχίας. Για παράδειγμα, λατρεύω το μικρό κομματάκι που κάναμε για το σπονδυλωτό για την 11η Σεπτεμβρίου (σσ: το 11’’09’09 – September 11 (2002), απόσπασμα με τίτλο United Kingdom), για τον φίλο μας τον Vladimir Vega, έναν Χιλιανό πρόσφυγα. Κάθε φορά που βλέπω την ταινία, ή βλέπω το πρόσωπό του, ή ακούω τη μουσική του, συγκινούμαι πάρα πολύ βαθιά. Και συγκινούμαι γιατί μου ανασκαλεύει τα γεγονότα της Χιλής και την προσωπική του τραγωδία, που είναι δεμμένη με τη μεγάλη τραγωδία της Χιλής. Η μεγάλη τραγωδία του Vladimir, που έθεσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, ήταν πως ήταν άλλο ένα θύμα του Pinochet και του Kissinger, και είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Προσωπικό και πολιτικό, δεμένα με έναν τρόπο απόλυτα οργανικό, σε μια μικρή ιστοριούλα γύρω από μια υποθετική επιστολή. Νιώθω πραγματικά ευλογημένος που δούλεψα σ’ αυτό, και πάλι είχε παίξει το ρόλο της η τύχη για να προκύψει έτσι αυτό το project. Γιατί απλώς θυμήθηκα, χωρίς κανέναν συγκεκριμένο λόγο, ότι η 11η Σεπτεμβρίου δεν ήταν μόνο η ημερομηνία της τραγωδίας των Δίδυμων Πύργων, αλλά κι η επέτειος του Χιλιανού πραξικοπήματος. Δεν θα αντάλλαζα τον μικρό μου ρόλο σ’ αυτό το μικρό ταινιάκι ούτε για μια ντουζίνα από Χρυσούς Φοίνικες. Και το εννοώ αυτό. Κι αν έχεις την ευκαιρία να δεις αυτήν την ταινία και το τι δίνει αυτός ο άνθρωπος στην οθόνη, θα καταλάβεις ότι δεν μπορεί να σου δώσει καμία επιτροπή κάτι αντίστοιχο.
Μιλώντας πάντως για βραβεία, όλα τα σενάριά σας έχουν γοητεύσει, αλλά κάποια περισσότερο από άλλα. Έχετε βρει πώς φτιάχνεται μια ταινία για Χρυσό Φοίνικα; Ποιο ήταν το στοιχείο της επιτυχίας του ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι; Όχι. Δεν έχω ιδέα.
Απ’ όταν πρωτοσυνεργαστήκατε με το Carla’s Song / Το Τραγούδι της Κάρλα (1996), πρακτικά έχετε γίνει ο αποκλειστικός σεναριογράφος του Ken Loach. Τι είναι αυτό που σας έχει κάνει να κολλήσετε τόσο απόλυτα; Και παρ’ ότι στις ταινίες σας το σεναριογραφικό credit είναι αποκλειστικά δικό σας, δεν μπορώ να πιστέψω πως το τελικό αποτέλεσμα δεν φέρει και σημαντική τη συμβολή του ίδιου του Loach. Είμαι ένας απ’ τους πιο τυχερούς σεναριογράφους στον κόσμο που μπορώ να δουλεύω στο πλάι του Ken Loach, και είναι βέβαια και για τους δυο μας μεγάλη τύχη που μπορούμε να έχουμε την υποστήριξη της Rebecca O’ Brian, της παραγωγού μας, γιατί αυτό είναι που μας παρέχει και την εξασφάλιση ότι όλη μας η ενέργεια μπαίνει στη δουλειά, κι όχι στην παράπλευρη αγγαρεία Αυτό δεν το παίρνω ποτέ για δεδομένο και είμαι πάντα ευγνώμων. Ο Ken απ’ την άλλη, είναι εξαιρετικός στη συνεργασία. Ακούει πραγματικά και προσπαθώ κι εγώ να κάνω το ίδιο. Κανείς απ’ τους δυο μας δεν νομίζει ότι είναι ο Πάπας που μιλάει καθέδρας, ή ότι έχει πιει απ’ το συντριβάνι της σοφίας. Υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία θεωρούμε απλώς αυτονόητα και δεν χρειάζεται να τα συζητήσουμε καν, και είναι αυτά τα κοινά σημεία που, αν δεν υπήρχαν, είμαι βέβαιος ότι η σχέση που έχουμε αναπτύξει δεν θα διαρκούσε όσο έχει διαρκέσει. Από ‘κει και πέρα, απ’ τη φύση της διαδικασίας του να κατασκευάσεις μια ταινία, προκύπτει έτσι κι αλλιώς μια αλληλοεπικάλυψη στη δημιουργική επιρροή του ενός και το άλλου επάνω σε ένα project. Αλλά κάνουμε πολύ διαφορετικά πράγματα. Εγώ γράφω, αυτός σκηνοθετεί, και συναντιόμαστε κι οι δυο μας στη μέση, ως κινηματογραφιστές. Και προσπαθούμε να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο στα αντίστοιχα κομμάτια της δουλειάς μας. Ύστερα, ο Ken είναι κι ένας πολύ ξύπνιος κι αστείος άνθρωπος, οπότε η όλη διαδικασία είναι απόλυτα απολαυστική.
Λίγο πριν την πρεμιέρα του Jimmy’s Hall στις περασμένες Κάνες, ο κος Loach είχε περίπου δηλώσει ότι αποσύρεται απ’ τον κινηματογράφο, αλλά στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας φαινόταν να το ξανασκέφτεται. Τον είχατε προλάβει με κάποια ιδέα για σενάριο και του αλλάξατε γνώμη; Α, Ιωσήφ, ο χρόνος θα δείξει!
Ετοιμάζετε κάτι καινούριο αυτήν την περίοδο; Ξέρεις, ίσως να φέρνει γρουσουζιά το να μιλάς πολύ για μελλοντικά σχέδια. Καλύτερα να τα συζητάμε όταν τα έχουμε ήδη στο κουτί!
*To Σάββατο 25 Οκτωβρίου, στις 12.30 το μεσημέρι, στο Auditorium του Ινστιτούτου Γκαίτε και στα πλαίσια του 27ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ο βραβευμένος στο Φεστιβάλ των Καννών και της Βενετίας, σεναριογράφος Paul Laverty (Γλυκά δεκάξι, Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι, Jimmy’s Hall) θα μιλήσει για την τέχνη του κινηματογραφικού σεναρίου και τη συνεργασία του με τον Ken Loach, σε ένα masterclass με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Η υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα ταινία Jimmy’s Hall του Ken Loach, σε σενάριο του Paul Laverty, θα βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 4 Δεκέμβρη από τη Feelgood Entertainment.
Page: 1 2