Το 2015 δύο βαρυποινίτες κρατούμενοι φυλακών στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης κατάφεραν να δραπετεύσουν χάρη στη βοήθεια μιας παντρεμένης σωφρονιστικής υπαλλήλου με την οποία διατηρούσαν και οι δύο σεξουαλικές σχέσεις. Ο Μπεν Στίλερ επανήλθε στην καρέκλα του σκηνοθέτη για να μεταφέρει στην μικρή οθόνη αυτή την αληθινή ιστορία που από μόνη της αποτελεί μια αξιοσημείωτη περίπτωση, αλλά τίποτα παραπάνω.
Τι είναι το παραπάνω που αποτυπώνεται στη μόλις οκτώ επεισοδίων σειρά; Η Πατρίτσια Αρκέτ στον ρόλο της white trash αμερικανίδας δίνει τέτοιο βάθος στη γυναίκα που υποδύεται που αξίζει να ξοδέψει κανείς τον χρόνο του για να δει πώς αυτή η σπουδαία ηθοποιός μέσα από έναν σχεδόν μονολιθικό χαρακτήρα με μια μονίμως «στραβωμένη» έκφραση καταφέρνει να βγάλει στο φως τόσες πτυχές της φτωχής, αμόρφωτης, καταπιεσμένης γυναίκας που όμως ακόμη νιώθει ότι δικαιούται κι αυτή να ονειρεύεται έστω κι αν το όνειρο της είναι ένα ερωτικό τρίγωνο με δύο δολοφόνους στις ζεστές ακτές του Μεξικού.
Η Αρκέτ φέρνει τόσο ακομπλεξάριστα τον εαυτό της «κατεστραμμένο» μπροστά στον φακό που δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις την αυτοπεποίθησή της ως ηθοποιού. Ναι, κι άλλες ηθοποιοί έχουν παχύνει για τους ρόλους τους, έχουν βάλει πρόσθετες μύτες, έχουν κόψει μαλλιά, έχουν εμφανιστεί εμφανώς ταλαιπωρημένες μπροστά στον φακό. Όμως η Αρκέτ έχει αφήσει προ πολλού πίσω της το χοτ γκομενάκι του Lost Highway και του Flirting with Disaster. Η ώριμη θηλυκότητα της ξεχειλίζει, φάνηκε αυτό και στον ρόλο της ως ιδιοκτήτριας ενός speak-easy μπαρ στο Boardwalk Empire. H Aρκέτ γουστάρει τον εαυτό της και με τα κιλά που είναι τώρα και με τις ρυτίδες της και με τα 51 της χρόνια.
Η Τζόις “Τίλλυ” Μίτσελ της Αρκέτ, είναι μια σωφρονιστική υπάλληλος που έχει ένα παιδί από τον πρώτο της γάμο, ζει με τον δεύτερο άντρα της και έχει σεξουαλικές σχέσεις με έναν κατάδικό που δουλεύει στο ραφείο των φυλακών, εκεί που εκείνη έχει την εποπτεία των εργαζομένων-κρατουμένων. Έχει πολλά κιλά παραπάνω, έχει απεριποίητο μαλλί αλλά φορά πάντα –ακόμη και μέσα στον σκληρό χειμώνα- μπλούζα που αφήνει το κάτι παραπάνω από πλούσιο μπούστο της να ξεχειλίζει. Δέχεται μάλιστα παρατήρηση για το ντύσιμο της από άντρα συνάδελφο της.
Η Μίτσελ της Αρκέτ έχει έναν πρωτόγονο ερωτισμό, άφιλτρο, εφηβικό. Παίρνει στην αποθήκη τον κρατούμενο Ντέιβιντ Σουέτ, τον υποδύεται ο Πολ Ντάνο, γυρνάει την πλάτη της, κατεβάζει το εσώρουχο της και πηδιέται για ένα-δύο λεπτά μαζί του μέχρι αυτός να τελειώσει. Όλοι στο ραφείο έχουν πάρει είδηση, η ίδια δείχνει να μην καταλαβαίνει ότι έχει γίνει αντιληπτή, μπροστά στην επιθυμία της και στην ανάγκη της να κάνει αυτό που θέλει δεν παίρνει καν στοιχειώδη μέτρα προστασίας. Όλοι όμως έχουν καταλάβει κι έτσι ο Σουέτ απομακρύνεται από το ραφείο.
Την θέση του νέου της εραστή παίρνει ο Ρίτσαρντ Ματ, τον υποδύεται το Μπενίτσιο Ντελ Τόρο, που με στόχο να την κάνει συνένοχο στο σχέδιο του για απόδραση μαζί με τον Σουέτ, την προσεγγίζει ερωτικά και της υπόσχεται ένα μέλλον στο Μεξικό όπου οι τρεις τους θα ζουν μακριά από όλους και θα χαίρονται τον έρωτά τους. Η Μίτσελ δέχεται να γίνει ερωμένη του αν και στην αρχή του ξεκαθαρίζει ότι τρέφει συναισθήματα ακόμη για τον Σουέτ και δε θέλει εκείνος να πληγωθεί. Είναι έτοιμη να πιστέψει τα πάντα που θα την κάνουν να δραπετεύσει από την κρύα μικρή πόλη στην οποία νιώθει φυλακισμένη.
Η Μίτσελ της Αρκέτ είναι ένα ζωάκι με βασικά συναισθήματα. Πόθο, σεξουαλικότητα, εγωισμό αλλά και τάση ανεξαρτησίας. Είναι ένα συμπαθητικό ζωάκι; Όχι. Γκρινιάζει για όλα και σε όλους, συμπεριφέρεται υποτιμητικά στον σύζυγό της που την λατρεύει και την στηρίζει, πιστεύει ότι αξίζει κάτι καλύτερο παρότι η ίδια δεν μοιάζει να ξεχωρίζει από τους γύρω της. Ο Στίλερ σκιαγραφεί την αμερικανική επαρχία χωρίς να της χαρίζεται, όλοι είναι υπέρβαροι, περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους τρώγοντας, πίνοντας, βλέποντας μαλακίες στην τηλεόραση. Κανείς δεν ζητάει τίποτα παραπάνω.
Η διαφορά της Μίτσελ είναι ότι περισσότερο ενστικτωδώς, παρά από κάποια προσπάθεια προσωπικής καλλιέργειας, φέρει στοιχεία ενός ακατέργαστου φεμινισμού. Στο μόνο επεισόδιο που ασχολείται με το παρελθόν των πρωταγωνιστών η Μίτσελ συζητά με τον πρώτο σύζυγό της που της ζητά να παραιτηθεί γιατί να μη χρειάζεται να πληρώνουν τον παιδικό σταθμό και να μείνει σπίτι γιατί το παιδί έχει ανάγκη έναν γονιό κοντά του. Εκείνη τον ρωτά «Γιατί δεν μένεις εσύ σπίτι;» κι όταν εκείνος της απαντά «Επειδή βγάζω περισσότερα από σένα» η απάντηση έρχεται αποστομωτική «Ναι, γιατί είσαι άντρας».
Λίγο αργότερα η Μίτσελ που δουλεύει σε βιοτεχνία κατασκευής παπουτσιών μιλά με μια άλλη εργάτρια και μεταξύ άλλων της λέει ότι «Το σεξ είναι ευχαρίστηση. Στη Γαλλία όλοι έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις. Και οι γυναίκες. Και στο κάτω κάτω επειδή κάνω χειρωνακτική εργασία στη μέση του πουθενά σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνω σεξ;». Έχει βρει ήδη τον επόμενο εραστή της, τον Λάιλ (που αργότερα θα παντρευτεί). Κάνει σεξ μαζί του σχεδόν σε δημόσια θέα, πίσω από κάτι θάμνους, λίγο πιο εκεί από τις άλλες εργάτριες που θα την καρφώσουν στον άντρα της. Για την Μίτσελ το σεξ και η αυτοδιάθεση του σώματος της είναι αναφαίρετο δικαίωμα, δεν βρίσκει καν τον λόγο να κρύβεται.
Η Αρκέτ παίρνει αυτό τον εκ πρώτης όψεως αδίστακτο χαρακτήρα και τον απογειώνει. Είναι ξεκάθαρο ότι πιστεύει στην αυθεντικότητα της Μίτσελ. Δεν παίρνει το μέρος της αλλά κατανοεί την ανάγκη της να είναι αυτή που είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αρκέτ, με τον πύρινο λόγο στα Όσκαρ που κατακεραύνωνε το Χόλιγουντ για την ανισότητα των μισθών εις βάρος των γυναικών συναδέλφων της, παίζει με αυτό το πάθος και με απίστευτη δεξιοτεχνία τη Τζόις “Τίλλυ” Μίτσελ. Γι’ αυτό την υποδύεται τόσο σαρωτικά που χωρίς αυτήν η σειρά θα είναι μάλλον μια μέτρια απόδοση μιας πραγματικής ιστορίας. Η πραγματική απόδραση από τη Ντανεμόρα δεν είναι των δύο κρατουμένων αλλά μιας γυναίκας που βυθίζει τα μακριά, βαμμένα νύχια της στο πατριαρχικό σύστημα που την καταπιέζει και το κάνει με κάθε κόστος.