Πώς Κάνουν Σεξ τα Χέλια; Και Γιατί το Μεγάλο Μυστήριο της Ζωής τους Οδήγησε σε Ένα Συγκινητικό Διεθνές Bestseller;

Μεταξύ των αναρίθμητων φιλοσόφων και επιστημόνων που επί χιλιετίες ματαιοπονούν προσπαθώντας να διαλευκάνουν το μυστήριο του χελιού -πώς αυτά τα ψάρια αναπαράγονται, γιατί και πώς αλλάζουν μορφή ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της πολυδεκαετούς ζωής τους, γιατί και πώς αφήνουν πίσω τους τη Θάλασσα των Σαργασσών, το βορειοδυτικό τμήμα του Ατλαντικού όπου γεννιούνται, για να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές και να διαχυθούν σε ρυάκια, λίμνες και ποτάμια, γιατί και πώς, αφού έχουν προσαρμοστεί στη ζωή στο γλυκό νερό αλλάζουν ξανά ρότα και κατευθύνονται στα βάθη του ωκεανού- δύο είναι οι πιο εύλογα ξακουστές περιπτώσεις.

Αφενός ο Αριστοτέλης που πίστευε ότι «όλα τα χέλια γεννιούνται από τη λάσπη. Εμφανίζονται από το πουθενά στον λασπωμένο πυθμένα της θάλασσας. Αυτό σημαίνει ότι δεν δημιουργούνται από άλλα χέλια που αναπαράγονται φυσιολογικά. Δεν προκύπτουν από την ένωση των αναπαραγωγικών οργάνων και τη γονιμοποίηση των αυγών», όπως αναφέρεται στο λογοτεχνικό ντεμπούτο του σαρανταεπτάχρονου Σουηδού δημοσιογράφου Πάτρικ Σβένσον με τίτλο «Το Βιβλίο των Χελιών» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Αγγελική Νάτση). «Πώς όμως κατάφερε το χέλι να ξεγλιστρήσει από τον Αριστοτέλη; Η ερώτηση είναι μάλλον ρητορική. Όσο προσεκτικά και συστηματικά κι αν μελέτησε το χέλι, κατέληξε σε συμπεράσματα που σήμερα είναι σχεδόν γελοία από επιστημονικής απόψεως».

Σε παταγώδη αποτυχία θα οδηγούνταν πολλούς αιώνες αργότερα και ένας φιλόδοξος νεαρός ερευνητής που «πήγε στην Τεργέστη για να συγγράψει μια επαναστατική εργασία και να δώσει άπαξ και διά παντός μια απάντηση στο ερώτημα που ταλάνιζε την επιστήμη επί αιώνες: Πώς πολλαπλασιάζεται το χέλι;». Όμως «το χέλι τον κορόιδεψε και ίσως σε αυτό οφειλόταν ότι ο Ζίγκμουντ Φρόυντ με τον καιρό εγκατέλειψε τη σαφώς οριοθετημένη φυσική επιστήμη για χάρη της πιο περίπλοκης και διευρυμένης ψυχανάλυσης. Αν αναλογιστεί κανείς το αντικείμενο στο οποίο εμβάθυνε ο Φρόυντ, ο τρόπος με τον οποίο το χέλι τον ξεγέλασε ήταν σίγουρα ειρωνικός: Το χέλι δεν του αποκάλυψε τη σεξουαλικότητά του. Ο άνθρωπος που αργότερα θα επηρέαζε όλη τη σκέψη του 20ού αιώνα γύρω από το φύλο και τη σεξουαλικότητα και θα διείσδυε στο ανθρώπινο είναι πιο βαθιά από οποιονδήποτε άλλο δεν κατάφερε να ανακαλύψει τα γεννητικά όργανα του χελιού. Πήγε στην Τεργέστη για να βρει τους όρχεις ενός χελιού αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να διαιωνίσει το μυστήριο. Ήθελε να κατανοήσει τη σεξουαλικότητα ενός ψαριού, αλλά τελικά βρήκε τη δική του».

Πρόκειται για ένα πάντρεμα φυσικής ιστορίας, απομνημονευμάτων και μεταφυσικών αναζητήσεων, όπως σημειώνεται στη διθυραμβική κριτική των New York Times.

Αυτές οι ιντριγκαδόρικες και άγνωστες στο ευρύ κοινό ιστορίες που ο Σβένσον άντλησε μέσα από μία εκτενέστατη, κατά βάση επιστημονική, βιβλιογραφία που περιλαμβάνει από Αριστοτέλη και Ρέιτσελ Κάρσον μέχρι Φρόυντ και Γκύντερ Γκρας, λειτούργησαν ως επιβεβαίωση για τον συγγραφέα ότι τα χέλια ήταν πράγματι το σωστό λογοτεχνικό εύρημα ώστε να καταφέρει να ερευνήσει, στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα, τη σχέση του με τον εκλιπόντα πατέρα του.

«Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία ψαρεύοντας χέλια με τον πατέρα μου. Πάντα οι δυο μας, αργά τη νύχτα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, στο μικρό ποτάμι κοντά στο σπίτι. Όλες εκείνες οι νύχτες ήταν πολύ σημαντικές για τη σχέση μας. Στην πραγματικότητα τα χέλια μας έφεραν κοντά, μας έκαναν αυτό που ήμασταν μεταξύ μας» λέει στην Popaganda. «Και πολύ αργότερα, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα μου, συνέβη κάτι που με επηρέασε βαθιά. Το περιγράφω στο τέλος του βιβλίου, ήταν ένα συμβάν που είχε να κάνει με ένα χέλι και στ’ αλήθεια με βοήθησε να καταλάβω ότι ο πατέρας μου θα συνέχιζε να είναι μαζί μου ακόμη και αφότου είχε φύγει από τη ζωή. Τότε ήταν που η ιδέα του βιβλίου φυτεύτηκε στο μυαλό μου. Θα χρειάζονταν βέβαια να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να αρχίσει να μορφοποιείται μέσα μου».

Συνήθως έτσι πάει: Πρώτα θα γεννηθεί το μικρόβιο της επιθυμίας να γράψεις, μετά θα αναπτυχθεί στο πίσω μέρος της καθημερινότητάς σου, μετά θα συλλάβεις την ιδέα κατά πάσα πιθανότητα ξαφνικά, μετά η ιδέα θα ωριμάσει και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κάποια στιγμή θα ξεκινήσει η πυρετώδης απόπειρα υλοποίησής της.

Μόλις έξι μήνες χρειάστηκε ο Σβένσον για να γράψει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. «Ήταν μία πολύ πειθαρχημένη αλλά και παθιασμένη περίοδος. Φυσικά μετά έπρεπε να το ξαναγράψω και να κάνω διορθώσεις στο κείμενο για σχεδόν ένα χρόνο ακόμη. Το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδικασίας ήταν η έρευνα, η εύρεση όλων των αυθεντικών πηγών που θα μου επέτρεπαν να εντάξω τα στοιχεία τους μέσα στην ιστορία. Εννοείται ότι ήταν δύσκολη και η γραφή καθαυτή, μιας και προσπάθησα να συνδυάσω δύο διαφορετικά είδη».

«Νόμιζα ότι έγραφα ένα βιβλίο για σπασίκλες, περίμενα ότι θα ήταν λίγοι οι αναγνώστες που θα μοιράζονταν το πάθος μου για ένα θέμα που εγώ προσωπικά έβρισκα συναρπαστικό. Η πραγματικότητα όμως με διέψευσε»

Πρόκειται για ένα πάντρεμα φυσικής ιστορίας, απομνημονευμάτων και μεταφυσικών αναζητήσεων, όπως σημειώνεται στη διθυραμβική κριτική των New York Times. «Προσπαθούσα, να γράψω για επιστημονικά δεδομένα με έναν τρόπο που θα ήταν φυσικά ακριβής επιστημονικά», λέει ο συγγραφέας, «χρησιμοποιώντας όμως λογοτεχνικά εργαλεία και μεθόδους».

Αποτέλεσμα; Ένα ήδη βραβευμένο στη Σουηδία με το υψηλού κύρους βραβείο August (κάτι σαν το Booker της συγκεκριμένης σκανδιναβικής χώρας) bestseller που μεταφράζεται σε περισσότερες από 30 γλώσσες, γεγονός απρόσμενο που έχει αφήσει έκπληκτο πρώτον απ’ όλους τον ίδιο τον πρωτοεμφανιζόμενο Σουηδό λογοτέχνη. «Από την αρχή νόμιζα ότι έγραφα ένα βιβλίο για σπασίκλες περίμενα ότι θα ήταν λίγοι οι αναγνώστες που θα μοιράζονταν το πάθος μου για ένα θέμα που εγώ προσωπικά έβρισκα συναρπαστικό. Η πραγματικότητα όμως με διέψευσε, κάτι που υποθέτω ότι λειτουργεί ως απόδειξη ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα βιβλίο για ανθρώπους, για τη σύνδεση μας με τη φύση, για το πώς δουλεύει η επιστήμη, για το πώς ξέρουμε τα πράγματα που ξέρουμε και τη σημασία του να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει».

Το διακύβευμα δεν ήταν να αναρωτηθεί «τι ξέρουμε για τα χέλια;» (αλλά και για ανθρώπινα ζητήματα όπως η πίστη, οι συναισθηματικοί δεσμοί, η διαχείριση της απώλειας, ο νόστος για μια χαμένη πατρίδα ή ακόμη και για τον χαμένο εαυτό του παρελθόντος μας) αλλά κυρίως «γιατί ξέρουμε ό,τι ξέρουμε;». «Μόνο έτσι μπορείς να βρεις τις ιστορίες και τους χαρακτήρες που θα μετατρέψουν την επιστημονική ιστορία σε μία λογοτεχνική αφήγηση», λέει ο Σβένσον. «Μόνο έτσι θα βρεις τον Αριστοτέλη να αγωνίζεται προσπαθώντας να κατανοήσει το μυστήριο των χελιών. Ή τον Σίγκμουντ Φρόιντ να ξοδεύει μήνες προσπαθώντας να εντοπίσει έναν όρχι χελιού στην Τεργέστη. Ή τον Δανό βιολόγο Γιοχάνες Σμιντ να ξοδεύει σχεδόν είκοσι χρόνια πάνω σε ένα μικρό πλοιάριο, πλέοντας στον ατλαντικό ωκεανό και προσπαθώντας να εντοπίσει τον τόπο που γεννιούνται τα χέλια».

«Όπως τα χέλια που σε κάποια στιγμή της ζωής τους νιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν στον τόπο της καταγωγής τους, πιστεύω ότι και πολλοί από εμάς αργά ή γρήγορα θα νιώσουμε την ανάγκη να στραφούμε στο παρελθόν μας, για να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας, τις ρίζες μας».

«Μήπως όμως το μυστήριο των χελιών θέλγει τόσο πολύ αυτόν που πιάστηκε στα δίχτυα του, ώστε προκαλεί ένα περίεργο είδος επιμονής – και εμμονής;» γράφει στο βιβλίο του. «Όσο περισσότερα μαθαίνω για το χέλι και όσο περισσότερο καταλαβαίνω τις θυσίες που απαιτήθηκαν για να το κατανοήσουμε, τόσο τείνω να πιστέψω ότι τελικά έτσι είναι. Μάλλον θέλω να πιστεύω ότι μας γοητεύει το αινιγματικό και το μυστηριώδες, επειδή κάτι μέσα στο μυστήριο μας είναι οικείο. Μπορούμε να συσχετιστούμε με την ιδιομορφία της καταγωγής και της περιπλάνησης του χελιού, ακόμα και να ταυτιστούμε: Είναι η ορμέμφυτη τάση να ακολουθεί τα ρεύματα και ο συνειδητοποιημένος, δύσκολος δρόμος της επιστροφής. Είναι όλα όσα είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε εμείς για να βρούμε το σπίτι μας». Μερικές σελίδες πιο κάτω: «Ίσως είναι πιο εύκολο να ταυτιστείς με αυτή τη μοίρα, παρά με την προαποφασισμένη και εξαρτημένη ζωή του σολομού. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που το μυστηριωδώς απρόσιτο χέλι παραμένει ένα συναρπαστικό πλάσμα. Γιατί είναι ευκολότερο να ταυτιστείς με κάποιον που επίσης κουβαλάει μυστικά, κάποιον που είναι ανοιχτός όσον αφορά το ποιος είναι και από πού κατάγεται. Τα μυστικά του χελιού είναι τα μυστικά του ανθρώπου. Και τέλος, το να ψάχνεις να βρεις τη θέση σου στον κόσμο είναι σίγουρα η εμπειρία την οποία μοιράζονται οι περισσότεροι άνθρωποι».

Ήταν λοιπόν τόσο έντονη η ανάγκη του να βρει τη δική του θέση σε ένα κόσμο χωρίς τον πατέρα του, που η δημοσιοποίηση πολλών από τα μυστικά και τις μύχιες σκέψεις του συνέβη χωρίς την παραμικρή, εκ μέρους του, ανησυχία μήπως τελικά «ξεγυμνωθεί» (και «ξεγυμνώσει» ορισμένους οικείους του) περισσότερο απ’ όσο θα ήταν συνετό. «Δεν είναι κάτι που με προβλημάτισε» λέει στην Popaganda. «Θεωρώ ότι το βιβλίο είναι μεν προσωπικό, αλλά δεν είναι σαν να κρυφοκοιτάζεις από την κλειδαρότρυπα. Γράφω για πράγματα που συνέβησαν σε μένα, αντλώντας υλικό από τις δικές μου εμπειρίες και τις δικές μου αναμνήσεις. Η οικογένειά μου το κατανόησε αυτό από την πρώτη στιγμή. Είναι βέβαια πολύ δύσκολο να γράφεις για την απώλεια, το πένθος και ό,τι άλλο έχει επηρεάσει δραστικά τη ζωή σου».

«Έτσι λοιπόν, ένας άνθρωπος (ή ένα χέλι) μπορεί να πεθάνει και σε μια στιγμή να μεταμορφωθεί και να επιστρέψει με αναλλοίωτη μορφή» γράφει. «Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Είναι μια παραβολή. Όμως μια παραβολή σίγουρα μπορεί να περιέχει τη δική της αλήθεια. Δεν χρειάζεται να πιστέψει κανείς στο θαύμα για να πιστέψει στο περιεχόμενό του. Μπορεί να είναι μωρός με πολλούς τρόπους. Και δεν χρειάζεται να πιστεύει κυριολεκτικά στο Ευαγγέλιο (ή στο χέλι) για να πιστεύει σε αυτό που αποτελεί τον πυρήνα του μηνύματός τους: Οι νεκροί συνεχίζουν με κάποιο τρόπο να είναι μαζί μας. Η γιαγιά πίστευε στον Θεό, ενώ εγώ και ο πατέρας όχι. Όμως πολύ αργότερα, όταν η γιαγιά ήταν ετοιμοθάνατη και καθόμουν δίπλα της, εκείνη έκλαψε και είπε: “Θα είμαι πάντα μαζί σας”. Και εγώ φυσικά το πίστεψα. Δεν χρειαζόταν να πιστεύω στον Θεό για να το πιστέψω. Αυτό ακριβώς υπόσχεται ο Ιησούς στους μαθητές του. “Και ιδού εγώ είμαι μαζί σας όλας τας ημέρας μέχρι της συντέλειας του κόσμου” λέει όταν εμφανίζεται στους μαθητές του, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του. Αυτή ακριβώς είναι η ελπίδα μας όταν πιστεύουμε. Σε έναν Θεό. Ή σε ένα χέλι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

«Νομίζω ότι γράφοντας αυτό το βιβλίο γνώρισα καλύτερα τον πατέρα μου, από που ξεκίνησε και πώς έγινε ο άντρας που έγινε» λέει σήμερα. «Ανατρέχοντας σε όλες εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες που ψαρεύαμε χέλια στο ποτάμι, συνειδητοποίησα όσα είχαμε κοινά, αλλά και όσα μας χώριζαν. Όπως τα χέλια που σε κάποια στιγμή της ζωής τους νιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν στον τόπο της καταγωγής τους, τη Θάλασσα των Σαργασσών, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουν να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους, πιστεύω ότι και πολλοί από εμάς αργά ή γρήγορα θα νιώσουμε την ανάγκη να στραφούμε στο παρελθόν μας, για να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας, τις ρίζες μας. Το γράψιμο αυτού του βιβλίου ήταν ο δικός μου τρόπος για να αναζητήσω την προσωπική μου Θάλασσα των Σαργασσών».

Σήμερα, λίγο μετά το πρώτο κύμα της μεγάλης επιτυχίας και με το δεύτερο να έχει ήδη αρχίσει να υψώνεται και να προμηνύεται ακόμη μεγαλύτερο, ο Πάτρικ Σβένσον απλώς διατηρεί την ψυχραιμία του. Είναι το μόνο που μπορεί να κάνει μέχρι να πυροδοτηθεί, από την κατάλληλη αφορμή, η επόμενη αναζήτησή του. «Η Zadie Smith, την οποία θαυμάζω, έχει πει ότι ξεκινάς να γράφεις ένα βιβλίο μόνο και μόνο για να νιώσεις την εκστατική ικανοποίηση της στιγμής που συνειδητοποιείς ότι έχεις γράψει την τελευταία λέξη. Η οποία ικανοποίηση όμως διαρκεί μόνο 4,5 ώρες. Νομίζω ότι έχει δίκιο. Θα ήθελα να γράψω κι άλλο βιβλίο μόνο και μόνο για να βιώσω ξανά αυτές τις ώρες. Δεν μπορώ όμως να αποκαλύψω ακόμη το θέμα που στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Ως προς αυτό είμαι τόσο μυστηριώδης όσο ένα χέλι».

Το Βιβλίο των Χελιών του Patrik Svensson κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Αγγελικής Νάτση.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).