Ο Ίκαρος είναι από τους πιο σημαντικούς και ιστορικούς εκδοτικούς οίκους της χώρας. Είναι ο οίκος των ελληνικών βραβείων Νόμπελ, καθώς έχει την αποκλειστικότητα στην έκδοση του Ελύτη και του Σεφέρη, εκείνος που εξέδωσε πρώτος Καβάφη στην Ελλάδα, που εξέδωσε το Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου και που συνεργάστηκε με σπουδαίους ζωγράφους όπως ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Βασιλείου, ο Τάσσος.
Το μικρό βιβλιοπωλείο της οδού Βουλής αποτελεί από το 1944 -τους πρώτους μήνες ζωής του Ίκαρου η έδρα του βρισκόταν επί της οδού Σταδίου- μια εστία πολιτισμού σπάνια, καθώς αποτελεί σημείο συνάντησης όσων αγαπούν το βιβλίο αλλά και όσων συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξή του.
Τις πρώτες-ειδικά- δεκαετίες το περίφημο πατάρι του βιβλιοπωλείου έγινε χώρος όπου μαζεύονταν μερικοί από τους σπουδαιότερους διανοούμενους της χώρας. H Άλκη Ζέη στο βιβλίο της Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο γράφει: «Δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους που πήγαιναν εκεί, μα νομίζω τους πιο πολλούς δεν τους έχω ξεχάσει. Πρώτα πρώτα ο Άγγελος Σικελιανός με τη μαύρη του μπέρτα που δεν τον πολυπλησιάζαμε. Ο Κατσίμπαλης με το χοντρό μπαστούνι του. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γιώργος (Σεβαστίκογλου) φυσικά και ο Γκάτσος, ο Γιώργος Λίκος, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας με τη γυναίκα του την Τίγκη, η Ελένη Βακαλό, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Θεοτοκάς, ο Κοσμάς Πολίτης, πιο νεανικός απ’ όλους που φλερτάριζε τις συνομήλικές μας. Ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Αντώνης Βουσβούνης, ο Μάνος Χατζιδάκις. Και πρώτος πρώτος ο Γιάννης Τσαρούχης. Πού χωρούσαμε όλοι αυτοί; Πώς εμείς, μόλις φοιτήτριες κι άλλες που πήγαιναν σχολείο ακόμη, βρισκόμασταν με όλους αυτούς τους διανοούμενους κι ακούγαμε μ’ ορθάνοιχτα αυτιά τις κουβέντες τους και ρουφούσαμε θαμπωμένες τα λόγια τους; Παράλληλα όμως έρωτες, πάθη και μεγάλες φιλίες δένονταν μέσα στον Ίκαρο. Όλα εκεί, σε μια σταλιά χώρο»
Τώρα πια το πατάρι φιλοξενεί το γραφείο της εκδότριας κ. Κατερίνας Καρύδη, κόρης του ενός εκ των τριών –μαζί με τον Αλέκο Πατσιφά και τον Μάριο Πλωρίτη– συνιδριτών του οίκου, του ποιητή Νίκου Καρύδη. Εκεί βρίσκεται και η βιβλιοθήκη με το πολύτιμο ιστορικό αρχείο του Ίκαρου, που πλέον αριθμεί σχεδόν 1.200 τίτλους. «Για το αρχείο είμαι πολύ περήφανη. Η πρώτη απόπειρα σοβαρής αρχειοθέτησης έγινε όταν κλείσαμε τα 50 χρόνια, δηλαδή το 1993. Το 1984, όταν αναλάβαμε μαζί με την αδερφή μου λόγω της τραγικής συγκυρίας του θανάτου του πατέρα μας ενώ ήταν μόλις 68 χρονών, δεν υπήρχε αρχείο ούτε για το τι έχει εκδοθεί, ούτε για την αλληλογραφία. Θες λόγω μποέμικης νοοτροπίας, λόγω αμέλειας ή επειδή δεν υπήρχε από νωρίς συνείδηση ότι γίνεται κάτι ιστορικό εδώ μέσα. Το 1993 κλείνοντας μισό αιώνα ζωής ξεκινήσαμε αυτόν τον αγώνα. Ήταν δύσκολο, ούτε υπολογιστές δεν είχαμε τότε».
Κοιτώντας στα ράφια, βλέπεις ότι η ταξινόμηση έχει γίνει ανά δεκαετία. Φυσικά όσο πιο πίσω πηγαίνεις χρονολογικά τόσο πιο σπάνια και μεγαλύτερης αξίας είναι τα αντίτυπα. Ακουμπάμε μια από τις πρώτες εκδόσεις του Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη –με λιθογραφία Γιάννη Μόραλη- στο γραφείο για να τη φωτογραφίσει η Νατάσσα και νιώθουμε δέος. Στους τοίχους γύρω μας μέσα σε κάδρα εξώφυλλα από τις πιο σημαντικές εκδόσεις του οίκου. Στον ισόγειο χώρο, εκεί που βρίσκεται το βιβλιοπωλείο, βλέπεις ένα πορτραίτο του Νίκου Καρύδη φιλοτεχνημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη, μια φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη με ιδιόχειρη αφιέρωση από τον ίδιο τον ποιητή, ένα ξύλινο ρολόι τοίχου από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του χώρου και πολλές φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται οι διανοούμενοι που αγαπούσαν τον Ίκαρο και είχαν μετατρέψει το νούμερο 4 της οδού Βουλής σε στέκι τους.
Η κ. Καρύδη συνεχίζει «Από το 1993 και μετά κρατάμε 5 αντίτυπα από κάθε έκδοση, ώστε να συμπληρωθεί το αρχείο. Το λέω αυτό γιατί τις παλαιότερες εκδόσεις αναγκαστήκαμε να τις αναζητήσουμε σε βιβλιοθήκες δημόσιες αλλά και φίλων, γνωστών και αγνώστων. Έτσι όταν λίγα χρόνια πριν ανοίξαμε στη Βουλής 35 τα γραφεία του Ίκαρου, αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τη βιβλιοθήκη στο πατάρι για το αρχείο. Διατηρώ ακόμη εδώ το γραφείο μου, εδώ εργάζομαι και στο νέο χώρο πηγαίνω τα απογεύματα».
Αισθάνεσαι ότι το βιβλιοπωλείο της οδού Βουλής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μουσείο. Μόνο όμως λόγω σπουδαιότητας του υλικού που φιλοξενεί στα σπλάχνα του και όχι επειδή έχει κάτι το μουσειακό με την έννοια του παλιακού ή του νεκρού. Αντιθέτως, ο κόσμος που μπαινοβγαίνει για να αναζητήσει, ξεφυλλίσει και να αγοράσει βιβλία του δίνει ζωή. Πέρα από όσους έρχονται δεκαετίες ολόκληρες και κάποιους που επιστρέφουν συγκινημένοι ως παππούδες ενώ η τελευταία τους επίσκεψη μπορεί να ήταν σε παιδική ηλικία, κυρίως παλιοί Αθηναίοι που πλέον ζουν εξωτερικό ή εκτός Αθηνών, πολλοί είναι οι νέοι που ανακαλύπτουν τον Ίκαρο, πολλοί από αυτούς γονείς που έχουν ξεχωρίσει τις παιδικές εκδόσεις του για την ποιότητά τους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις συνειδητοποιούν μέσα στον χώρο του βιβλιοπωλείου ότι πρόκειται για τις ίδιες εκδόσεις που τους σύστησαν στην εφηβεία τους τον Καβάφη ή τον Εμπειρίκο. Στο νούμερο 4 της οδού Βουλής ο Ίκαρος συνεχίζει, πετώντας ψηλά αλλά και με σύνεση, να γράφει ιστορία στον χώρο του βιβλίου.