«Οι Θεοί βαρέθηκαν, οι αετοί βαρέθηκαν, η πληγή βαρέθηκε και έκλεισε. Απομένει η ανεξήγητη βραχοκορφή». Με αυτά τα λόγια του Φραντς Κάφκα τυπωμένα στο πρόγραμμα του Προμηθέα Δεσμώτη, μπήκα χθες στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, για την παράσταση του Εκτορα Λυγίζου.
Οι ήρωες – ακόμα και οι Θεοί- κόντυναν, δηλαδή το σώμα τους μίκρυνε, για να ψηλώσει, να αναδυθεί σα νησί σε έναν έρημο τρομακτικό ωκεανό η επικράτεια των συναισθημάτων και της αλήθειας που δεν την εκφέρεις, δεν την εξαγγέλλεις, αλλά τη ζεις μέχρις τέλους. Συναισθήματα της αβύσσου, ο φόβος, ο πόνος, η προσδοκία, η προδοσία, οι μηχανισμοί της φαντασίωσης, της αυταπάτης, η ανάγκη. Ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου που σκηνοθέτησε ο Εκτορας Λυγίζος για το Φεστιβάλ Επιδαύρου το Σάββατο 12 Ιουλίου 2014, δεν ύψωσε τείχη κλέους και απρόσιτου δέους ανάμεσα στο κοινό και το κείμενο του Αισχύλου. Σου επέτρεψε από τη θέση σου να νιώσεις πως απλώνεις το χέρι για να χαϊδέψεις τον Προμηθέα. Να τον παρηγορήσεις, να του πιάσεις το χέρι και να του πεις «έλα, μίλα μου, γιατί;».
Το αίμα του Προμηθέα από τα δεσμά του, το κλάμα, ο θυμός του, η διαδρομή να ξαναθυμηθεί ποιος είναι και να πιστέψει ξανά πως κατέχει τη γνώση και έχει τη δύναμη της φωτιάς (της φωτιάς που είναι δυνατή μόνο όταν γύρω της υπάρχουν οι άνθρωποι) αναδύθηκαν στην παράσταση αυτή που έφερε χιλιάδες κόσμου στην Επίδαυρο. Τη γέμισε σχεδόν με ένα κοινό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις συνάξεις αυτού που αποκαλούμε urban culture. Νεαρόκοσμος, που άκουγε βουβά, σκυμμένος εμπρός, ανάμεσα σε αμήχανους μεσήλικες, προβληματισμένους παραθεριστές, ενθουσιασμένους τουρίστες. Δεν υπήρχαν διάσημοι, «επώνυμοι» χθες στην Επίδαυρο (δυο τρεις ίσως, που έχουμε συνηθίσει δεκαετίες να βλέπουμε να φωτογραφίζονται μετά στα παρασκήνια). Η σύνθεση του κοινού της Επιδαύρου μετακινείται φέρνοντας νέους, όπως χρόνια πριν ο Γιώργος Λούκος έφερε νέους στην Πειραιώς 260. Χθες, ο Προμηθέας Δεσμώτης άρχισε να χτίζει ένα τέτοιο κοινό και για την Επίδαυρο, κόντρα σε όσους μιλούν για ελιτίστικο αμοραλισμό και ονειρεύονται στόμφο, επικούς λαρυγγισμούς και αναβιώσεις στο αρχαίο θέατρο.
«Το θέλησα το λάθος μου, το θέλησα». Ο ρυθμός, η ποίηση, η άρθρωση των λέξεων του κειμένου στην ανεπανάληπτη μετάφραση του Πάνου Μουλλά, ακούστηκαν χθες δυνατά στην Επίδαυρο. Υπογραμμίστηκαν από την κίνηση των σωμάτων. Το κείμενο πρωταγωνίστησε μέσα από τη σκηνοθετική επιλογή του Εκτορα Λυγίζου: Χωρίς να αναζητήσει ευρήματα, έριξε τον Προμηθέα Δεσμώτη στο χώμα (ένα τεράστιο ξύλινο ξόανο) και πάνω του ανέβηκαν οι ήρωες, ανέβηκε ο ίδιος ο Εκτορας Λυγίζος με τη Στεφανία Γουλιώτη που ενσάρκωσαν τις δυο διαστάσεις του Προμηθέα (αρσενικό-θηλυκό) και το ξόανο έγινε ηχείο, έγινε σάρκινο, ακούσαμε τα σπλάχνα να δονούνται από τον πόνο και την προδοσία, νιώσαμε το στομάχι να τραντάζεται από τα γέλια κατά την αφήγηση της υστερικής παρθένας Ιούς.
Διότι ο Εκτορας Λυγίζος δεν φοβήθηκε να κάνει το κοινό να γελάσει σε σημεία της παράστασης. Δεν έψαξε «κατασκευές» για να επιβάλλει το έργο. Ο Προμηθέας του ακούμπησε, γλίστρησε από τα πρώτα λεπτά στο θέατρο της Επιδαύρου, βάζοντας τους 8 ηθοποιούς του (χορός και ήρωες μαζί) να αφηγηθούν μια υπέροχη ιστορία (κάθε ήρωας ήταν δυάδα, αφού η παράσταση δονείτο από την ανάγκη του Αλλου). Ο Ηφαιστος του ήταν αληθινά ευάλωτος, σάρκινος, τσακισμένος επειδή έπρεπε να περάσει τα δεσμά στην Προμηθέα. Το κράτος και η βία ως σύγχρονοι τηλεδικαστές, με λόγο στρογγυλό και ευαγγελικό («να μάθει!») προσπαθούσαν να ακυρώσουν τον Προμηθέα, όσο ο χορός κάρφωνε τον ήρωα χτυπώντας με τα χέρια τις ξύλινες επιφάνειες. Η Ιώ έφερε όλη την υστερία μιας πραγματικής γυναίκας σε οίστρο, μιας παρθένας που τρελαίνεται, φλέγεται μπροστά στην σκηνή.
Ο εξεγερμένος, αντάρτης Θεός, o Προμηθέας, παρηγορήθηκε χθες στην Επίδαυρο.