Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον της ταινίας της Σελίν Σιαμά, αποκαλύπτει με ποιητικό πάθος ο Σιαμάκ Ετεμάντι στην ταινία Παρί, που, αφού ξεχώρισε στη φετινή Berlinale, ξεκινά το ταξίδι της στα θερινά.
Η Μελίκα Φορουτάν υποδύεται την Παρί, μια Ιρανή που φτάνει με το σύζυγό της την Αθήνα για να επισκεφτούν τον γιο της που ζει και σπουδάζει εδώ. Όταν εκείνος δεν εμφανίζεται στο αεροδρόμιο για να τους υποδεχτεί και οι δικοί του συνειδητοποιούν ότι τα ίχνη του έχουν εξαφανιστεί από το διαμέρισμα και το πανεπιστήμιό του εδώ και μήνες, η μητέρα του αποφασίζει να τον αναζητήσει με κάθε κόστος, ερευνώντας με επιμονή κάθε πιθανή γωνιά της πόλης, μιλώντας ελάχιστα αγγλικά κι αντιμετωπίζοντας την ολοένα κι αυξανόμενη αγανάκτηση του άντρα της.
Σπάνια η Αθήνα κινηματογραφείται με την ένταση της ματιάς του Ετεμάντι, που παρουσιάζει μια επικίνδυνη, αφιλόξενη αλλά γεμάτη εκπλήξεις πόλη, που απέχει χιλιόμετρα από την clean-cut εκδοχή που ταΐζεται στους ξένους επισκέπτες. Μέσα σε αυτό το φαινομενικά σκληρό περιβάλλον, η Παρί θα τολμήσει να σπάσει τα δεσμά της μέχρι τώρα ζωής της, με τη βοήθεια γνώριμων ελλήνων ηθοποιών όπως η Σοφία Κόκκαλη, η Λένα Κιτσοπούλου κι ο Αργύρης Πανταζάρας, που κάνουν σύντομα αλλά κρίσιμα περάσματα από την ταινία.
Παρακάτω, ο σκηνοθέτης εξηγεί στην Popaganda πώς η δική του οικογένεια και η επιλογή του να αφήσει την πατρίδα του και να σπουδάσει στην Ελλάδα επηρέασαν τη γένεση της ταινίας, αλλά και τι σημαίνουν τα Εξάρχεια και τα ποιήματα του Ρουμί για την προσωπική του δημιουργική διαδικασία.
Ποια πραγματική ιστορία ενέπνευσε το Παρί; Παρί είναι το όνομα της μητέρας μου. Είναι μια ευγενική και ντροπαλή γυναίκα που ξέρει ελάχιστα αγγλικά. Κάθε φορά που έρχεται να με επισκεφτεί στην Αθήνα, πηγαίνω και την παίρνω από το αεροδρόμιο. Μια φορά, καθώς την περίμενα στις αφίξεις, φανταζόμουν τι θα συνέβαινε αν είχα κάποιο ατύχημα και δεν μπορούσα να πάω στο αεροδρόμιο ή έστω να την ενημερώσω για το που ήμουν. Τι θα έκανε αυτή η γυναίκα μόνη της σε μια ξένη χώρα; Την ρώτησα. Εκείνη μου είπε πως θα με έβρισκε. Θα κινούσε γη και ουρανό για να με βρει. Κατάλαβα τι εννοούσε. Δεν θα τη σταματούσε ούτε το εμπόδιο της γλώσσας ούτε η φυσική της ντροπαλότητα από το να γυρίσει κάθε πέτρα στην πόλη για να βρει το γιο της. Τότε αναρωτήθηκα ποια είναι αυτή η εσωτερική δύναμη που μας κάνει να υπερβαίνουμε τα όρια μας, τις αναστολές, τους φόβους μας. Δεν είναι η επιθυμία, μια βαθιά λαχτάρα για κάτι ή κάποιον, η οποία δεν ικανοποιείται; Αυτό το συναίσθημα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει η ιστορία.
Στην ουσία του, το Παρί εκτυλίσσεται σαν παραδοσιακή ηρωική αναζήτηση, αλλά με πολύ αληθινές συνέπειες. Πώς αναπτύχθηκε αυτή η ιδέα στο μυαλό σας ενώ ζούσατε και εργαζόσασταν εδώ; Ένιωσα πως στην ουσία, αυτή είναι μια ιστορία για την ταυτότητα. Αν αποβάλλουμε διάφορες πτυχές της ταυτότητας που μας αποδίδουν, τί θα απομείνει; Αν η θρησκεία, η μητρική μας γλώσσα, η κοινωνική τάξη, ακόμα και η μητρότητα δεν μπορεί πλέον να σε καθορίσει, τότε ποια είσαι; Οι Σούφι ποιητές χρησιμοποίησαν τη μεταφορά του σιταριού που περνά από τη μυλόπετρα, όπου το κέλυφος συνθλίβεται και μένει μόνο η ουσία. Η ιστορία της Παρί αφορά αυτά τα στάδια αλλαγής, την ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε σε ένα νέο κόσμο και να βρίσκουμε την πραγματική μας ταυτότητα. Για να μπορέσω να καταλάβω τη μεταμόρφωσή της, χρειάστηκε να κινηθώ σε μια αντίστροφη διαδικασία από αυτή που βλέπουμε στην ταινία: διατρέχοντας πίσω μέσα από το κοινωνικό, πολιτικό, και έπειτα προσωπικό στάδιο για να προσεγγίσω την ουσία του χαρακτήρα της. Από την πρώτη στιγμή μου ήταν ξεκάθαρο ότι η αναζήτηση της έπρεπε να την οδηγήσει στην ουσιαστική αποκάλυψη του εαυτού της. Έναν εαυτό που είχε χάσει.
Η Αθήνα απεικονίζεται σαν μέρος συνεχούς αναβρασμού αλλά κι ελευθερίας μέσα στην ταινία. Είναι αυτή μια πλευρά της πόλης που σας συναρπάζει; Πώς αποφασίσατε να παρουσιάσετε την Αθήνα με αυτό τον τρόπο; Θα έλεγα πως ναι, με συναρπάζει. Πιστεύω ότι αυτά τα σημεία της πόλης έχουν κινηματογραφική γοητεία και έπρεπε να βρούμε την σωστή ισορροπία μεταξύ του ρεαλιστικού και του κινηματογραφικού. Οι χώροι είναι υπαρκτοί αλλά εμείς δεν θέλαμε μια ντοκιμαντερίστικη αισθητική. Η ταινία είναι ένα σασπένς δράμα που σε στιγμές πλησιάζει ακόμα και το ιδιόμορφο θρίλερ. Τα αστικά τοπία έπρεπε να λειτουργήσουν σαν σκηνικό. Η Παρί είναι μια ξένη σε έναν άγνωστο τόπο, “Α stranger in a strange land”. Προσπαθώντας να βρει το παιδί της αναγκάζεται να βουτήξει βαθιά στα σπλάχνα της Αθήνας. Και η πόλη συνομιλεί μαζί της. Κάθε γειτονιά είναι συνδεδεμένη με ένα στάδιο της διαδρομής της: το κέντρο της πόλης αντιπροσωπεύει το κατεστημένο. Είναι εκεί με τον άντρα της, σε ένα ξενοδοχείο. Αισθάνεται μια ασφάλεια. Τα Εξάρχεια είναι ο χώρος της πολιτικής ανυπακοής. Τα κόκκινα φανάρια είναι η περιοχή της βλασφημίας και της προστυχιάς, και πάλι λέγοντας. Είναι σαν η πόλη να της δείχνει το δρόμο. Υπάρχει μια μοναδική ενέργεια στην Αθήνα, από τις μικρές της εκκλησίες, στις αναταραχές και τα επεισόδια, και ανάμεσα στα ερειπωμένα δρομάκια και τα αρχαία μνημεία. Προσφέρει τη σωστή ισορροπία των αντιθέσεων για την ιστορία: Το ιερό και το επαναστατικό, τη ζωντάνια και την παρακμή. Η Αθήνα είναι η πόλη μου. Την αγαπώ και τολμώ να πω ότι κινηματογραφικά δεν έχει ανακαλυφθεί όλη ακόμα. Σπάνια βλέπουμε τη φιξιόν εκδοχή της. Ήταν ένα στοίχημα για μας να το πετύχουμε.
Στην ταινία υπάρχει μια πραγματικά εντυπωσιακή σκηνή συγκρούσεων ανάμεσα σε αναρχικούς διαδηλωτές κι αστυνομικές δυνάμεις στα Εξάρχεια. Πώς επετεύχθη τέτοιος ρεαλισμός; Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα να πετύχουμε την κινηματογραφική μετάδοση της έντασης και του κινδύνου. Μας πήρε ένα χρόνο προσπάθειας και σχεδιασμό. Κάναμε γυρίσματα στα πραγματικά επεισόδια, κάμποσες φορές. Ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, o Κλαούντιο Μπολιβάρ, κόντεψε να καεί. Δεν είχε καμία υποχρέωση να γίνει οπερατέρ στις πραγματικές ταραχές αλλά το έκανε. Όταν έχεις τέτοιους συνεργάτες μπορείς να πετύχεις πολλά, ακόμα και με τα λίγα λεφτά που είχαμε. Και μετά στήσαμε μια μεγάλη κινηματογραφική σκηνή στο κέντρο της πόλης. Η κατάσταση φαινόταν τόσο ρεαλιστική που οι περαστικοί νόμιζαν ότι γίνονταν πραγματικές ταραχές και οι κάτοικοι φοβόντουσαν να βγουν από τα σπίτια τους! Την επιτυχία της σκηνής την χρωστάω στους συνεργάτες μου.
Ποια σημεία αναφοράς είτε από την ποπ κουλτούρα είτε από την αληθινή ζωή σχημάτισαν την κεντρική ερμηνεία της Μελίκα Φορουτάν; Η ποίηση του Ρουμί ήταν σημείο αναφοράς για μένα. Καθορίζει τον τόνο της ταινίας και παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν ανακάλυψα ότι ο Ρουμί, με ελεύθερες αποδόσεις από τον Κόουλμαν Μπαρκς, ήταν ο πιο εμπορικός ποιητής στην Βόρεια Αμερική. Και να λοιπόν που ένας κλασικός Πέρσης ποιητής του 13ου αιώνα, βρίσκει μια θέση στην ποπ κουλτούρα της Δύσης! Με την Μελίκα Φορουτάν, που υποδύεται την Παρί, συζητήσαμε και για κάποιες ταινίες: το Δαμάζοντας τα Κύματα του Τρίερ και το Biutiful του Ινιάριτου. Αλλά νομίζω ότι για την Μελίκα το πιο σημαντικό ήταν να ανατρέξει και στις δικές τις αναμνήσεις από το Ιράν. Για παράδειγμα, η γιαγιά της έκανε τις καθημερινές της προσευχές φορώντας τσαντόρ. Ετσι, παρότι η ίδια δεν είναι θρήσκα, μπόρεσε να καταλάβει τις ορθόδοξες μουσουλμάνες.