7.30. Μπαίνει στο μετρό. Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή. Χαλάνδρι-Συγγρού-Φίξ. Τα ίδια πρόσωπα, ο ίδιος θόρυβος, οι ίδιες σιωπές μισής ώρας διαδρομή. Και στο σπίτι σιωπή. Έμενε για το παιδί. Έμενε για τα προβλήματα συμπεριφοράς και επίδοσής του στο σχολείο. Είδαν πολλούς ειδικούς. Ο αυτισμός μπήκε ανάμεσά τους.
7.30. Ανεβαίνει στο ποδήλατό της. Η ίδια διαδρομή μέσα από το πάρκο και τους δρόμους του Βερολίνου. Μόλις φτάνει στη δουλειά, κλειδώνει το ποδήλατό της, βγάζει τ΄αθλητικά και βάζει τα τακούνια. Μπαίνει στο ασανσέρ με τους άλλους κουστουμαρισμένους συναδέλφους. Ένα ψυχρό καλημέρα κρατώντας τον ζεστό καφέ στο ποτήρι. Στο σπίτι συναντιούνται, όταν αυτός δεν έχει βάρδια στο νοσοκομείο. Δεν έκαναν παιδιά. Αυτή ήθελε. Αυτός όχι.
15.00. Βγαίνει για ένα τσιγάρο έξω από την εταιρεία. Βλέπει τη φωτεινή πινακίδα στο μαγαζί απέναντι στη λεωφόρο. Η τραγουδίστρια με στρας φόρεμα και μπότοξ στα χείλη υπόσχεται βραδιές απόλαυσης στους θαυμαστές της. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν ανυπόμονα στο δρόμο. «τι περιμένεις ρε μαλάκα, προχώρα γαμώτο», φωνάζει ο ταξιτζής κάνοντας χειρονομίες στο μπροστινό αμάξι. Τους κοιτάει φυσώντας τον καπνό του. Η υπομονή εξαντλείται μέσα κι έξω απ΄αυτόν.
15.00. Πηγαίνει για καφέ στο Amadeus με την φίλη της μετά τη δουλειά. Μια μητέρα στο διπλανό τραπέζι θηλάζει το μωρό της. Ένα στρουμπουλό αγόρι με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια. Γυρνάει και την βλέπει στα κλεφτά κάθε φορά που αυτό αναζητάει το βυζί της μάνας του. Η φίλη της με δάκρυα στα μάτια της λέει για τη μαστεκτομή της. Οι χημειοθεραπείες θα ξεκινήσουν σε λίγες βδομάδες. Την καθησυχάζει πως όλα θα πάνε καλά.
19.00 Μπαίνει στο σπίτι. Έξω βρέχει καταρρακτωδώς. Ο γιος του φωνάζει. Η γυναίκα του σιωπά. Αυτός αφήνει το σακίδιο του στο γραφείο. Ανοίγει την πόρτα του μικρού. Μπαίνει μέσα και ο γιος κτυπάει τις παλάμες του στο πάτωμα. Κάθεται δίπλα του και αρχίζει να κάνει κι αυτός το ίδιο. Ο μικρός τον κοιτάει και χαμογελάει. Γέρνει το κεφάλι του στον ώμο του πατέρα του. Δυο άνθρωποι μαζί. Δυο άνθρωποι μόνοι που αγαπιούνται ισόβια.
19.00. Κλειδώνει το ποδήλατό της έξω από το σπίτι τους. Άρχισε να χιονίζει πάλι. Ανεβαίνει τις σκάλες μέχρι τον τέταρτο. Ξεκλειδώνει την εξώπορτα και παίρνει από το πάτωμα τα γράμματά της. Λογαριασμοί, γράμμα από την μητέρα της κι ένα γράμμα από κείνον. Το ανοίγει μ΄ ένα μειδίαμα στο στόμα: «Αγαπημένη μου Άννε. Εύχομαι να είσαι καλά. Ο γιος μου κάθε μέρα χειροτερεύει. Οι γιατροί μας το είπαν. Δεν ξέρω πως μπορώ πια να τον βοηθήσω. Δεν περνάει μέρα χωρίς να σε σκέφτομαι. Μου λείπεις αφόρητα. Περιμένω τα νέα σου. Σε φιλώ. Νίκος.»
1.00 Τον βασανίζουν οι αϋπνίες. Σηκώνεται να πιει νερό. Η βροχή δεν λέει να κοπάσει. Ρίχνει μια ματιά στον γιο του που κοιμάται. Του χαϊδεύει τα μαλλιά και τον σκεπάζει. Κάθεται στο γραφείο του και βάζει μουσική. Δεύτερη κίνηση από το δεύτερο κονσέρτο του Σοστακόβιτς. Το είχε ακούσει αμέτρητες φορές μαζί της. Στο Βερολίνο, την Αθήνα. Ανοίγει το λάπτοπ του. Κοιτάει τις παλιές φωτογραφίες τους. Δεν πέρασε μια μέρα χωρίς να την σκεφτεί. Η ώρα πήγε 2.30. Ξαπλώνει δίπλα στη γυναίκα του.
1.00. Εκείνη κοιμάται με το βιβλίο δίπλα της και το φως αναμμένο. Ο άντρας της επιστρέφει μετά από δύο συνεχόμενες βάρδιες στο νοσοκομείο. Μπαίνει στο υπνοδωμάτιο, την φιλάει στο μέτωπο, βάζει το βιβλίο στο κομοδίνο και κλείνει το φως. Προχωράει στην κουζίνα και παίρνει μια μπύρα από το ψυγείο. Κάθεται στο σαλόνι κι ανοίγει την τηλεόραση. Δεν μπορεί ακόμη να κοιμηθεί. Το κανάλι δείχνει μια ερωτική ταινία. Ξεκουμπώνει το παντελόνι του και χαλαρώνει. Έξω το χιόνι αρχίζει να στοιβάζεται. Ο χειμώνας φέτος είναι βαρύς. Στην Αθήνα και το Βερολίνο.