Μετά από μια μικρή απουσία η Ιωάννα Παππά επιστρέφει πάλι στο θέατρο. Αυτές τις μέρες θα τη βρείτε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στο «Χορό της Φωτιάς», μια παράσταση που πραγματεύεται τη γενοκτονία των Ποντίων από τους Νεότουρκους στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Στο «Χορό της Φωτιάς» συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη και μαζί με τον Χρήστο Λούλη είναι οι επικεφαλείς ενός χορού που διηγείται μια ακόμα πολεμική ιστορία.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, εξηγεί στην Popaganda γιατί δεν έχουμε να κάνουμε για ένα συνηθισμένο θεατρικό που μιλά για Έλληνες και Τούρκους αλλά για μια σπουδή πάνω στην πολυπλοκότητά της ανθρώπινης φύσης.
Είσαι σε τρομερά δημιουργική φάση. Ο «Χορός της Φωτιάς» τώρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και «Έντα Γκάμπλερ» τον Φεβρουάριο του 2020. Κάνεις πρόβες και για τα δύο ταυτόχρονα; Όχι για το δεύτερο, δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα οι πρόβες ευτυχώς. Μέσα στο Νοέμβριο.
Πώς είναι για μια ηθοποιό να παίζει έναν ρόλο ενώ ταυτόχρονα κάνει πρόβα για ένα άλλο; Αυτό δεν είναι δύσκολο. Στις δύο πρόβες παράλληλα καίγεται ο εγκέφαλος. Γιατί ψάχνεις και διαμορφώνεις ταυτόχρονα δύο πράγματα. Απαιτεί μια αφοσίωση που δεν είναι είναι μόνο στο ωράριο της πρόβας αλλά καταλαμβάνει ώρες και στιγμές και από την υπόλοιπη μέρα.
Πάντως τελευταία έκανες δύο και τρεις πρόβες ταυτόχρονα. Ναι, ισχύει αυτό. Σχεδόν δεν μπορούν πια να συναντηθούν τα σχήματα για να κάνουν επαρκείς πρόβες γιατί τις περισσότερες φορές κάνουν δύο και τρία πράγματα παράλληλα.
Είναι και πάρα πολλές οι παραστάσεις. Αυτό υπήρχε πάντα. Τώρα είναι και με μικρότερη διάρκεια.
Δεν προλαβαίνεις να τις μάθεις και έχουν κατέβει. Για να συμβεί αυτό, για να τις μάθεις, πρέπει να τα στηρίξει η παραγωγή. Και χρόνος υπάρχει, και θέληση και δημιουργικότητα.
Πηγαίνει όμως περισσότερος κόσμος να δει θέατρο; Τι καταλαβαίνεις εσύ; Κινούμαι κυρίως σε θέατρα που έχουν αποκτήσει σταθερό κοινό και δεν έχω πολύ καλή εικόνα τι μπορεί να συμβαίνει σε άλλα θεατρικά σχήματα. Αλλά σίγουρα υποστηρίζεται το θέατρο. Αυτό τουλάχιστον διαπιστώνω.
Όταν σου είπε ο Άρης Μπινιάρης πρώτη φορά για τον «Χορό της Φωτιάς», τι κατάλαβες; Είχα δει δουλειά του, οπότε μπορούσα να καταλάβω πώς προσεγγίζει τα πράγματα. Συνήθως οι σκηνοθέτες έχουν ένα κώδικα που δεν αλλάζει εύκολα. Εμένα μ’ ενδιέφερε εξαρχής ο κώδικας του Άρη, έχει ιδιαιτερότητες, χρησιμοποιεί το λόγο, την κίνηση και τη μουσική με τρόπο που με αφορά. Δεν υπάρχει υποκριτική προσέγγιση όπως γίνεται στα έργα ρεπερτορίου, βασίζεται πάνω στο ρυθμό, έχει μουσικότητα και συμμετέχει πολύ το σώμα.
Είναι ομαδική δουλειά; Ναι, σκοπός δεν είναι να ξεχωρίσει κάποιος ηθοποιός από το σύνολο. Αυτή είναι η φύση της παράστασης. Πρόκειται για μια ιστορία που αφορά έναν ολόκληρο λαό και δεν αφορά μόνο δύο πρόσωπα. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας χορός, ο Χρήστος Λούλης και εγώ, είμαστε οι κορυφαίοι όπως στις τραγωδίες. Οι κορυφαίοι έχουν το βασικό μέρος του λόγου, και ουσιαστικά οδηγούν τη σκηνική δράση.
Οπότε θα δούμε στοιχεία αρχαίας τραγωδίας; Νομίζω ότι αυτό υπάρχει σε όλες τις παραστάσεις του Άρη Μπινιάρη και είναι ένα γεγονός που με τραβάει. Άλλωστε θεωρώ πως όταν μιλάς για τέτοια πράγματα όπως μια γενοκτονία, ε, δεν απέχει και πολύ από αυτά που αναφέρονται στις τραγωδίες. Βέβαια, η διαφορετική του προσέγγιση στο «Ξύπνα Βασίλη» δείχνει ότι δεν έχει μια μανιέρα. Αυτό είναι κάτι που μ’ ενθουσιάζει. Θέλω να σου πω ότι κάτι παρόμοιο είχα πάθει με τον Λιντς. Ο άνθρωπος έχει κάνει τον «Άνθρωπο Ελέφαντα», ξέρει να κάνει σινεμά, έφτασε κάπου πρώτα για να το αποδομήσει.
Τι πραγματεύεται ακριβώς ο «Χορός της Φωτιάς»; Τα χρόνια μετά το 1900, τα χρόνια των διωγμών, τα χρόνια της γενοκτονίας των Ποντίων. Κάτι που μπορεί να γινόταν τώρα και με τους Κούρδους.
Οι Τούρκοι δεν έχουν παραδεχτεί ποτέ τη γενοκτονία των Ποντίων. Εσείς τι ψάχνετε να βρείτε; Καταρχάς δεν αναφέρουμε μέσα αυτούς τους λαούς. Πιανόμαστε από τα γεγονότα αυτά για να μιλήσουμε για κάτι οικουμενικό: τον πόλεμο. Για το πως μπορεί να λειτουργήσει κάτι απολυταρχικό, για το πως λειτουργεί ο ναζισμός. Αυτό που συζητήσαμε και με τον Άρη ήταν ότι τον αφορά να τάσσεται απέναντι στον άνθρωπο που δεν δέχεται την πολυπλοκότητα της φύσης του. Με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Είναι στη φύση μας να έχουμε όλες τις ροπές, επιθετικές και μη. Γι’ αυτό αναπτύχθηκε και η θρησκεία ώστε να μπορέσει να τιθασσεύει, να χειραγωγεί και να συγκρατεί τον άνθρωπο.
Εσύ πού έγινες σοφότερη μέσα από την παράσταση; Βρίσκω ότι είναι πολύ ενδιαφέρον να κρατάμε ζωντανές, μέσω της τέχνης, κάποιες μνήμες, μ’ έναν τρόπο που αισθητικά να μην προσβάλλει. Είναι πολύ σημαντικό να μιλάς για το οτιδήποτε με μια γλώσσα που μπορεί να δεχτεί το διάλογο. Αυτός είναι ο στόχος των καλλιτεχνών να υπάρχει διάλογος ακόμα και στα πιο δύσκολα θέματα.
Δεν υπάρχει στην παράστασή σας όμως το «κακοί Tούρκοι, καλοί Έλληνες»; Γι’ αυτό δεν αναφερόμαστε σε λαούς. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Δεν λέμε ποτέ Τούρκοι, δεν λέμε ποτέ Πόντιοι.
Ναι, αλλά εγώ που ξέρω την ιστορία; Σίγουρα. Κοίτα, στις πρώτες φράσεις του έργου, εγώ και ο Χρήστος λέμε, «να τραγουδήσουμε ξανά την ιστορία τους. Να τραγουδήσουμε ξανά στ΄όνομά τους.» Δεν λέμε να θυμηθούμε ξανά την ιστορία τους. Έχουμε επιλέξει τη λέξη τραγουδήσουμε σαν να λέμε ελάτε να γιορτάσουμε ότι κάποιοι άνθρωποι κατάφεραν να μη φοβηθούν, αντιστάθηκαν και προσπάθησαν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Είναι πράγματα που δεν θα έπρεπε να πολεμάς, δεν θα έπρεπε να διεκδικείς να είσαι ελεύθερος, θα έπρεπε όλοι να είμαστε ελεύθεροι, Τώρα αν εμείς έχουμε δημιουργήσει ένα σχήμα στο οποίο μόνο ελεύθερος δεν μπορείς να είσαι, τότε έχουμε φύγει πολύ μακριά.
Πόση ώρα είναι η παράσταση; Κοντά στη μιάμιση ώρα. Είναι μια συρραφή από μαρτυρίες, ιστορικά κείμενα, αλλά ο λόγος είναι προσαρμοσμένος έτσι ώστε να εξυπηρετήσει και μια μουσικότητα στην παράσταση.
Φολκλόρ στοιχεία. Τα θέλουμε ή μακριά; Καθόλου. Δεν υπήρχε εξαρχής αυτή η πρόθεση.
Ήσουνα με τον Λούλη στο Αμόρε. Θες να συνεργάζεσαι με τους ίδιους ή να αλλάζεις ανθρώπους κάθε φορά; Μ’ ενδιαφέρει να συνεργάζομαι εκεί που έχει πάει καλά στο παρελθόν και είναι και φίλοι μου. Θεωρώ ότι είναι τύχη να συμβαίνει αυτό. Σκέφτεσαι επίσης ότι κάτι καλά κάνω για να συναντιέμαι στα ίδια πράγματα με τους ίδιους σκηνοθέτες. Νιώθεις πολύ καλά. Αυτό μου συνέβαινε πάντα με τον Χατζησάββα, όποτε ήταν σε μια παράσταση ο Μηνάς ένιωθα ότι μπορώ ν’ αφεθώ.
Περνάμε κάπως την χρυσή εποχή του αθηναϊκού θεάτρου; Εγώ πάντα ένιωθα καλυμμένη. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν προσπάθησα να φύγω. Γίνεται καλό θέατρο στην Ελλάδα και όταν συνδυάζεται με τα χρήματα αυτό είναι ακόμα καλύτερο.
Έχεις σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή σου αν δεν έκανες το σήριαλ με τον Παπακαλιάτη; Κοίτα ήταν μια εποχή που υπήρχαν πολλές επιλογές. Κάπως διαμόρφωνες μια πορεία τότε. Δεν είναι το ίδιο με τώρα. Χάρηκα, που έκανα ό,τι έκανα τηλεοπτικά και επειδή κάλυπτα και το θεατρικό κομμάτι, δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία ν’ αναρωτηθώ τι θα είχε γίνει αν δεν είχα κάνει και τη σειρά.
Δεν σ’ έχει χαρακτηρίσει όμως αυτό. Δεν είσαι μια που έκανες μια σειρά τότε με τον τάδε. Τα πρώτα χρόνια γινόταν. Είχα φάει και λίγο θάψιμο από τους δημοσιογράφους.
Γιατί; Ήμουν μικρή, δεν είχαν προλάβει να δουν και πολλά θεατρικά από μένα.
Δηλαδή, θα έπρεπε να είσαι 60 χρονών για να παίξεις; Θέλουν χρόνο για να σ’ εμπιστευτούν ή να γίνει κάτι πάρα πολύ γρήγορα καλό, ώστε να τους πείσει ότι δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο για σένα.
Πάντως τώρα ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι ψοφάνε να βρουν το νέο ώστε να το αποθεώσουν. Έχουμε φτάσει στην άλλη άκρη. Γίνεται και μανία, συμβαίνει δε συμβαίνει κάτι. Κάθε εποχή, ξέρεις, βγάζει και καινούριες συμπεριφορές.