Το 1999 καλούν τον Βασίλη Παπαβασιλείου να διαβάσει σ’ ένα αναλόγιο στην Πνύκα για το Γιάννη Ρίτσο. Επιλέγει την Ελένη (1972) από την Τέταρτη Διάσταση. Στο ποίημα αυτό ο Ρίτσος έχει σαν κεντρική ηρωίδα την «αιτία» του Τρωικού Πολέμου, που έχει επιστρέψει στη πια Σπάρτη και αναλογίζεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Δύο χρόνια μετά ανεβαίνει σαν παράσταση στο Θέατρο Τέχνης. Επαναλαμβάνεται το 2009 και 8 χρόνια μετά, αυτές τις μέρες ανεβαίνει η τρίτη εκδοχή της στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν στην Πλάκα. Είναι ένας από τους ευφυέστερους συνομιλητές που μπορεί να συναντήσει κανείς στη χώρα μας, οπότε από το να χάνουμε χρόνο σε διθυράμβους για το έργο, καλύτερα να πέσουμε αμέσως στο ψητό.
Έχουμε έναν διαφορετικό Βασίλη Παπαβασιλείου και από το 2001 και από το 2009. Εξ’ ορισμού. Έχουμε διαφορετικό αέρα. Επίσης, το μέταλλο υποτίθεται (η Ελένη), είναι το ίδιο, δε νομίζω ότι έχει οξυνθεί, αλλά έτσι κι αλλιώς συνομιλεί με έναν άλλον αέρα. Το ίδιο και ο Παπαβασιλείου, συνομιλεί με έναν άλλον αέρα.
Είναι διαφορετικές και οι εποχές. Το 2001 πετάμε. Το 2001 είναι η παραμονή ένταξης στην Ευρωζώνη, αποσπάμε το ευρώ το 2002 δηλαδή. Το 2009 γίνεται η υπαίθρια εκδοχή για τον ανοιχτό χώρο (σ.σ. Της Ελένης) και είναι λίγο πριν από το ξέσπασμα της λεγόμενης κρίσης. Συναντά δηλαδή την αρχή, τις απαρχές της λεγόμενης κρίσης και τώρα νομίζω πως είμαστε στη φάση μιας κανονικής, τουλάχιστον εγώ έτσι το αισθάνομαι, μιας σταθερής πορείας που έχει επισημοποιηθεί, έχει γίνει καθεστώς, μετά το 2015 και τώρα η Ελένη καλείται να μας συναντήσει κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Ήταν δική σας επιθυμία να ξαναπαίξετε το έργο; Ίσως κατά κάποιον τρόπο κανένας να έχει τις επιθυμίες του εν αγνοία του. Με αυτόν τον τρόπο που λες, επιθυμούσε ξέρω ‘γω ο Στρέλερ να κάνει πέντε εκδοχές του «Υπηρέτη δύο Αφεντάδων;» Δε ξέρω αν το επιθυμούσε γιατί στο θέατρο καμιά φορά τα πράγματα έρχονται και μας βρίσκουν. Λέω τώρα, είναι τυχαίο ότι η επιθυμία για την Ελένη μου ήρθε όταν έκανα το Relax… Mynotis, όπου εμφανίζεται ο Ρίτσος ως φανταστικός συνομιλητής, δεδομένου ότι υπάρχει και αυτό το στοιχείο το ιστορικό, η σύμπτωση ότι Μινωτής και Ρίτσος πεθάναν την ίδια μέρα; Στις 11 Νοεμβρίου του 1990.
Όπου και να το τοποθετήσει το έργο, μπορεί να μιλήσει για την εποχή του. Νομίζω ναι, γιατί ακριβώς το πιο ενδιαφέρον είναι ότι στην περίπτωση της Ελένης δεν υπάρχει ένα ιστορικό πλαίσιο το οποίο να εντάσσεται από τον ίδιο τον ποιητή. Όχι, είναι μία συνομιλία η οποία είναι πάνω από τον χρόνο, μία αχρονική συνομιλία με τα πράγματα του κόσμου και της ζωής. Γιατί πιστεύω ότι τελικά, κάνοντάς το τώρα τρίτη φορά, ότι εκεί έγκειται και το μεγάλο κατόρθωμα του Ρίτσου. Ο Ρίτσος αντιστρέφει αυτό το μέγεθος των υποτιθέμενων ονομάτων, που είναι οι πρωταγωνιστές σε αυτή την Τέταρτη Διάσταση, τους μονολόγους του ας πούμε. Αντιστρέφει τα ονόματα, σε κάτοπτρο των πραγμάτων. Λέει όπως κι αν σε λένε, πρωταγωνιστής είναι το κομμάτι αυτό του χαρτιού που κυλάει στον δρόμο με πολλές παύσεις και δεν επισύρει την προσοχή κανενός κι εγώ είμαι εδώ κι εσύ είσαι εκεί ως κάτοπτρο αυτής της κίνησης των ανώνυμων πραγμάτων.
Είναι όλοι ήρωες έρμαια απέναντι στην ιστορία; Ναι, ξέρεις εκεί υπάρχει η δίκη και η αυταπάτη και το άσκοπο της φήμης και της νίκης.
Δε γλυτώνει κανείς. Δε γλυτώνει κανένας. Πιστεύω ότι εάν έχει κάποια εξήγηση αυτό, ένα είδος ας το πούμε υπαρξιακού μηδενισμού και πως έχει να κάνει και με τον χρόνο συγγραφής. Είναι και κάποια περιστατικά που συνδέονται με την προσωπική βιογραφία και σε ό,τι αφορά δηλαδή τα στοιχεία έμπνευσης για τη δημιουργία της Ελένης. Μιλάμε για μία δικτατορία, είναι μέσα στην επταετία, μιλάμε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο για ένα είδος πρώτης συντριβής ενός οράματος που είχε από πίσω του και τις εμπειρίες τις τραγικές του εμφυλίου πολέμου. Ίσως έτσι εξηγείται η έντονη παρουσία του μοτίβου της ματαιότητας.
Πιστεύετε ότι την εκτιμά την ηρωίδα ο Ρίτσος; Ποια είναι η ηρωίδα του τελικά; Η ηρωίδα του είναι ένας κλόουν ο οποίος κάνει την Ελένη και αυτό κορυφώνεται και στο φινάλε του έργου που λέει «αυτή τη σκηνή στα τείχη της Τροίας, να αναλήφθηκα πράγματι στ’ αλήθεια ή μήπως καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα που είμαι στο αυτό.» Δηλαδή αυτό είναι το οποίο, αν θέλεις Σταύρο, με ενθάρρυνε, φαίνεται, ασυνειδήτως, στο να πω: εδώ δεν τίθεται θέμα φύλου. Άσε που πιστεύω ότι και ο ίδιος ο ποιητής, θα ευχόταν να παιχθεί αυτό από άνδρα. Πιστεύω ότι όταν ρώτησα και την Έρη Ρίτσου (σ.σ. κόρη του ποιητή) , μου λέει δε ξέρω, εγώ είχα υπόψιν μου μία θεία η οποία ήταν κάπως περίεργη. Λέω εγώ δε ξέρω, δεν είχα γνωρίσει τον πατέρα σου, για να τον ρωτήσω ας πούμε, αλλά έχω την εντύπωση ότι θα ήθελε να παιχθεί από κάποιον ο οποίος δε θα είχε ούτε τον ψυχολογικό ή άλλον πειρασμό να μιμηθεί, να γίνει δηλαδή ένα είδος, πώς το λένε, Μπλανς Ντιμπουά ας πούμε ή Αλεξάνδρα ντε Λάγκο.
Έλκεται από τη φθορά ο Ρίτσος. Το βλέπουμε και στη Σονάτα του Σεληνόφωτος. Φαντάζομαι ότι αυτό ίσως έχει να κάνει και με το προσωπικό βίωμα της πτώσης, της έκπτωσης, δηλαδή ένας άρχοντας που ξεπέφτει. Η περίπτωση του Ρίτσου μου θυμίζει την μητέρα ενός φίλου μου Αλεξανδρινού η οποία του έλεγε στα τέλη της ζωής της, «παιδί μου εκπεσόντες είμαστε, δεν είμαστε γύφτοι».
Οι Έλληνες είναι «εκπεσόντες»; Είναι ένα ερωτηματικό τι είναι οι Έλληνες.
Ο Ρίτσος στην Ελένη κάνει και μια κριτική στη μυθική διάσταση που δίνουμε στην αρχαιότητα και στην ελληνική ταυτότητα. Ε, βέβαια, με τον τρόπο του αυτό, συνομιλεί με το Επί Σκηνής του Σεφέρη, το ολιγόστιχο αυτό ποίημα το οποίο λέει «Είμαι ο τόπος σου» Είναι τα λόγια του Πρωτέα υποτίθεται, του μίλησε ο θαλασσινός γέρος. «Είμαι ο τόπος. Δεν είμαι κανείς. Μπορώ όμως να γίνω ακριβώς αυτό που θέλεις». Μπορεί ακριβώς αυτό να είναι το ελληνικό κατόρθωμα. Να μην είσαι κανείς, αλλά να μπορείς να γίνεις αυτό ακριβώς που θέλει ο άλλος. Να μπορείς να γίνεις φιλοαμερικανός, να πηγαίνεις στον Τραμπ και να λες εγώ για σένα ζω.
Αυτό το λένε και επιβίωση. Βεβαίως, διότι μη το ξεχνάμε, το ελληνικό στοίχημα προσωποποιημένο από τον Οδυσσέα, ήταν το στοίχημα της επιβίωσης. Οι Έλληνες έπρεπε δια του Οδυσσέως, πρωτίστως να τα καταφέρνουν. Είναι ένα σκαλοπάτι κάτω από τη δημιουργία αυτό, αλλά ένα σκαλοπάτι άνευ του οποίου σε περιμένει το κενό. Πρώτον, είσαι δηλαδή είτε το ξέρεις είτε όχι πρωταγωνιστής και ενδεχομένως πρωταθλητής στο άθλημα που λέγεται επιβίωση.
Ο Ρίτσος στην Ελένη βέβαια τσακίζει και το πρότυπο του Οδυσσέα. Ότι δεν θέλει να γυρίσει στην Πηνελόπη για να κάνει βόλτα με άλλες γυναίκες. Εννοείται, ακριβώς και ότι προφασιζόταν να μη γυρίσει στη χοντρή Πηνελόπη. Δηλαδή με μία έννοια, ακριβώς αυτό το στοιχείο όταν έρχεται προς το φινάλε το έργο που λέει «ονειρευόμουν τον Οδυσσέα το ίδιο αγέραστο και αυτόν». Δηλαδή έχουμε μία διαρκή συνομιλία με τη φθορά δια της Ελένης, μία διαρκή συνομιλία με την επιβίωση δια του Οδυσσέα και διασταυρώνονται αυτές οι δύο συνομιλίες.
Αυτή η έφεση στην επιβίωση τι σημαίνει για μας; Είναι καλό ή κακό; Ίσως να είχε δίκιο ο Τσόρτσιλ που είπε το εξής: «Δύο λαοί δεν έπρεπε να αποκτήσουν κράτος, οι Έλληνες και οι Εβραίοι». Διότι στους τρεις Έλληνες οι τέσσερις είναι πρωθυπουργοί και στους τέσσερις Εβραίους οι πέντε. Και επομένως τι κοινός παρανομαστής υπάρχει; Που διαπρέπουμε; Σε κατάσταση διασποράς. Δηλαδή, δώσε μας πλαίσιο το οποίο είμαστε ανίκανοι να το φτιάξουμε εμείς, και εκεί μπορούμε να εκτοξευτούμε.
Ναι, αλλά στην κρίση το στοιχείο της επιβίωσης μας κράτησε όρθιους τελικά. Ακόμα δε βγήκαμε, το ζήτημα είναι τώρα που θα μπούμε. Για αυτό ακριβώς θέλω να πω ότι σίγουρα η δοκιμασία αυτού του ενστίκτου επιβίωσης ήταν θετική όσον αφορά την ελληνική εμπειρία. Απλώς τώρα είμαστε σε μια αμηχανία, δεδομένου ότι το ερώτημα είναι η επόμενη μέρα. Ποια επόμενη μέρα; Όπως κατάλαβες, υπάρχουν τρεις δεκαετίες του ‘10 που ορίζουν το ελληνικό πρόσωπο, που αντιστοιχούν σε ισάριθμους αιώνες. Δεκαετία του ‘10 του 19ου αιώνα, προετοιμασία της επανάστασης. Δεκαετία του ‘10 του 20ου αιώνα, ολοκλήρωση γεωγραφική. Δεκαετία του 10 του 21ου αιώνα, καταστροφή του μεταπολεμικού μοντέλου ύπαρξης.
«Ήμασταν πάντα ένας λαθρεπιβάτης στο καράβι της Δύσης με την έγκριση του καπετάνιου.»
Και τώρα; Εκεί μπαίνει το θέμα του μεγαλύτερου κάδρου. Είναι δηλαδή το τι θα γίνει εξαρτάται από το τι θα συμβεί στο μεγαλύτερο κάδρο, που εν προκειμένω είναι η Ευρώπη. Το ευρωπαϊκό κάδρο. Ποια θέση θα έχουμε μέσα εκεί, σε ποια ταχύτητα ενδεχομένως γιατί κυοφορούνται αλλαγές. Επομένως αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο η κατάσταση στα χέρια μας.
Εδώ που τα λέμε ποτέ δεν ήταν. Ποτέ δεν ήταν. Και από μια άποψη αν θέλεις, ήμασταν ένας λαθρεπιβάτης στο καράβι της Δύσης με την έγκριση του καπετάνιου.
Δεν έχουμε εναρμονιστεί; Χρειαζόμαστε πάλι έγκριση; Τώρα υποτίθεται ότι είμαστε στο δρόμο προς την εναρμόνιση. Και ξέρεις γιατί είμαστε στο δρόμο προς την εναρμόνιση; Διότι, κοίτα, εμείς είμαστε αυτουργοί και θύματα μιας λαθροχειρίας. Αναθέσαμε υπερβολικά καθήκοντα στη λειτουργία που λέγεται πολιτική. Είναι αυτό που κάνει τον Ροίδη το 1870 να λέει «εις την Ελλάδα ένα επάγγελμα υπάρχει, αυτό του πολιτικού». Και βεβαίως, αυτό ως πολιτικολογία, ως τεχνική υπερπολιτικοποίηση των πάντων ήταν το σήμα κατατεθέν της μεταπολίτευσης. Αυτό λοιπόν το εγχείρημα αναπτύσσεται, της βίωσης της πολιτικής αυτού του πράγματος με φόντο κάτι το οποίο το πληρώνουμε σήμερα.
Ποιο είναι; Ότι ανήκουμε σε μία λέσχη όπου ή πριν ή δίπλα στην πολιτική υπάρχει μία άλλη λειτουργία που λέγεται διοίκηση. Η Ελλάδα δεν έχει δημόσια διοίκηση. Ακριβώς, αυτή η παθογένεια του πολιτικού, έχει ακυρώσει οποιαδήποτε ας πούμε απόπειρα δημιουργίας αυτού του απρόσωπου και ουδέτερου. Διότι, η διοίκηση τι είναι; Το απρόσωπο και ουδέτερο. Εμείς κυριευμένοι από το πάθος το πολιτικό, κάναμε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή είπαμε όλα είναι πολιτικά. Με αποτέλεσμα όταν λες όλα είναι πολιτικά, τίποτα δεν είναι πολιτικό στην ουσία.
Όπως και η περίφημη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Μπράβο, η τελευταία εκδήλωση ήταν αυτό. Σου λέει ο άλλος «Τι πολιτική; Εδώ έχει αριθμούς κύριε. Πριν πάμε στην πολιτική πρέπει να πούμε το περίφημο που λένε “ένα και ένα κάνουν δύο’’». Και λέει ο δικός μας «Όχι, ένα και ένα λόγω πολιτικής διαπραγμάτευσης μπορεί να κάνει και τρία, μπορεί να κάνει και τέσσερα». Αυτό δεν είναι θέμα νεοφιλελευθερισμού, αυτό είναι θέμα πριν από το νεοφιλελευθερισμό. Αυτό που ανακάλυψαν αυτά τα κράτη τα οποία, καλώς ή κακώς, προηγήθηκαν ημών σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση και του εαυτού τους και του ευρωπαϊκού λεγόμενου χώρου, είναι υπάρχει ένα στοιχείο που λέγεται στατιστική. Η στατιστική γιατί αφορά ένα κράτος; Γιατί σου λέει εδώ έχουμε χολέρες, πόσοι πέθαναν, πόσοι θα πεθάνουν; Και αρχίζει η μέτρηση και η λειτουργία αυτή η οποία λέγεται στατιστική και είναι πίσω από όλα τα πράγματα που κάνουμε σήμερα. Εμείς είμαστε εκτός και τώρα σου θυμίζω ότι στα προαπαιτούμενα στο τελευταίο μνημόνιο είναι η αποπολιτικοποίηση της διοίκησης. Δηλαδή είναι σαν να σου λένε κατ’ εξαίρεση είσαι μέσα εδώ.
Το μνημόνιο αυτό προσπαθεί να κάνει μέσα σε άλλα όμως. Είναι γεγονός, ίσως αυτό όμως θα έπρεπε να συνδυαστεί και με ένα όραμα για την Ελλάδα καινούργιο. Είναι αυτό το περίφημο, οκτώ χρόνια κρίση κατά καιρούς λένε όλοι «παιδιά λείπει ένα εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη». Αυτό το έχω ακούσει καμία πενηνταριά φορές από το 2010. Λέει «παιδιά, καλά οι εντολές της τρόικας αλλά και εμείς πρέπει να κάνουμε ένα εθνικό σχέδιο». Δεν το κάνει κανένας. Αυτό λοιπόν το θέμα είναι κάτι το οποίο και εγώ δεν ξέρω πως, βλέπω ότι υπάρχει μία κόπωση μεγάλη, κυρίως μετά το επεισόδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει μία κόπωση στον κόσμο, διότι κατά κάποιο τρόπο σηματοδότησε η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ το τέλος της εποχής των ελπίδων. Ο ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε ως τελευταίο επεισόδιο μαζί με τους ΑΝΕΛ, σε αυτή τη διαδικασία που χαρακτηρίζει την ύπαρξη της χώρας από τα γεννοφάσκια της. Ποια είναι αυτή; Η διαδικασία της συγκροτησιακής βίας.
Δηλαδή; Ότι αυτοί οι πληθυσμοί, οι αγροτικοί κλπ οι οποίοι πρέπει να ενωθούν σε κοινό σώμα, η ένωση σε κοινό σώμα προϋποθέτει άσκηση βίας. Υπόγειας κυρίως, αυτό που κατά κάποιο τρόπο περιγράφει ο Βυζάντιος στη Βαβυλωνία. Που δε μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους δηλαδή δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, πως ενώνονται αυτοί; Πως πάνε παρακάτω; Εκεί λοιπόν δοκιμάστηκαν διάφορα πράγματα. Ήρθε ο μεγαλύτερος Έλληνας της εποχής του, τον οποίο τον σκότωσαν οι Έλληνες, ο Καποδίστριας. Την επομένη έρχεται ένα νήπιο. Ένα νήπιο από τη Βαυαρία το οποίο κατά κάποιο τρόπο με όρους χριστιανικού αφηγήματος ενσαρκώνει το «εγεννήθη ημίν, παιδίον νέον». Δες την απόσταση της εικόνας του Καποδίστρια με την εικόνα του Όθων. Ο ώριμος Έλληνας.
Τεχνοκράτης. Ναι, τεχνοκράτης, του οποίου το ανεκπλήρωτο στοίχημα της διοικήσεως υπάρχει ακόμα και σήμερα. Δηλαδή αν σκεφτείς ότι ο Παλαμάς αρχές του 20ου αιώνα έγραφε για τον Καποδίστρια «πληρώνουμε ακόμα το αίμα σου», έναν αιώνα μετά μπορούμε να το επαναλάβουμε και εμείς.
Σας ενδιαφέρει πολύ αυτή η περίοδος, τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους. Εκεί εκδηλώθηκαν τα συμπτώματα της νεοελληνικής διχαστικότητας η οποία είχε πολλές εκφάνσεις Είμαστε στο γλωσσικό, αυτό που έλεγα πριν. Πως γίνεται αυτό; Πρέπει να έχουμε γραπτή γλώσσα. Γραπτή γλώσσα πως θα είναι, το προφορικό ιδίωμα του Μωραϊτη; Δε γίνεται αυτό. Άρα λοιπόν πρέπει να πάμε σε διαμόρφωση των παραγόντων, των υποκειμένων που θα μιλήσουν τη νέα γλώσσα κλπ. Αυτό είναι κάτι που μετά παίρνει τις μορφές βενιζελικοί-κωνσταντινικοί, εθνικόφρονες-κομμουνιστές και καταλήγουμε στην καρικατούρα μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ το έλυσε το θέμα αυτό, το μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Όχι μόνο αυτό αλλά έκλεισε και τον κύκλο εκδοχών της ελληνικής διχαστικότητας. Και από αυτή την άποψη πρέπει να αναλογιστούμε και το εξής «τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;» Όταν βρίζεις τον «βάρβαρο» έχεις οικοδομήσει μια βάση ύπαρξης.
Ο Ρίτσος έχει μαρτυρήσει για να κάνει σπουδαία τέχνη, μπας και σήμερα δεν μαρτυρούν οι καλλιτέχνες γι’ αυτό αμφισβητείται συχνά ότι έχουμε αξιόλογη παραγωγή; Το ‘χε πει και ο Προυστ, «το ψωμί που μας τρέφει, πρέπει να είναι πικρό.» Νομίζω ότι ο Ρίτσος ήταν ένας λειτουργός της απόλυτης κατάφασης στο γεγονός της ζωής. Με μια έννοια λοιπόν ήταν κοντά σε αυτό το οποίο είναι ο Παπαδιαμάντης. Ο Παπαδιαμάντης γιατί είναι απείρως χρήσιμος και παρών. Διότι σου λέει ότι υπάρχει αυτό το θαύμα που λέγεται κόσμος, εμένα λοιπόν μου δόθηκε η δυνατότητα να είμαι μέσα σε αυτόν τον κόσμο, με ποια σχέση θα είμαι μέσα σε αυτόν; Του κατακτητή; Του κυρίαρχου; Όχι, θα είμαι μέσα στον κόσμο σαν ένας διερχόμενος επισκέπτης, ο οποίος δεν χορταίνει το θαύμα του κόσμου που περιλαμβάνει και τις οδύνες και όλα αυτά τα δεινά που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη και τη συνύπαρξη των ανθρώπων. Κάνοντας, έτσι, μια διασταλτική ερμηνεία, μπορεί κάποιος να προσθέσει τον Ρίτσο, χρησιμοποιώντας το γνωστό τετράστιχο του Ελύτη «Όπου και αν σας βρίσκει το κακό, αδερφοί, όπου και αν θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Εκεί θα πρόσθετα και λίγο Γιάννη Ρίτσο. «Καρδιά που δεν ξέρει από ψέμα, θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου».
Ήταν ταγμένος όμως στον σκοπό του, στον κομμουνισμό. Σήμερα δεν είναι ταγμένος κανείς, πουθενά. Αυτό μας κάνει καλύτερους ή χειρότερους; Σήμερα, αυτό που υπάρχει σαν ορίζοντας είναι το ουδέτερο. Υπάρχει το Τρίτο Φύλο. Αυτό είναι το τέλος της ζωής του «Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός». Ναι, όντως σήμερα μας χαρακτηρίζει κάτι που μπορούμε να το αποκαλέσουμε: «ολιγοπιστία». Δεν θα βγάλουμε ο ένας το μάτι του άλλου αλλά αυτό πληρώνεται με το τίμημα της απαξίας. Ίσως γι’ αυτό και όλος ο κόσμος πορεύεται προς την επικράτεια του ελαφρού, απέναντι στην τυραννία του βαρέως.