Παντελής Βούλγαρης: «Είναι πολύτιμη η καταγραφή της κρίσης»

Αυτήν την πρόσφατη, ομαδική κατά κάποιο τρόπο εμφάνιση νέων σκηνοθετών, πώς την τοποθετείτε στο πλαίσιο της οικονομικής πορείας της χώρας. Στην περίοδο της ευμάρειας επικρατούσε η δική σας σκηνοθετική γενιά, τώρα με την κρίση, έχουμε όλους αυτούς τους νέους σκηνοθέτες. Είναι σύμπτωση της τεχνολογίας, ή και κάτι άλλο;

Βασικά είναι της τεχνολογίας. Σήμερα ένας νέος που θέλει να ασχοληθεί με το σινεμά, με μια κάμερα, πολύ σύντομα, πολύ γρήγορα και πολύ άμεσα, μπορεί να δει τι εικόνες έχει στο μυαλό του και να δείξει σε μερικούς φίλους του, για παράδειγμα, τι είναι αυτό που θέλει να εκφράσει. Και αυτό, παρ’ όλο που υπάρχει οικονομική κρίση, κάνει τους νέους σκηνοθέτες να έχουν αυτήν την παρουσία τα τελευταία χρόνια. Με ταινίες που τις αποφασίζουν μόνοι τους, ή συλλογικά. Χωρίς να επηρεάζονται απ’ το παλιό σινεμά το δικό μας, μπορούν να επιλέγουν κατευθύνσεις τελείως διαφορετικές απ’ τις δικές μας. Όλο αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι έχουν όλη αυτή την ελευθερία και την τύχη να έχουν πολύ κοντά τους μια κάμερα. Εμείς για να κάνουμε μια μικρού μήκους στα νιάτα μου, έπρεπε να πάμε στα τριάντα μας χρόνια, για να εξασφαλίσουμε μια κάμερα βαριά, φιλμ, φωτιστικά σώματα… Δηλαδή οι ευκολίες που υπάρχουν σήμερα, και στο μοντάζ βέβαια, είναι καταπληκτικές. Αν ξεκίναγα τώρα, εγώ θα ήθελα –κι είναι κάτι που το έχω στο μυαλό μου για την επόμενη ταινία– να γίνει με πολύ πιο εύχρηστη μηχανή απ’ αυτήν που είχα στην Ψυχή Βαθιά.

Υπάρχει όμως και μεγαλύτερος πλούτος σε θεματικά ερεθίσματα απ’ ό,τι υπήρχε πριν 15-20 χρόνια;

Δεν νομίζω. Η κάθε εποχή έχει τα δικά της προβλήματα, τις δικές της προκλήσεις… Ας πούμε στη δική μας γενιά, ακριβώς επειδή μεγαλώσαμε σε ένα καθεστώς λογοκρισίας, μετά το τέλος της χούντας μπορούσαμε πια να ασχοληθούμε με πράγματα που ήταν απαγορευμένα. Δηλαδή την ελληνική Ιστορία, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία του Μεταξά… Εκεί οφείλεται όλη αυτή η δική μας επιλογή να μιλήσουμε για πράγματα που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ στον ελληνικό κινηματογράφο. Μετά, το οικογενειακό περιβάλλον, μετά οι οικονομικές συνθήκες, η μετανάστευση, κάθε εποχή έχει τις δικές της συνθήκες, το δικό της θησαυρό ιδεών και προκλήσεων που μπορεί κανείς να ασχοληθεί. Σήμερα είναι η κρίση, που είναι πολύ νωρίς για να αντιληφθείς ποια είναι η σημασία της, ποιος είναι ο τρόπος που μπορείς να την επεξεργαστείς και να την ερμηνεύσεις.

Αυτός είναι ίσως κι ένας λόγος που σας έχει κρατήσει πίσω και δεν έχετε ασχοληθεί κι εσείς μ’ αυτό το θέμα; Το ότι είναι νωρίς;

Εγώ αν ήμουνα πιο νέος, θα ήμουν συνεχώς στο δρόμο, θα ήμουν με μια κάμερα και θα κατέγραφα αυτό που συμβαίνει. Αυτό που κάναμε και στη διάρκεια της δικτατορίας, με μια παρέα φίλων και με μια βοήθεια από το Γαβρά τότε, που μας είχε στείλει μια κάμερα. Στην αρχή είχα ξεκινήσει με μια μηχανή των 8mm να καταγράφω εικόνες, μετά αυτό έγινε πιο οργανωμένα. Έστειλα αυτό το υλικό στο Γαβρά και το είδε, και μιας έστειλε μια κάμερα, και μ’ έναν τρόπο είχα φτιάξει μια εταιρεία λαογραφικής κατεύθυνσης, για να μπορώ να βγω στο δρόμο να κινηματογραφώ. Κι αυτό θα ήθελα να το κάνω και τώρα. Δεν ξέρω αν το κάνουν νεότεροι σκηνοθέτες. Αλλά είναι ένας τρόπος για να δεις, για να καταγράψεις τουλάχιστον εμπειρίες ζωής, που τις βλέπουμε κάθε μέρα στο δρόμο.

Είπατε όμως ότι είναι νωρίς για να καταλάβεις πού σε πάει αυτό το πράγμα. Θεωρείτε δηλαδή ότι ίσως είναι βιαστικό που ασχολούνται τόσο μ’ αυτό οι νέοι σκηνοθέτες;

Εγώ θεωρώ ότι είναι πολύτιμο, κι ας είναι και βιαστικό. Το σημαντικό είναι να καταγραφεί αυτό που αυτή τη στιγμή συμβαίνει. Το αν είναι άτεχνο, αν δεν έχει βάθος, δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ο χρόνος κι η τριβή με την καθημερινότητα, θα φέρει και τα πιο ουσιαστικά φιλμ πάνω σ’ αυτό που περνάμε.

Υπάρχει όμως και η σχέση του σινεμά με το θεατή. Δεν μπορεί ο θεατής να βλέπει για 15 χρόνια ταινίες για την κρίση, μέχρι να ωριμάσουν οι σκηνοθέτες για να τού ερμηνεύσουν γιατί έβλεπε τόσα χρόνια αυτές τις ταινίες.

Ναι. Γι’ αυτό έλεγα ότι, ας αρχίσουν έτσι, και το τι θα προκύψει απ’ αυτήν την εμπειρία, είναι κάτι που θα το δούμε αργότερα. Αλλά, όντως, υπάρχει μια πραγματικότητα, απ’ την οποία δεν μπορεί η κινηματογραφική ματιά να είναι απούσα. Είναι πράγματα που συμβαίνουν. Θα μου πεις, το κάνει η τηλεόραση και το κάνει με τον τρόπο που ξέρουμε. Τον τρόπο τον άμεσο, που περνάει από πολλά φίλτρα και πολλές ερμηνείες, αλλά μια κάμερα και μια ομάδα μικρή, μπορεί να καταγράφει αυτό που συμβαίνει, με μια διαφορετική ματιά, που είναι και το σημαντικό.

Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση του Έλληνα θεατή με τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο;

Είναι ένα ερώτημα για μένα. Βλέπεις ταινίες, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές, κι έρχονται και με βραβεία από το εξωτερικό, να κάνουνε τόσο λίγα εισιτήρια. Αναρωτιέμαι μήπως ο Έλληνας θεατής δεν θέλει να δει το πρόβλημα που ζει. Από την άλλη μεριά είναι το πρόβλημα της εκμετάλλευσης των ταινιών, ότι βγαίνουνε σχεδόν χωρίς διαφήμιση, ή με πολύ λίγη διαφήμιση… Υπάρχει το πρόβλημα των αιθουσών, όπου αν τις τρεις πρώτες μέρες της προβολής, δεν έχουν ικανοποιητικά εισιτήρια, ζητάνε καινούρια ταινία… Νομίζω αυτό είναι το πιο βασικό, το ότι οι αίθουσες δεν έχουνε πολιτική να συντηρήσουν μια ταινία. Δεν υπάρχουν αίθουσες τέχνης. Παλιότερα στα νιάτα μου υπήρχε το Στούντιο. Μια αίθουσα που έπαιζε πειραματικές ταινίες, ευρωπαϊκές ταινίες, ελληνικές ταινίες, κι είχε τον τρόπο, δεν είχε αυτήν την εμπορική ανάγκη που έχουν τα μεγάλα μούλτιπλεξ, τα οποία θέλουνε ζωή, θέλουνε αίμα, θέλουνε εισιτήρια. Νομίζω ότι εκεί είναι το πρόβλημα. Γιατί, από την άλλη μεριά, έχουν παρουσία στον Τύπο, στους δημοσιογράφους, στις κριτικές… Έχουν βοήθεια. Το ερώτημα είναι γιατί τόσα λίγα εισιτήρια. Δεν ξέρω πώς μπορεί να αντιστραφεί αυτό. Μια ιδέα, που μπορεί να είναι ρομαντική, αλλά τη λέω στους νέους σκηνοθέτες, είναι να ψάξουν να βρουν το κοινό τους. Μην περιοριστείτε στην αίθουσα που θα βρείτε στην Αθήνα. Φτιάξτε μια μεγάλη παρέα, πάρτε ένα πουλμανάκι μικρό και γυρίστε την επαρχία. Που έχει πολιτιστικούς συλλόγους, που έχει λέσχες, μικρές αίθουσες. Αφού δεν μπορεί να έρθει το κοινό σ’ εσάς, πηγαίνετε εσείς. Κάντε το για 2-3 χρόνια, να δείτε τι μπορεί να γίνει. Και να είναι μια παρέα που να μην είναι μόνο η ταινία. Να είναι ποίηση, να είναι μουσική. Μια διαδραστική, ας πούμε, πολιτιστική παρέμβαση, από τους νέους προς την περιφέρεια, κι όχι αντίστροφά. Και νομίζω ότι το ζητάει αυτό η επαρχία, γιατί τι συμβαίνει πια σε μια επαρχιακή πόλη; Μπαρ και καφετέριες.

Μιας και αναφερθήκατε στην πολιτική της εκμετάλλευσης των ταινιών: η δική σας ταινία, η 12η ενός καταξιωμένου και πολυβραβευμένου σκηνοθέτη με τεράστια πορεία στο ελληνικό σινεμά, άνοιξε σε 110 αίθουσες, απέναντι σε μια άλλη ελληνική, το Runaway Day, ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, που άνοιξε σε μία μόνο αίθουσα. Προφανώς δεν είναι δική σας επιλογή το πότε θα βγείτε, ή πού, αλλά πώς σας κάνει να αισθάνεστε κάτι τέτοιο;

Δεν το ξέρω καθόλου, δεν το ξέρω. Το θεωρώ λάθος. Εφ’ όσον υπάρχουν τόσες εβδομάδες, θα μπορούσαν οι ταινίες να βγαίνουν με διαφορετικό τρόπο, να μην είναι ταυτόχρονα. Δεν έχω άποψη σ’ αυτό. Ούτε ήξερα ότι βγαίνει κι άλλη ελληνική ταινία τώρα. Είναι μέσα στο πρόβλημα αυτό που λέγαμε, για την τυχαία κατάσταση που επικρατεί στη διανομή. Σίγουρα μια ταινία μόνο στο Μικρόκοσμο, την εγκλωβίζεις όταν γίνεται κάτι τέτοιο. Γιατί αυτό το αντιμετωπίζω και στις ταινίες των παιδιών μου, που παίζονται με άλλες ελληνικές ταινίες απέναντι. Θα μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος να παιχτούν λίγο αργότερα.

*Η Μικρά Αγγλία, προβάλλεται από την Πέμπτη 5 Δεκέμβρη στις αίθουσες, ενώ η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134, Κεραμεικός) φιλοξενεί αφιέρωμα στο έργο του Παντελή Βούλγαρη με 4 μικρού και 11 μεγάλου μήκους ταινίες του σκηνοθέτη, από τις 12 εως τις 18 Δεκέμβρη

Page: 1 2

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης