Σε μια από τις ήρεμες πλατείες της Αθήνας, στην πλατεία Αγ. Γεωργίου στην Κυψέλη –ναι, στην Κυψέλη!- ο Παναγιώτης Πανταζής aka Pan Pan με μαθαίνει πώς να βλέπω (ή μήπως να ακούω;) ως μουσική τις γύρω πολυκατοικίες και δε μου απαντάει αν ο Κεράσης, ο γάτος-ήρωας του κόμικ του Μαρμελάδα Κεράσι, θα βρει την αγαπημένη του Φουφού που βρέθηκε στην Πολωνία μαζί με την φοιτήτρια κυρά της.
Ένας γάτος που εγκαταλείπει την αγαπημένη του Αθήνα σε αναζήτηση ενός χνουδωτού έρωτα, ένα μελαγχολικό κόμικ που μας κάνει να θέλουμε να πάρουμε τα όρη και τα βουνά, εμάς τα παιδιά των πόλεων, και να βρούμε τη δική μας Φουφού.
Έχεις γάτο; Μου αρέσουν πάρα πολύ αλλά ποτέ δεν είχα γάτα γιατί είμαι αλλεργικός. Τώρα με τον Κεράση είναι σαν να έχω κι εγώ γατί.
Το όνομα πώς προέκυψε; Πάντα κάπως τυχαία προκύπτουν τα ονόματα και για το συγκεκριμένο δεν θυμάμαι καν πώς ακριβώς. Παίζει να έτρωγα εκείνη την ώρα μαρμελάδα κεράσι. Πάντως ξέρω ότι ήθελα να φτιάξω μια γλυκιά σειρά άρα ήθελα κι ένα γλυκό όνομα. Το Φουφού βρήκε γιατί θυμίζει κάτι φουντωτό και χνουδωτό. Όλα αυτά πέρσι που ξεκίνησα να φαντάζομαι και να δημιουργώ την συγκεκριμένη σειρά.
Πώς γεννήθηκε η επιθυμία σου για μια γλυκιά ιστορία; Ήξερες ήδη ότι θα γίνεις πατέρας κι αυτό σε επηρέασε; Όχι, τότε δεν ήταν ακόμη έγκυος η γυναίκα μου. Είναι όμως ενδιαφέρον αυτό που μου λες γιατί όταν είπα στην αδερφή μου ότι θα γίνει θεία μου είπε αμέσως «Το ήξερα. Είχα δει το κόμικ και είχα καταλάβει ότι πάτε προς τα εκεί». Δεν το είχα σκεφτεί έτσι αλλά ναι μπορεί υποσυνείδητα να ίσχυε.
Βλέποντας παλιότερα σου κόμικ θυμάσαι σε ποια ψυχολογική κατάσταση και φάση της ζωής σου βρισκόσουν όταν τα έφτιαχνες; Βέβαια. Ειδικά τα παλιότερα μου είχαν αυτοβιογραφικά στοιχεία παρότι δεν ήμουν εγώ ο βασικός χαρακτήρας του κόμικ. Μπορεί ένας δευτερεύων χαρακτήρας ή κάποιοι –αν το έσπαγα σε κομμάτια- περιείχαν κομμάτια μου της συγκεκριμένης περιόδου. Κοιτούσα τις προάλλες κάτι από Common Comics, ήταν μια σειρά πέντε τευχών που είχα βγάλει από την Giganto του Τάσου Παπαϊωάννου πριν σχεδόν 10 χρόνια, και δεν τρελάθηκα αλλά οκ, είχαν πλάκα και ήταν κάποια πράγματα που τότε έπρεπε να βγάλω από μέσα μου, ξέρεις σαν παιδικές ασθένειες. Ειδικά λοιπόν αυτά, που παρουσιάζουν ιστορίες ανθρώπων στην πόλη, ήταν πολύ αντιπροσωπευτικά της τότε φάσης μου καθώς μόλις είχα γυρίσει από τον Βόλο που σπούδαζα, στην Αθήνα που μ’ αρέσει πιο πολύ.
Στη γειτονιά της Κυψέλης μεγάλωσες; Λίγο πιο πάνω, στο Πολύγωνο. Το κέντρο μου ασκούσε πάντα αυτή τη γοητεία, άλλοι το θεωρούν λέρα αλλά εμένα μου αρέσει.
Έχεις κάτι πολύ αστικό στα κόμικ σου. Ειδικά στις πρώτες μου δουλειές ήταν κάτι σαν εμμονή αυτό. Σταδιακά αυτό άλλαξε και κάνω πια και άλλα πράγματα αλλά η αλήθεια είναι ότι ήταν τόσο εμφανές στην αρχή που πολύς κόσμος με ταύτισε με αυτό: όχι μόνο για τα κόμικ μου αλλά και για τη μουσική μου. Από κάποια στιγμή κι έπειτα έγινε κάπως αυτόματα το να χαρακτηρίζεται η δουλειά μου έτσι ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν σωστό.
Όμως αυτό που έκανες με τις γειτονιές της Αθήνας, μιλάω για τον «Αντιτουριστικό Οδηγό», ένα αποτύπωμα μιας αστικής εικόνας ήταν πολύ πρόσφατο. Ναι, ήταν επειδή ήθελα να δείξω γειτονιές της Αθήνας που πιθανόν να μην έχουν τίποτα το ωραίο στα μάτια του αντικειμενικού παρατηρητή –γι’ αυτό και το σκίτσο ήταν σα φωτογραφική αποτύπωση- αλλά για εμένα είναι όμορφα –κι εκεί έμπαινε το σουρεαλιστικό στοιχείο.
Τα βρήκα ειδυλλιακά. Πώς θα ήταν το αποτύπωμα στην Οία αν ήταν πολυκατοικία της Αθήνας, αυτό μου θύμισαν. Όχι όμως μελό. Ναι, κάτι τέτοιο ήθελα. Αν και δεν βρίσκω απαραίτητα κακό το μελό. Επίσης άλλοι στο λένε σαν κοπλιμέντο, άλλοι σαν παρατήρηση, άλλοι το βρίσκουν μελό, άλλοι όχι. Ίσως τελικά έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τις δόσεις. Προσωπικά στο μελό βρίσκω χιούμορ. Κάτι μπορεί να έχει πόνο αλλά να είναι και αστείο ταυτόχρονα.
Πώς το αντιμετωπίζεις στη δουλειά σου; Θυμάμαι ότι ήθελα να γράψω μια πολύ έντονη σκηνή, τρία τεύχη μετά ο ήρωας θα έβρισκε το θάρρος να εξομολογηθεί τον έρωτά του και σκέφτηκα ότι πρέπει να μπω σε cheesy mood. Δεν ήθελα απαραίτητα να προκύψει cheesy η σκηνή αλλά μελό, κατά γενική ομολογία, που όμως προσωπικά θα με ζέστανε. Έκατσα κι έβαλα να ακούσω Ριφιφί κι άλλα 80ς πράγματα. Ή μια κοινή μας αγάπη: οι Κόρε.Ύδρο έχουν μελό αλλά χιούμορ κι έτσι κατάφερναν να μη κάνουν βραζιλιάνικη σαπουνόπερα αλλά κάτι αληθινό. Στη ζωή μπορεί να πονέσεις πολύ για έρωτες αλλά θα βρεθεί ο φίλος που θα στο ξεφτιλίσει αυτό το πράγμα κι εκεί θα πονάς αλλά θα γελάς ταυτόχρονα. Αλλιώς θα βαλτώσεις. Παντού πρέπει να υπάρχει χιούμορ, ακόμη και στον θάνατο κι αυτός είναι ένας τρόπος να συνεχίσεις.
Εσύ το χρησιμοποιείς το χιούμορ παντού; Μπορεί να σου πει η γυναίκα σου «αμάν, δεν μπορούμε να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση»; Όχι, εντάξει. Αλλά πέρα από αυτό συντονιζόμαστε στο χιούμορ, μπορεί εξ ίσου να κάνει ένα «ακραίο» αστείο. Είναι κλισέ αλλά τα κορίτσια, κατά κανόνα, είναι πιο προσεκτικά σε αυτά τα πράγματα και τα αγόρια είναι πιο κάφροι. Όταν όμως βρίσκεσαι σε συγχρονισμό, μπορεί αυτό να σε γειώσει με την καλή έννοια, τύπου ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα να πεις κάτι κάφρικο, μπορεί εάν θέλει να το κάνει εκείνη, δεν είσαι αναγκασμένος να το κάνεις εσύ, οπότε φεύγει αυτή η έγνοια από τη μέση κι έτσι μένει η ουσία.
Πότε δουλεύεις; Τώρα πια, λόγω συνθηκών, ώρες γραφείου. Αλλά προτιμώ να δουλεύω το βράδυ. Δεν είναι μόνο ότι 3 η ώρα τη νύχτα δεν δουλεύει κανείς άλλος στον χώρο που είσαι αλλά δε δουλεύει κανένας άλλος εκείνη τη στιγμή. Είναι ωραία η αίσθηση ότι δημιουργείς κάτι ενώ οι άλλοι κοιμούνται. Εκεί γύρω στο ξημέρωμα, όταν πια έχεις βγάλει κάτι, το έχεις μπροστά σου, έχει πάρει ένα σχήμα αυτό ναι, είναι μεγάλη ικανοποίηση.
Πώς επέλεξες να σπουδάσεις αρχιτεκτονική; Ήταν οι μόνες σπουδές που μου άρεσαν, αλλά δεν ήταν η μόνη δουλειά που μου άρεσε. Δούλεψα λίγο αλλά κατάλαβα ότι ενώ μου άρεσε πολύ η σχολή η πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση, οι περισσότεροι αρχιτέκτονες κάνουν νομιμοποίησεις, τρέχουν σε πολεοδομίες, ασχολούνται με τη γραφειοκρατία.
Πώς έμπλεξες τη μουσική με την αρχιτεκτονική; Είχα κάνει ένα ερευνητικό, που ακόμη το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Το θέμα ήταν πώς μπορείς να διαβάσεις τυχαίο –αστικό, φυσικό ή οτιδήποτε- τοπίο σαν μουσική παρτιτούρα. Ερεύνησα λοιπόν πώς το είχαν μελετήσει αυτό μουσικοί και ψυχολόγοι και στο τέλος πρότεινα τη δική μου μέθοδο.
Πώς αποτυπώνεται η μουσική όχι με νότες αλλά με το περίγραμμα κτιρίων; Είναι περίπου σαν μια άλλη γλώσσα. Σα να μιλάμε εμείς τώρα και το μαγνητοφωνάκι σου να κάνει αυτόματη μετάφραση στα πορτογαλικά. Το θέμα είναι πώς μεταφράζεις αυτή τη γλώσσα; Ο Ξενάκης δημιούργησε μια τέτοια μουσική γλώσσα και για να μην υπάρχουν παρερμηνείες έδινε συγκεκριμένες οδηγίες στους εκτελεστές.
Δηλαδή μπορείς να αποδώσεις με μουσική ένα κτίριο; Ναι, δες το απέναντι skyline με τις πολυκατοικίες. Ξεκινάει σε αυτό το ύψος, κατεβαίνει, ανεβαίνει ξανά, κουνιέται εκείνη η κεραία, ε, αυτό μπορείς να το αποδώσεις με μπιτ. Είχε κάνει λόγο για τον «ψυχικό τόνο» ενός τοπίου ο Γερμανός φιλόσοφος Γιοργκ Ζίμελ κι αυτό μου είχε μείνει. Τι σημαίνει ο «ψυχικός τόνος» ενός τοπίου; Ότι αλλιώς αντιλαμβάνεται κανείς το τοπίο ανάλογα με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται εκείνη τη στιγμή. Εάν έχεις τα νεύρα σου θα δεις δύο παράταιρα μεταξύ κτίρια το ένα δίπλα στο άλλο και θα πεις «να, έχουμε κάνει την Αθήνα μπουρδέλο» ενώ αν είσαι ήρεμος μπορεί να πεις «με γοητεύει αυτή η μη αναμενόμενη σύνθεση».
Πώς προέκυψε η μουσική; Δεν ξέρω κάποιο όργανο, δεν ασχολιόμουν από μικρή ηλικία. Στο λύκειο άκουγα χιπ χοπ κι αυτό ήταν καθοριστικό γιατί τα παιδιά που ακούν χιπ χοπ, σε μεγάλο βαθμό, προσπαθούν να παίξουν και οι ίδιοι χιπ χοπ κι επίσης δε χρειάζεται να ξέρεις ακαδημαϊκά κάποιο όργανο αλλά αρκεί να μπορείς να γράψεις στίχους και να χρησιμοποιείς σωστά μια επαναλαμβανόμενη λούπα. Είχα τότε κασετόφωνο κι έφτιαχνα μαζί με τον ξάδερφο μου λούπες που έκοβα από κομμάτια και τις επαναλάμβανες, μετά πήρα το sampler και σιγά σιγά με τους φίλους που πηγαίναμε σε συναυλίες φτιάξαμε ένα συγκρότημα.
Να αλλά τώρα είσαι για πρώτη φορά σε σχήμα. Κοίτα, στα live πάντα ήμουν μαζί με μπάντα κι ας εμφανιζόμουν ως Pan Pan. Το έχω κάνει μια δυο φορές χωρίς μουσικούς και δεν μου άρεσε, δεν μου ταίριαζε. Πολύς κόσμος που παίζει ηλεκτρονική μουσική, πάει στο live, παίρνει το λαπτοπ του, πατάει ένα πλήκτρο και το βρίσκω λίγο αμήχανο όλο αυτό. Θέλω την πρόκληση του live. Γράφω τη μουσική μου και μετά την ενορχηστρώνω με διαφορετικό τρόπο για να παιχτεί live. Μπορείς βέβαια να κάνεις live πατώντας απλά το play και με το να στέκεσαι εκεί αλλά πρέπει να είσαι πολύ υποβλητική παρουσία με το πάθουν σοκ από κάτω οι άνθρωποι επειδή βρίσκεσαι εσύ εκεί. Εγώ δεν το έχω αυτό κι έτσι βρήκα τρόπο να το διασκεδάσω αλλιώς. Συνεπώς ενορχηστρώνω τα κομμάτια για μπάσο, για τύμπανα, για βιολί, για κιθάρα και αναλόγως με το ποιοι φίλοι μου είναι διαθέσιμοι κάθε φορά και παίζουμε έτσι live.
Πώς προέκυψε το συγκεκριμένο τωρινό σου σχήμα; Για πρώτη φορά ζήτησα από τα παιδιά να έρθουν να παίξουν και κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης κι έτσι θεώρησα ότι θα είχε πλάκα να το βγάλουμε ως συγκρότημα. Πάλι εγώ έχω γράψει τα τραγούδια, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ένας Pan Pan δίσκος απλώς μου φάνηκε πιο σωστό μαζί με τα παιδιά. Το συγκρότημα μας ονομάζεται Echo Tides και ο δίσκος, που θα κυκλοφορήσει σε ένα περίπου δίμηνο από την ελληνική numb capsule records και την αμερικάνικη Already Dead Tapes , κι έχει τίτλο Whale boobox anatomy. Σκέψου μια φάλαινα που είναι boombox και πετάει πάνω από την πόλη. Ναι, ο δίσκος είναι η ανατομία αυτής της φάλαινας.
H “Mαρμελάδα Κεράσι” του Pan Pan εμφανίζεται καθημερινά στο http://www.socomic.gr/ και ο δίσκος του Whale boobox anatomy θα κυκλοφορήσει σύντομα απο την numb capsule records