Τα έργα του Χάρολντ Πίντερ είναι ερμητικά, σχεδόν δύστροπα. Σε καλούν να τα παρακολουθήσεις, όπως έναν άνθρωπο που μιλάει χαμηλόφωνα, εκβιάζοντας, μ’ έναν τρόπο, την προσοχή σου. Είναι έργα κατ’ αρχήν αυτοαναφορικά, αντλούν από τις διαδρομές της δικής του ζωής, αλλά οπωσδήποτε αφορούν κι άλλους· πολλούς. Τι κάνεις όμως μ’ ένα έργο που πραγματεύεται τις διαδικασίες και τα παιχνίδια της μνήμης;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς, στη συνέντευξη Τύπου του Θεάτρου Τέχνης το περασμένο φθινόπωρο, είπε ευθαρσώς ότι πρώτη φορά καταπιάνεται με τον Πίντερ και ότι δεν έχει ιδέα τι θα κάνει ακριβώς. Κανείς απ’ όσους τον ξέρουμε δεν τον πίστεψε. Γιατί ο Γιάννης Χουβαρδάς, τρεις μήνες πριν από την παράσταση που θα ανεβάσει, ξέρει πάρα πολύ καλά τι θα κάνει. Οπως και να ’χει όμως, το στοίχημα με τον Πίντερ, ήταν στοίχημα. Και μάλιστα μ’ ένα έργο (το «Παλιοί Καιροί», γραμμένο το 1971), πολύ εσωτερικό, προσωπικό, αυτοαναφορικό. Σχεδόν ιδιωτικό.
Κι ο Γιάννης Χουβαρδάς έκανε κάτι που κάνει το τελευταίο διάστημα (ή μήπως πάντα;) στις παραστάσεις του: άφησε να συνομιλήσουν οι μνήμες. Του Πίντερ και οι δικές του. Προφανώς έβαλε (ο Χουβαρδάς) τον δικό του τρόπο στη διαχείριση της μνήμης. Το κάνει ιδιαιτέρως πολύ τον τελευταίο καιρό στις παραστάσεις του. Με έναν τρόπο που είναι εντελώς δικός του σε ό,τι αφορά την τρυφερότητα των αναμνήσεων, τη θλίψη ή την αναπόληση που προκαλεί το παρελθόν και οι αναμνήσεις. Μ’ έναν τρόπο που μοιάζει απόμακρος, μοιάζει εγκεφαλικός, αλλά δεν είναι. Σ’ αυτό το δύσκολο έργο έβαλε για αρωγό το βίντεο. Που χειρίζονταν, εναλλάξ, οι τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί της παράστασης (Μαρία Κεχαγιόγλου, Χρήστος Λούλης, Μαρία Σκουλά). Βίντεο που είχε οργανώσει και σχεδιάσει και καταστρώσει ο Παντελής Μάκκας. Ατού της παράστασης. Με το βίντεο ξεκινάει η παράσταση, με τους τρεις ηθοποιούς πίσω από τη σκηνή, και μ’ ένα παιχνίδι που κάνουν με τα χέρια τους. Τα χέρια των αναμνήσεων που σε γραπώνουν.
Και αμέσως μετά βρισκόμαστε σ’ ένα σκηνικό που θυμίζει αρκετά χώρο ψυχοθεραπείας. Με δύο καναπέδες-ανάκληντρα, με μια αποστασιοποιημένη -εξουσιαστική; ορθολογιστική;- πολυθρόνα στη μέση, με διάφορα φωτιστικά.
Ενα ζευγάρι ζει κάπου στην εξοχή. Κάπου. Εκεί καταφτάνει, έπειτα από 20 χρόνια, η φίλη της γυναίκας που ζει σε άλλον τόπο. Πώς είναι οι άλλοι 20 χρόνια μετά; Τι θυμόμαστε από αυτούς; Τι κοιτάμε από αυτούς; Τι τελικά βλέπουμε απ’ ό,τι βλέπουμε στον άλλον; Πώς συμπεριφέρεται ο άντρας ανάμεσα στις δύο γυναίκες; Τι φαντασιώνεται, τι φαντάζεται, τι βλέπει; Τι ανακαλούν οι δύο γυναίκες; Ποια ήταν η σχέση τους; Ποια θα ήθελαν να είναι; Τι υπήρξε πραγματικά; Ολα αυτά λειτουργούν, σε άμεση θεατρική σύνδεση, μέσω των βίντεο, που γίνεται το ζουμ των αναμνήσεων, αλλά και τόσο άμεσα μέσω των τριών ηθοποιών της παράστασης που μοιάζει να μπαίνουμε σιγά σιγά μέσα στις δικές μας μνήμες, μέσω των δικών τους. Οχι εύκολα είναι η αλήθεια. Είναι πυκνό το έργο του Πίντερ. Είναι άθλος η αναπαράστασή του από τους ηθοποιούς και ο τρόπος που το μετέδωσε ο Γιάννης Χουβαρδάς . Και κάθε τόσο πέφτει «χιόνι» στη μεγάλη οθόνη. Τα κενά της μνήμης. Ή το καταχώνιασμά της. Και τα δύο ισχύουν, και στον Πίντερ και στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά. Και κάποια στιγμή, διαδοχικά, η κάθε μια από τις γυναίκες, παίρνει νεκρική στάση πάνω στα ανάκληντρα. Ο θάνατος της μνήμης;
Ερωτηματικά γεννούν τα κείμενα του Πίντερ, μ’ αυτόν τον τρόπο το προσέγγισε θεατρικά ο Γιάννης Χουβαρδάς σε μια πολύ σύγχρονη όσο και απολύτως πιντερική παράσταση. Με την εμβρυουλκό διαδικασία του ψυχαναλυτή, που καλεί και προκαλεί τον καθένα από τους θεατές να αφεθούν στις δικές τους αναμνήσεις και στον τρόπο που τις διαχειρίζονται (ίσως και να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο πώς τις διαχειρίζονται βλέποντας όσα γίνονται επί σκηνής). Και είχε στη διάθεσή του τρεις από τους καλύτερους ηθοποιούς του θεάτρου, που τους γνωρίζει καλά κι εκείνοι γνωρίζουν πώς να δουλεύουν με τον Γιάννη Χουβαρδά. Η Μαρία Κεχαγιόγλου στην πιο ώριμη στιγμή της· ο Χρήστος Λούλης, «αφελής», ανάλαφρος όσο και κυριαρχικός ανάμεσα στις δύο γυναίκες και τις φαντασιώσεις του· η Μαρία Σκουλά σοφά απόμακρη και σχεδιασμένα εσωστρεφής στην όλη διαδικασία. Και το αποτέλεσμα ήταν μεστό, μελετημένο, ολοκληρωμένο, όσο και δύσκολο. Θα έλεγα ότι είναι από τις παραστάσεις που θέλει να δει κανείς πάνω από μια φορά, γιατί κάθε φορά θα συναντήσει άλλα, κι άλλα. «Μόνη μου φιλοδοξία για την συγκεκριμένη παράσταση είναι να καθοδηγήσω τους συνεργάτες μου με τέτοια διακριτική ακρίβεια, ώστε το αριστούργημα του Πίντερ να εμφανιστεί σταδιακά από μόνο του σε όλη του την πολυπλοκότητα, όπως μια φωτογραφία που ξεκινάει να αχνοφαίνεται μέσα στο υγρό διάλυμα, στη συνέχεια παίρνει ολοκάθαρη μορφή μπροστά στα μάτια μας, και παρόλα αυτά παρουσιάζεται ακόμα πιο μυστηριώδης από πριν», δηλώνει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο δελτίο Τύπου της παράστασης. Και το πέτυχε απολύτως.
Και στο τέλος στη μεγάλη οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής, εμφανίζονται μέσα από τα βίντεο και τα τρία πρόσωπα. Που σιγά σιγά ξεθωριάζουν, σβήνουν. Οπως οι αναμνήσεις… Κάποιες τουλάχιστον.