Η προηγούμενη χρονιά μας αποχαιρέτησε άσχημα, με τον θάνατο, ενός εκ των σπουδαιότερων σύγχρονων ελλήνων συνθέτών, του Θάνου Μικρούτσικου. Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν από γενιές Ελλήνων και σύστησαν στο ευρύ κοινό μια σειρά από μεγάλους ποιητές.
Ο ποιητής Γιάννης Δούκας, που είχε συνεργαστεί με τον Θάνο Μικρούτσικο στην τελευταία του δισκογραφική δουλειά του συνθέτη, δημοσιεύει στην Popaganda ένα ποίημα αφιερωμένο σ’ εκείνον και μας εξηγεί με λίγα λόγια την σχέση τους:
«Τον Θάνο Μικρούτσικο τον γνώρισα σε μικρή ηλικία γιατί υπήρχε οικογενειακή σχέση, τον γνώριζαν οι γονείς μου από τη δεκαετία του 1970. Τα τελευταία 20 χρόνια είχαμε μια επαφή που οδήγησε και στη συνεργασία στον τελευταίο του δίσκο, “Στην ομίχλη των καιρών” που συμμετείχα σε δύο τραγούδια με στίχους μου.
Μετά από αυτόν τον δίσκο είχα γράψει κάποιους στίχους με την σκέψη ότι ίσως θα προέκυπτε κι άλλη συνεργασία. Κάποια στιγμή του έστειλα το συγκεκριμένο ποίημα, που το έγραψα πριν 2-3 χρόνια, του άρεσε και γι’ αυτό το ανακάλεσα στις αρχές του ’20. Δεν προέκυψε κάτι εν είδη συνεργασίας, προφανώς και λόγω των προβλημάτων με την υγεία του.
Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν ένας πλήρης διανοούμενος. Δεν σταματούσε η παρουσία του στο γεγονός ότι συνέθετε μουσική, ήταν ένας άνθρωπος με ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία κι άποψη για την κοινωνία. Διέθετε ευρύτητα πνεύματος και γνώσης και είχε ιδιαίτερη σχέση με τους στιχουργούς που μελοποίησε και υπήρξαν για μένα αναφορά όταν πρωτοσπάθησα να γράψω ποίηση, όπως ο Άλκης Αλκαίος και ο Κώστας Τριπολίτης, μεταξύ άλλων. Η συνεργασία μας μπορεί να μην ήταν μεγάλη, αφορούσε μόνο δύο τραγούδια, αλλά για μένα ήταν μια πολύ ξεχωριστή στιγμή γιατί ο τρόπος που είχε μελοποιήσει ποίηση με είχε καθορίσει και αγαπούσα τη μουσική του πολύ πριν φτάσει η ώρα της δικής μας συνεργασίας.
Ήταν επίσης ένας απολαυστικός, καταιγιστικός συζητητής. Κατάφερνε να συνενώσει τα διαφορετικά θέματα για τα οποία μιλούσε, σε ένα ενιαίο σκεπτικό, σε μια ενιαία άποψη για τον κόσμο. Στο “Ερωτικό”, ας πούμε, και στη “Ρόζα” έχουμε την ένωση της ποίησης του Αλκαίου με δύο καθαρές λαϊκές φωνές του Μητσιά και του Μητροπάνου. Έχουμε λοιπόν κάτι που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει “υψηλή τέχνη”(και που ίσως θεωρείται απομακρυσμένο από το κοινό γούστο) να καταφέρνει να φτάσει στο ευρύ κοινό. Η σύζευξη αυτή έχει τη μοναδικότητα της μιας στιγμής.
Την περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου, πραγματικά δεν μπορώ να την εξηγήσω. Θα αναγκαστώ να καταφύγω στον Τ.Σ. Έλιοτ: “Η πραγματική ποίηση κατορθώνει να συγκινήσει προτού γίνει κατανοητή”. Με τον ίδιο τρόπο μέσα από τη μουσική και τη λαϊκή φωνή έδινε ο Μικρούτσικος τη δυνατότητα στην ποίηση του Αλκαίου να συγκινήσει το ευρύ κοινό χωρίς απαραίτητα να μπορεί να εξηγηθεί.
Αυτό το ποίημα έφτασε στα χέρια του. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που το διάβασε. Γι’ αυτό τον λόγο θα ήθελα να το αφιερώσω στη μνήμη του».
Ο,ΤΙ ΑΝΑΡΤΩ
στον Θάνο Μικρούτσικο
«Αν είμαι ό,τι αναρτώ»,
μου είπε ο Αντονέν Αρτό,
«τότε σταυρώνω τον Χριστό
πάνω στον ξύλινο ιστό
του καϊκιού που με πηγαίνει.
Μ’ ένα μπαστούνι προχωρώ
και μπαίνω μέσα στον χορό,
να κρεμαστώ στην αγορά
μπροστά σ’ αγέννητα μωρά
και σε μια μάνα πεθαμένη.
Τον βασιλιά και τον τρελό
τους υποδύθηκα∙ γελώ,
δεν έχω δόντια ή μαλλιά
κι η γαλλική μου η λαλιά,
ακατανόητη και ξένη»
Σε λίγο, ο Αντονέν πεθαίνει.
Μέσα σε θάλασσα ψυχρή
το μαύρο πόδι δεν μπορεί
ν’ αποτολμήσει τη βουτιά,
γι’ αυτό και τ’ αδειανά κουτιά
ταχυδρομεί με καμηλιέρη.
Ποιος είναι άποικος εδώ
κι εγώ γιατί παλινωδώ;
Αφού με ’φέραν εν θερμώ
να πολεμήσω για καιρό
με το προσωπικό μου Αλγέρι.
Και στου σχολείου την αυλή,
όταν η μπάλα αντιλαλεί,
θα σώζει πάνω στη γραμμή
μονάχα ο Αλμπέρ Καμύ,
γιατί είναι εκείνος που το ξέρει:
δεν έχει άλλο καλοκαίρι.