Είμαι ένα ακμαίο βαμπίρ. Βγαίνω μόνο μετά τη δύση του ηλίου. Αυτά τα πράγματα άρχισα να τα ιδιοποιούμαι μετά και τις εγκολπώσεις του έργου της Ανν Ράις, της Ράνιας Κατσαρέα, του Βασίλη Αρναούτογλου και του συγκεκριμένου ποιήματος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Θανάσης Βάγιας» . Ενστερνιζόμουν διδαχές από μύστες που ασχολούνταν μόνο με το διάστημα απ’ το «σούρουπο ως την αυγή». Ήταν κι αυτή η ομώνυμη ταινία του Ταραντίνο μέσα στη σκεύη μου για την συνειδητή ταύτιση μου με την ιδιότητα των απέθαντων αιμοποτών. Το δέρμα μου είναι ομόχρωμο με τη χλωμάδα κάθε δέρματος που παραμένει για χρόνια ασύμπτωτο με τις αχτίδες του ηλιόφωτος. Στην γκαρνταρόμπα μόνο μαύρα ρούχα και στα χέρια μου, τα έχω περιγράψει και σε άλλα κείμενα μου, ατσάλινα δαχτυλίδια με πάνω τους σφραγιδόλιθους με αναπαραστάσεις του κακού. Ανάποδους σταυρούς, κεφάλια από τις τρομερές Γοργόνες και καρπούς από σκόρδα. Περπατάω στο νησί και βλέπω στους άλλους το σκιάξιμο που τους μεταδίδει η θωριά μου.
Και τρέφομαι απ’ αυτούς. Δεν χρειάζομαι αίμα. Μου αρκεί η εκδηλωμένη απαρέσκειά τους , σύμφυτη με το δέος τους του απόλυτα δειλού. Άλλες φορές, όταν ένα νεαρό αγόρι με κοιτάξει με θαυμασμό και συνοδευτικές κινήσεις του που υποδηλώνουν έναν ήδη αρχινισμένο μιμητισμό, κολακεύομαι και δυναμώνω. Δεν έχω έχθρητες με τα πράγματα του βυζαντινού πολιτισμού. Ο σταυρός δεν με σταματά , ούτε το κομποσκοίνι. Ούτε ο αγιασμός. Ούτε και το εκκλησιαστικό αντίδωρο. Μόνο το φως με σκοτώνει. Και είμαι ευλογημένος να εμφιλοχωρώ σε σκοτεινιασμένα ερείπια της Κω. Όσοι με βλέπουν τη νύχτα γυαλίζει το μάτι τους και προσπαθώντας να με αποφύγουν, εκτροχιάζονται από την πορεία τους και σαβουρδιάζονται χάμω. Δες με τυχαία ύπαρξη, πόσο ξεχωριστός είμαι απ’ την θνητή και πεπερασμένη σου αίγλη. Δες με κι εσύ Ευστάθιε την ώρα που ενεός μου φτιάχνεις τον βραδινό καφέ μου. Με μια μου κουβέντα μπορώ να σε εξοστρακίσω στη συντριβή της αυτεπίγνωσης της τιποτένιας σου οντότητας.
Σκέψεις μετά το ξύπνημα και την ακύρωση της ιδιαιτερότητας της ταυτότητας μου του βρικόλακα. Το πρώτο χαστούκι απ’ την πραγματικότητα. Η ευθυγράμμιση της διαστρεβλωμένης μου όρασης με την κοινή όραση των συνανθρώπων μου. «Τί κάνεις εδώ ρε χαραμοφάη; Παιδιά, έχω πνευματικό έργο εγώ. Σεβαστείτε το. Κουράζομαι όσο εσείς και πολλές φορές υπολογίσιμα περισσότερο. Καίω τη φλάντζα.»
Είναι και αυτές οι ζόρικες παραισθησιακές εκκεντρικότητες μου. Πως είμαι βαμπίρ, πως είμαι ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Λάβκραφτ, πως είμαι ο Θανάσης Βάγιας και ο Διονύσιος Σολωμός. Όταν συνέρχομαι απ’ τη μέθη του αυτοπροσδιορισμού, τα βλέπω όλα κωλυόμενα. Άντε να πιάσεις να συγχρωτιστείς με το ανθρωπομάνι όταν το αλλουterra είναι το θερμοκήπιο του εσωστρεφούς εγωισμού σου. Τόσες αποκλίσεις μαζί δεν δίνουν έναν άνθρωπο. Ένα φρικιό δίνουν. Δεσμώτη της μοναξιάς των απανταχού εγωιστών. Θηλάσαμε τα ευαγγελιζόμενα στα δημοφιλή έντυπα των νιάτων μας νάματα περί της υπεροχής του ξεχωριστού, του παρηκμασμένου ακόμη και του παράταιρου ανθρώπου. Σχεδόν μας πρόσταξαν να λατρέψουμε τις πιο μοναδικές πτυχές του εαυτού μας. Γίναμε επιλήσμονες της λαϊκής μας ρίζας. Κανείς δεν μας έδωσε καταφύγιο και το εγωιστικό μας λάθος το πληρώσαμε με κάτι φωναχτά ή σιωπηλά προγκήματα των άλλων. Γίναμε ακόλουθοι των διανοούμενων και υμνητών του διαφορετικού. Όμως παρέα φτιάχνεται πάντα στη βάση των κοινών μας με τους απόλυτους. Ανθρώπους. Βρεθήκαμε κατάμονοι και με αναστροφή της πορείας μας διεκδικήσαμε ξανά την μέθεξη στις τελετές όλων των υπολοίπων. Ωραία η διαφορετικότητα αλλά από κοντά να κυνηγάς και την ομοιότητα. Μην σκάσεις και φτιαχτείς αχώρητος στο πλήθος.
Και όταν δεν τα καταφέρναμε δεν υπήρχε πιο άδεια ζωή. Όταν έχεις φτάσει στο σημείο να λειτουργούν άψογα όλες οι αισθήσεις σου αλλά λόγω καταρράκωσης να παραμένουν ανενεργές, αυτό είναι το τέλος. Όταν δεν νιώθεις, τίποτα δεν είναι σε θέση να σε συνεφέρει απ’ εκεί έξω. Γίνεσαι ένα βαμπίρ. Αφαιμάσσεις ο ίδιος τον εαυτό σου. Τρυγάς απ’ όλο το ψυχικό σου εύρος εικόνες ερήμωσης, εγκατάλειψης, ζόφου, αραχνιασμένων σπιτιών, αστικής λίγδας και αρχαιοελληνικού ανάπηρου κλέους. Ρέπεις προς ένα τέλος που όμως δεν έχει να κάνει με την φυσική σου θανή. Ζεις μέσα στη σκιά, αμετάκλητα πια ανθρωποφοβικός. Τέλειωσαν οι παρτίδες με τους άλλους και αρχίζει μια αντίστροφη άνθιση σου μέσα στα άφωτα τοπία της ψυχής σου. Καλώς ήρθες στο βασίλειο του βόρβορου. Να φυλάγεσαι απ’ τις ηλιόλουστες εικόνες. Μπορούν να σε πνίξουν από την δυσφορία που θα σου εμφυσάει πια το βασίλειο της ημέρας. Κι ενώ νομίζω ότι με το γράψιμο υψώνομαι, ξέρω καλά πως μες στα κείμενα μου κείμαι. Μέσα σ’ αυτά μόνο κινούμαι κι άλλη ζωή δεν έχω.