Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Είδα κι εγώ τους Όρνιθες του Καραθάνου

Είναι απίστευτο το πόσα μπορεί να διακρίνει ο θεατής για τον καλλιτέχνη από αυτό που θα δει στη σκηνή. Και πόσο αδύνατον είναι να κρυφτεί κανείς όταν βρίσκεται εκεί. Ίσως να χρειαστεί λίγος χρόνος, αλλά ο κανόνας είναι απαράβατος. Μεταμφιέζεται κανείς τόσο ώστε να φανεί καθαρά το πρόσωπό του, καλύπτεται πίσω από ρόλους και ευρήματα και φαίνεται καθαρά ποιος είναι, αλλάζει εντελώς με αποτέλεσμα να παραμένει ίδιος: ο ναρκισσευόμενος ανόητος θα δείξει τον ανόητο ναρκισσισμό του, ο άκαμπτος εγωκεντρικός θα σκεπάσει τα πάντα με το εγώ του, προκαλώντας στην παράσταση νεκρική ακαμψία, αυτός που δεν έχει χιούμορ ποτέ δεν θα κάνει τον κόσμο να γελάσει. Κι ο γενναιόδωρος, ανοιχτόκαρδος, καλός άνθρωπος θα δει την καρδιά του κοινού να ανοίγει για να δεχτεί τα δώρα της καλοσύνης του: αυτό ακριβώς το τελευταίο συμβαίνει με το Νίκο Καραθάνο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Ενδεχομένως η υπερβολική διαφήμιση και η υπερέκθεση των συντελεστών μέσα από πολυάριθμες συνεντεύξεις, να έγιναν αντικείμενο σχολιασμού και να λειτούργησαν σε ένα βαθμό έως και αρνητικά. Όμως έρχεται αυτή η άγια ώρα που η παράσταση ξεκινά, και το μόνο που έχει πια σημασία είναι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Κι εκεί οι Όρνιθες του Νίκου Καραθάνου και της λαμπρής του παρέας μάς πρόσφεραν μια βραδιά κερδισμένη σε όλα τα επίπεδα. Και μπορεί να αναφέρομαι, ως είθισται, στο σκηνοθέτη ως υπεύθυνο για το τελικό αποτέλεσμα, όμως αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν ίσως η ουσιαστικότερα ομαδική δουλειά που έχω δει στο ελληνικό θέατρο εδώ και πολύ καιρό. Όμως, όπως σαφέστατα γνωρίζει ο ίδιος ο Καραθάνος, αυτό δεν μειώνει σε τίποτα τον καθοριστικό του ρόλο: είναι το δικό του όραμα που εμπνέει τους συνεργάτες του να προχωρήσουν όλο και πιο πέρα, και είναι η δική του αγάπη κι εμπιστοσύνη που τους απελευθερώνει και τους ενθαρρύνει να δοκιμάσουν τα όριά τους. Και πού διακρίνεται αυτή η αγάπη; Απλώς παντού… Στη θαυμαστή ωριμότητα του Άρη Σερβετάλη που χωρίς ευκολίες και χωρίς αποσκευές έχτισε έναν υπέροχο Ευελπίδη, που συνδυάστηκε ιδανικά με τον Πεισθέταιρο του ίδιου του Καραθάνου σε ένα δίδυμο σχεδόν μπεκετικό. Στο πώς μεταμορφώνεται ο Χρήστος Λούλης – αγνώριστος ως Έποπας, και κατ’εμέ καλύτερος από κάθε άλλη φορά που τον έχω δει – όποτε συνεργάζεται με το συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Στον τρόπο που ανθίζει το ασυνήθιστο ταλέντο του Μιχάλη Σαράντη, που το ονομά του είναι από το βράδυ της Παρασκευής στα χείλη όλων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Και κυρίως, στον τρόπο που όλες και όλοι οι εξαιρετικοί και σημαντικοί ηθοποιοί της παράστασης, που ο καθένας τους δικαιούται και αξίζει ξεχωριστή αναφορά (καθόλου τυχαία η παρουσία όλων των ονομάτων στο πρόγραμμα με αυστηρή αλφαβητική σειρά, χωρίς να ξεχωρίζουν οι «ρόλοι»), λειτούργησαν ο καθένας χωριστά, αλλά πάντοτε όλοι μαζί, προς το συνολικό αποτέλεσμα, έχοντας τη σοφία να κατανοήσουν κάτι που εμπειρότεροι και διασημότεροι ομότεχνοί τους συχνά ξεχνούν: ότι παίζοντας μαζί με τους άλλους, κατακτά κορυφές που ποτέ δεν θα πατήσει προσπαθώντας να παίξει μόνος του. Όλοι αλληλοσυμπληρώνονταν με την τόλμη μιας παρέας που γνωρίζεται καλά, αλλά και με μια φυσική διακριτικότητα. Το ίδιο συνέβη και με τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, που εκτελέστηκε ζωντανά από ένα συνολο σημαντικών μουσικών: υπήρξε ουσιαστική, χωρίς ποτέ να επιβάλει φορτικά την παρουσία της. Εξαιρετικά επιτυχής στο σύνολο της, η κινησιολογία της Amalia Bennett υπήρξε ένα από τα βασικότερα ατού της παράστασης: ακολούθησε τους τρόπους των πουλιών χωρίς να του μιμηθεί, αλλά ούτε και να τους παρωδήσει, άγγιξε τον ερωτισμό χωρίς ίχνος χυδαιότητας, και το κωμικό χωρίς να εκπέσει στιγμή προς τη φτήνεια. Χωρίς την ακρίβειά της, οι Όρνιθες δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο.

Αυτή η ίδια αγάπη είναι που πέτυχε και κάτι ακόμα: να μην υπάρχει ούτε στιγμή η αίσθηση της έκθεσης. Ούτε οι δύο ηθοποιοί με ειδικές ανάγκες που συμμετείχαν εκτέθηκαν ως αξιοθέατο – κάθε άλλο – ούτε και το γυμνό ένιωσε κανείς να εκθέτουν τις όμορφες ηθοποιούς του θιάσου μέσα στην απόλυτη φυσικότητά του, την αρχέγονή του αθωότητα. Και νομίζω πως εδώ βρίσκεται το κλειδί: στο θέατρο, όπως και σε όλα πιθανότατα, όταν ακούμε τη φωνή της φύσης,τα πράγματα λειτουργούν. Και μετά προκύπτει και η ποίηση, που δεν τη στερηθήκαμε αυτή τη φορά στην Επίδαυρο, κι η ομορφιά και το νόημα.

Το κείμενο, με κάποιες παρεμβάσεις – ας μην ξεχνάμε πως χωρίς αυτές, είναι αδύνατον να παιχτούν σήμερα αυτά τα έργα – έφτασε στα αυτιά μου καθαρό και σαφές. Η απουσία των, σχεδόν υποχρεωτικών στις αριστοφανικές παραστασεις εδώ και χρόνια, αναφορών στην επικαιρότητα και των σχετικών καλαμπουριών, υπήρξε κυριολεκτικά λυτρωτική: είχα την αίσθηση κάποιου που έχει συνηθίσει να οδηγεί καθημερνά σε ένα δρόμο γεμάτο λακκούβες, και ξαφνικά κάποιος να είχε περάσει και να τον είχε στρώσει στην εντέλεια!

Όσο για τη Νατάσα Μποφίλιου: Ομολογώ πως δεν υπήρξε ποτέ μια από τις αγαπημένες μου τραγουδίστριες. Όμως εδώ εντάχθηκε πλήρως στην ομάδα και στο όραμα της παράστασης, την οποία και υπηρέτησε με συνέπεια με όλες τις δυνάμεις της, χωρίς να επιχειρήσει στιγμή να εκμεταλλευτεί τη δημοφιλία της για να ξεχωρίσει., χωρίς καν ένα στιγμιαίο κλείσιμο ματιού προς το κοινό της. Και νομίζω πως θα ήταν μικροψυχία να μην το αναγνωρίσει κανείς αυτό.

Δεν θα ήθελα καν να μπω στη διαδικασία συγκρίσεων με τη μυθική παράσταση του Κουν: όσο έχουμε ανάγκη (απόλυτη!) τους μύθους, άλλο τόσο οφείλουμε και να κοιτάζουμε μπροστά, να αποτολμούμε πράγματα καινούρια. Όταν μάλιστα αυτά συνδυάζουν ήθος και ουσία όπως οι Όρνιθες που είδαμε, τότε πραγματικά μπορούμε να ελπίζουμε πως θα έρθουν και της δικής μας της γενιάς οι μυθικές παραστάσεις. Ανήκει η συγκεκριμένη σε αυτές; Ειλικρινά δεν ξέρω, θα μας πάρει μάλλον κάποιους μήνες ή και χρόνια για να το μάθουμε. Νομίζω όμως πως η προσφορά της στον τρόπο που θα αντιμετωπίζουμε στο εξής αυτά τα κείμενα θα φανεί ουσιαστική.

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είχε τη σοφία να ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του Νίκου Καραθάνου μετά από το στραβοπάτημα του Βυσσινόκηπου (δεν νομίζω, άλλωστε, πως υπάρχει καλλιτέχνης από τον οποίο να νομιμοποιούμαστε να απαιτούμε να βγάζει ένα λαγό από το καπέλο του κάθε φορά), και σε αντάλλαγμα συνδύασε την πρώτη της παρουσία στην Επίδαυρο με μια ουσιαστική (αλλά και εμπορική – διπλό sold out γαρ) επιτυχία. Το δικό μας κέρδος ήταν το ταξίδι μας, επί δύο ώρες κι ένα τέταρτο, στην παραμυθένια όαση στους αιθέρες, το τροπικό νησί της ουτοπίας, τη Νεφελοκοκκυγία που ονειρεύτηκε και μοιράστηκε μαζί μας η ομάδα του Νίκου Καραθάνου.

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης