«Δεν θέλω να πεθάνω, θέλω να ζήσω. Τι δούλος κι άρχοντας μου λες; Που είμαι άνθρωπος, αυτό δεν φτάνει για να ζήσω; Έτσι μονάχα για το φως. Να βλέπω κάθε μέρα να χαράζει, να λέω -χάραξε λοιπόν και σήμερα. Υπάρχει ακόμα στον κόσμο το φως. Δεν είναι λίγο. Δεν είναι λίγο.» Ο Τζερόμ Καλουτά, κάποια στιγμή στη διάρκεια της παράστασης, γονατίζει στη μέση της σκηνής και ως άλλος Φρύγας αντιμάχεται τις παλαιές παραδόσεις, δείχνοντας τον δρόμο προς μια νέα αντίληψη πραγμάτων. Αυτή ήταν η φράση που ξεχώρισε από την Ευριπίδεια τραγωδία «Ορέστης», ίσως λόγω της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης που βιώνουμε σε χρόνο ενεστώτα.
Σκεπασμένο με χώμα, το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, το οποίο χτίστηκε μέσα σε μια χαράδρα το 340 π.Χ από τον Πολύκλειτο τον Νεότερο., σχεδόν 140 χλμ. μακριά από την Αθήνα, μας υποδέχτηκε ένα βράδυ του Ιουλίου για να παρακολουθήσουμε ένα έργο πάθους. Σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και με πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη, ο «Ορέστης» ανέδειξε ζητήματα που μας απασχολούν και στο σήμερα, στο 2021. Όπως γράφει ο σκηνοθέτης, το έργο επιδιώκει «να μιλήσει για την επιβίωση των νέων σ’ έναν κόσμο που καθορίζεται από συνθήκες που τους ξεπερνούν» και αναζητά «την Αλήθεια, το Φως, την Αυτογνωσία».
Οι κινήσεις είναι αργές, τελετουργικές. Οι αντιθέσεις εμφανείς, από τη μία τα λερωμένα λευκά ρούχα του Ορέστη, Άρη Σερβετάλη, και της αδερφής του, Ηλέκτρας, την οποία ερμηνεύει η Μαίρη Μηνά, από την άλλη, τα μαύρα ρούχα του Χορού, με διακριτές τις μοντέρνες, λαμπερές νότες για τις σκοτεινές θεές της εκδίκησης, τις Ευμενίδες, οι οποίες καταδιώκουν τον Ορέστη, γιατί σκότωσε τη μητέρα του. Τα συναισθήματα κυμαίνονται από τη θλίψη μέχρι την οργή και την απελπισία και ντύνονται στον απόλυτο βαθμό με τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, με συνοδεία φωτισμών που χορεύουν λειτουργικά από χρυσοποίκιλτους χρωματισμούς μέχρι βαθύ μπλε τονισμούς.
Η ευθύνη για την ανθρωποκτονία βαριά. Το έγκλημα της Ηλέκτρας και του Ορέστη λογίζεται ως μια κατάσταση «σύγκρουσης καθηκόντων». Ο ήρωας αγωνιά και παλεύει ανάμεσα στο ηθικό και το ανήθικο, το λογικό και το παράλογο. Ο Ευριπίδης βάζει τον Ορέστη να ακροβατεί ανάμεσα στις δυνάμεις του καλού και του κακού. «Πες μου, τι σε τυραννά, ποια είναι η αρρώστια που σε τρώει;» ρωτάει ο Μενέλαος (Πάνος Βλάχος) τον Ορέστη, ο οποίος απαντά αποστομωτικά: «Η συνείδηση». Βλέπουμε, επί σκηνής, τον Άρη Σερβετάλη να δείχνει όλο το εύρος των βασάνων του, με κινησιολογικές και μη «λεπτομέρειες που προκαλούν, μαζί με τη φρίκη, και τη συμπάθεια του θεατή», όπως σημειώνει η Χαρά Μπακονικόλα στο Στιγμές της ελληνικής τραγωδίας.
Η Ηλέκτρα, βλέποντας τον αδερφό της σε αυτήν την οριακή κατάσταση, σχολιάζει: «Χειρότερο από το να Νοσείς είναι να νομίζεις ότι Νοσείς» κι ο Ορέστης εύχεται να γίνουν φύλλα οι Λύπες, να τα σκορπίζει ο άνεμος. «Στον Ορέστη του Ευριπίδη, συναντούμε την πληρέστερη περιγραφή ψυχικής ασθένειας που διαθέτει το αρχαίο δράμα».
Μέσα σε λίγη ώρα, πέρα από το δράμα, ανιχνεύει κανείς αξίες όπως η ανιδιοτελής φιλία, η αγάπη, ο σεβασμός, η εντιμότητα. Δίπλα στις ιδέες της εκδίκησης και του μίσους, λειτουργούν και οι αξίες της ηθικής και της διάθεσης για προσφορά και θυσία. «Το θέατρο του Ευριπίδη υποκαθιστά συχνά την όψη του πόνου με λογικά επιχειρήματα σχετικά με θέματα μοντέρνα. Πλάι στα βάσανα και τους θρήνους αναπτύσσεται, λοιπόν, ένας πλούτος συλλογισμών για τα πάντα», γράφει η Jacqueline De Romilly στο Η νεοτερικότητα του Ευριπίδη.
«Μισώ τις γυναίκες που την γυναίκα δεν τιμούν», ακούγεται από τα χείλη του Γιώργου Ψυχογιού που υποδύεται τον παππού του Ορέστη, τον Τυνδάρεω, ενώ λίγο αργότερα, ο Πυλάδης (Αιμιλιανός Σταματάκης) εμφανίζεται για να συνδράμει τον ξάδελφό του, δηλώνοντας «Αθώος είσαι εσύ, αυτή φταίει για όλα», δείχνοντας την Ηλέκτρα. Η πρότασή του όμως σχετίζεται με εκδίκηση προς το πρόσωπο του Μενελάου, με θύματα την -ωραία- Ελένη (Νικολέτα Κοτσαηλίδου) και την κόρη της, Ερμιόνη (Άλκηστις Ζιρώ). Τα κεριά προσδίδουν τον απαραίτητο τελετουργικό τόνο, μέχρι που οι σκοτεινές θεές ντύνονται στα λευκά και προοικονομούν την κάθαρση. Ο από μηχανής θεός εμφανίζεται και δίνει λύση.
Τα φώτα σβήνουν και μένει μόνο από πάνω μας μια φέτα φεγγαριού κι ο ήχος των τζιτζικιών. Οι ηθοποιοί υποκλίνονται. Στον δρόμο του γυρισμού, αναβοσβήνει στο μυαλό μια πινακίδα ανάμεσα στα δέντρα: «Θυμίσου, μια σπίθα αρκεί…».
Τελικά, είναι άδικος ο Ορέστης που σκότωσε τη μητέρα του, την Κλυταιμνήστρα, ή τίμιος που τίμησε τον πατέρα του, Αγαμέμνονα; Ο Φρίντριχ Νίτσε στη Γέννηση της Τραγωδίας λέει πως «Μέσω του κόσμου των βασάνων μπορεί να παρακινηθεί το άτομο να πραγματοποιήσει το λυτρωτικό όραμα».