Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δηλαδή, είναι ένας οργανισμός που μπορεί να λειτουργήσει ανεξαρτήτως του διευθυντή; Αυτό κι αν είναι σπάνιο. Είναι όπως αυτό που λένε για τις πολύ καλές ορχήστρες: μπορούν να παίξουν και χωρίς τον μαέστρο. Απλώς, ο μαέστρος δίνει τον τόνο.
Όταν ετοιμαζόσουν να αναλάβεις τη θέση, σίγουρα θα είχες μια εικόνα των πραγμάτων που θα έβρισκες, όμως αλλιώς τα βλέπει κανείς τα πράγματα απ’ έξω, κι αλλιώς όταν κάτσει απ’ τη μέσα μεριά του γραφείου του διευθυντή. Ανταποκρίθηκαν αυτά που παρέλαβες, στις προσδοκίες που είχες; Αν ήμουν εντελώς προετοιμασμένος, δεν θα με ενδιέφερε να το κάνω κιόλας. Θα ήταν σα να πηγαίνεις στο γύρισμα και να το έχεις όλο έτοιμο, να μην έχει τίποτα να ψάξεις εκεί, κι αυτό δεν νομίζω ότι έχει και τόσο ενδιαφέρον. Έτσι λένε οι σκηνοθέτες, ότι δεν τους αρέσει να πάνε μ’ ένα σιδερένιο ντεκουπάζ, και μ’ ένα σιδερένιο storyboard, αλλά θέλουν να έχουν και πράγματα που δεν τα ξέρεις, για να μπορείς να τα βρεις με τους ηθοποιούς, με το συνεργείο σου, με τον φωτογράφο σου.
Απ’ αυτά που δεν περίμενες, υπήρξαν κάποια που σε έχουν ιντριγκάρει περισσότερο; Αυτό που με έχει ιντριγκάρει πιο πολύ, είναι η ίδια η πόλη της Θεσσαλονίκης, και το πόσο βρίσκεται σε μια διαδικασία αλλαγών. Εγώ που είμαι ένα παιδί που γεννήθηκα στην περιφέρεια, στο Ηράκλειο, και μεγάλωσα και τέλειωσα το σχολείο εκεί, κι έχω ζήσει και σε πάρα πολλές πόλεις, νομίζω ότι η Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια πολύ μεγάλη δημιουργική ανασυγκρότηση. Ξαναψάχνει πράγματα που τα θεωρούσε δεδομένα στο παρελθόν, αρνείται κάποια στάτους, ξαναβρίσκει πράγματα που τα είχε ξεχάσει. Στον πολιτισμό, στις κοινωνικές σχέσεις, στον τρόπο που διασκεδάζει, στον τρόπο που δημιουργεί, ακόμη και στον τρόπο που αντιμετωπίζει την κρίση.
Εμείς όταν ανεβαίνουμε έχουμε την τάση να γυρνάμε πίσω και να λέμε ότι ναι, πάει ο κόσμος πάρα πολύ στο φεστιβάλ, το ακολουθεί με πάθος και γεμίζει τις αίθουσες, αλλά όταν αυτές οι ίδιες ταινίες, που μπορεί να ήταν και sold out, με κόσμος απ’ έξω να κλαίει που δεν μπήκε, όταν την άλλη μέρα όταν βγαίνουν στις αίθουσες σε κανονική διανομή, αυτοί που βάζουν πια τα κλάματα είναι οι αιθουσάρχες. Αυτή η ευκαιριακή λοιπόν φύση της σχέσης των θεατών του φεστιβάλ με το σινεμά, σε προβληματίζει; Νομίζω ότι είναι εντελώς φυσικό, γιατί γίνεται τον τελευταίο καιρό στη διανομή του οπτικοακουστικού προϊόντος εν γένει. Ο κόσμος δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το σινεμά, για την κινούμενη εικόνα, για τις τηλεοπτικές σειρές που είναι λίγο-πολύ σινεμά. Αλλά τα βλέπει μόνος του στο σπίτι του. Οπότε το φεστιβάλ του δίνει τη δυνατότητα να μαζευτεί, να συζητήσει, να τσακωθεί, να φλερτάρει, να διαφωνήσει για τις ταινίες. Είναι ένας ειδικός χώρος. Αυτό το παρατηρούμε και σε άλλες πόλεις, και σε άλλες χώρες, δεν είναι φαινόμενο ελληνικό μονάχα. Ο ίδιος κόσμος που έβλεπε σινεμά, βλέπει και σήμερα πιστεύω. Απλά δεν το κάνει απαραίτητα στην αίθουσα.
Θα ήταν ένας στόχος του φεστιβάλ με κάποιο τρόπο να επαναφέρει τον θεατή στην αίθουσα, και εκτός της φεστιβαλικής του περιόδου; Αυτός είναι ένας απ’ τους βασικούς στόχους του Φεστιβάλ. Η Elise Jalladeau το παλεύει πάρα πολύ, διότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν είναι μόνο το φεστιβάλ του Νοεμβρίου, ούτε μόνο το φεστιβάλ του Μαρτίου, αλλά μια ετήσια δραστηριότητα. Έχει κατ’ αρχάς δύο κινηματογράφους δικούς του -το Ολύμπιον και το Παύλος Ζάννας-, που παίζουν όλον τον χρόνο το κανονικό κύκλωμα, αφιερώματα, φιλοξενούν άλλα φεστιβάλ κι άλλες εκδηλώσεις. Έχει τις άλλες δύο αίθουσες που πήραμε, στο λιμάνι, όπου φιλοξενείται η ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης. Είναι το Μουσείο Κινηματογράφου, το μόνο κινηματογραφικό μουσείο στην Ελλάδα. Είναι τα πάρα πολύ ενδιαφέροντα εκπαιδευτικά προγράμματα, που είναι τα πιο ανεπτυγμένα και πιο καλά καταρτισμένα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Είναι ο τρόπος που θέλουμε να επεκταθεί το φεστιβάλ και σε άλλες εκδηλώσεις, και σε άλλες εποχές του χρόνου: Το Σινεμά με Θέα που έχουμε στην ταράτσα του Μεγάρου Μουσικής, οι open air προβολές που κάναμε φέτος στην προβλήτα, αλλά και σε περιφερειακούς δήμους όπως στο Δήμο Παύλου Μελά, έναν τεράστιο δήμο που δεν έχει ούτε έναν κινηματογράφο. Και σε άλλους Δήμους που θέλουμε να συνεργαστούμε, στην Καλαμαριά, στον Εύοσμο, παντού. Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο το πρώτο διαμέρισμα του Δήμου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη είναι όλη η μητροπολιτική ενότητα, και όλη η κεντρική Μακεδονία. Η Χαλκιδική για παράδειγμα: συνεργαστήκαμε φέτος με εκείνο το πολύ ωραίο φεστιβάλ, το Parthenon Film Festival, σε ένα από τα ωραιότερα παραδοσιακά χωριά της Ελλάδος, τον Παρθενώνα Χαλκιδικής. Θέλουμε να κάνουμε κι άλλες ενέργειες στη Χαλκιδική το καλοκαίρι.
Οι κεντρικές αίθουσες στο Ολύμπιον και στο Λιμάνι, το χειμώνα που παίζουν ταινίες κανονικές διανομής, σηκώνουν τον κόσμο απ’ τον καναπέ; Έχουν υποστεί την ίδια μείωση που έχουν υποστεί όλοι οι κινηματογράφοι. Θέλουμε όμως να δείξουμε ότι δεν είναι μόνο δυο τυπικοί κινηματογράφοι που παίζουν όπως οι κανονικές αίθουσες. Θέλουμε να τους βάλουμε σε ένα πιο εορταστικό πλαίσιο, και να τους προσδώσουμε κάτι πιο ειδικό. Αυτό που έχει και το φεστιβάλ, αυτό που συγκεντρώνει τον κόσμο, τον φέρνει στην αίθουσα, κι ύστερα αυτός παίρνει την ταινία μαζί του.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν η κανονική διανομή μπορεί να επανέλθει ως συνήθεια, αλλά πώς μπορούν τα φεστιβάλ να αποτελέσουν τη νέα διανομή. Ναι, όλο αυτό έχει ξεκινήσει απ’ τον ίδιο τον ρόλο των φεστιβάλ, τα οποία αποτελούσαν μια μέθοδο εναλλακτικής διανομής για ταινίες που δεν έβρισκαν το δρόμο για την κανονική διανομή. Τώρα όμως, το ρόλο αυτόν τον έχει αναλάβει το downloading, νόμιμο ή παράνομο –παρεμπιπτόντως, είμαι κάθετα αντίθετος στο παράνομο downloading: κατεβάζοντας παράνομα μια ταινία δεν χτυπάς τον καπιταλισμό, πλήττεις μόνο το περιφερειακό κύκλωμα διανομής, που είναι άνθρωποι που δουλεύουν και παλεύουν. Το θέμα είναι λοιπόν πώς την αίθουσα θα την κάνεις πιο ελκυστική, προσθέτοντάς της μια ατμόσφαιρα γιορτής. Αυτό, μόνο στα πλαίσια ενός φεστιβαλικού οργανισμού μπορεί να γίνει. Αλλιώς το σινεμά το βλέπει και μόνος, σπίτι του ο άλλος. Βλέπει μια ταινία, τη χαίρεται, τη συζητάει με τον φίλο του, και πάει για ύπνο.
«Ο Βάγκνερ δεν είναι ένας συνθέτης που μου αρέσει, αλλά αν είχα έναν ανάλογο θεσμό μουσικό, δεν θα μπορούσα να τον αφήσω απ’ έξω, γιατί έχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο που πρέπει να υπογραμμιστεί. Με την ίδια έννοια βάζουμε και ταινίες στο πρόγραμμα που πιστεύουμε ότι θα αφήσουν ένα ίχνος στην ιστορία των πραγμάτων»
Πάμε λίγο πίσω στο Ηράκλειο, στο επαρχιωτόπουλο που μεγάλωνε μακριά απ’ όλο το κινηματογραφικό κύκλωμα. Πώς έμπλεξες στα δίχτυα του σινεμά, υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που σφράγισε το εισιτήριό σου για αυτήν την τρέλα; Ένα βράδυ που είχαν φύγει οι γονείς μου, πρέπει να ήμουν μάλλον 13ων ή 14ων ετών, με είχαν αφήσει να προσέχω την αδερφή μου, που είναι 6 χρόνια μικρότερη από μένα. Δεν θα έπρεπε να δω βέβαια τηλεόραση, αλλά εγώ την άναψα, και έπεσα πάνω σ’ έναν κύριο με γυαλιά και μουστάκι, ο οποίος μιλούσε πολύ σαγηνευτικά, μάλλον για μια ταινία απ’ ό,τι κατάλαβα. Με γοήτευσαν αυτά που έλεγε, και μετά έδωσε πάσα στο Μαχαίρι στο Νερό του Πολάνσκι. Έκατσα και την είδα όλη, δεν είμαι σίγουρος ότι την κατάλαβα, αλλά όταν τέλειωσε, είπα «Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου». Αυτό που έκανε ο κύριος με το μουστάκι, ο οποίος βέβαια ήταν ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος.
Fast forward στη θέση του μεγαλύτερου κινηματογραφικού θεσμού της χώρας, απ’ την οποία θέση είναι περισσότεροι οι κριτικοί κινηματογράφου που έχουν περάσει, παρά οποιαδήποτε άλλη ειδικότητα. Είναι φτιαγμένη για κριτικούς λοιπόν η καρέκλα; Ναι, ούτως ή άλλως οι κριτικοί -ή εν πάση περιπτώσει οι θεωρητικοί του κινηματογράφου- ηγούνται του 80%, αν όχι του 90% των κινηματογραφικών εκδηλώσεων του κόσμου. Εγώ βέβαια δεν ήμουν ποτέ παραδοσιακός και τυπικός κριτικός. Πολύ μικρή περίοδο της καριέρας μου έχω γράψει παραδοσιακή κριτική, με την έννοια των ταινιών της εβδομάδας στις αίθουσες κλπ -μόνο όταν ήμουν 8-9 χρόνια στην Αυγή. Μετά, στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ δεν έγραφα τακτικά, και πολύ σύντομα δεν έγραφα καθόλου για ταινίες που δεν μου αρέσουν. Όταν είχα χάσει 2 ώρες απ’ τη ζωή μου να δω μια ταινία που δεν μου άρεσε, γιατί να χάσω άλλες 2 ή και περισσότερες, για να ξανασκεφτώ αυτήν την ταινία που δεν μου άρεσε, και να βρω λόγους να εξηγήσω γιατί δεν μου άρεσε. Το θεωρούσα χάσιμο χρόνου. Αντίθετα, μου άρεσε μια ταινία, άρα ήθελα να την ξαναζήσω, άρα ήθελα να γράψω ένα κείμενο και να το μοιραστώ με τον κόσμο. Δεν είναι παραδοσιακή κριτική αυτό, οπότε δεν ήμουν παραδοσιακός κριτικός. Πιο πολύ θεωρούσα τον εαυτό μου οργανωτή φεστιβάλ και εκδηλώσεων. Ναι, κυρίως όμως άνθρωποι που ασχολούνται με την θεωρία και την ιστορία του κινηματογράφου, τον τρόπο που αρθρώνεται ο κινηματογράφος μέσα στον χρόνο, την κοινωνία και τις άλλες τέχνες, αυτοί είναι κυρίως που ασχολούνται και με την οργάνωση κινηματογραφικών φεστιβάλ.
Τώρα που είναι πάλι ζωηρή η συζήτηση για την χρησιμότητα της παραδοσιακής κριτικής σε μια ψηφιακή πραγματικότητα όπου όλοι είμαστε εν δυνάμει κριτικοί, υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι η πιο ζωντανή κριτική κινηματογράφου που μπορεί να γίνει αυτήν την στιγμή, είναι ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ. Με την έννοια ότι, μέσα από ένα φεστιβάλ, η οργανωτική του οντότητα μπορεί χειροπιαστά να παρουσιάσει την άποψη και την κρίση της για το τι είναι, ή τι πρέπει να είναι το σινεμά τη δεδομένη χρονική περίοδο, για τη δεδομένη κοινωνία στην οποία απευθύνεται. Δεν θα διαφωνήσω, δεν θέλω όμως από το εκάστοτε φεστιβάλ, η άποψη που θα εκφραστεί να είναι τόσο επιτακτική, τόσο επιβλητική. Δεν θέλω δηλαδή να είναι η άποψή μου, ή η άποψή μας ως ομάδα. Ή τουλάχιστον δεν θέλω να είναι μόνο αυτό το πράγμα, δηλαδή να πούμε «αυτό είναι το φεστιβάλ που μας αρέσει», τέσσερις ορθές γωνίες, κι ό,τι δεν μάς αρέσει είναι έξω. Υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν μας αρέσουν, αλλά τα θεωρούμε απαραίτητα ως κομμάτι της πλήρους κινηματογραφικής εικόνας που θα παρουσιάσει μια τέτοια εκδήλωση. Με την έννοια που μπορεί να μην είναι του γούστου σου ο Βάγκνερ ας πούμε: Δεν είναι ένας συνθέτης που μου αρέσει, αλλά αν είχα έναν ανάλογο θεσμό μουσικό, δεν θα μπορούσα να τον αφήσω απ’ έξω, γιατί έχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο που πρέπει να υπογραμμιστεί. Με την ίδια έννοια βάζουμε και ταινίες στο πρόγραμμα που πιστεύουμε ότι θα αφήσουν ένα ίχνος στην ιστορία των πραγμάτων.
Η Δέσποινα Μουζάκη, μια απ’ τις προηγούμενες διευθύντριες του φεστιβάλ, είχε εκφράσει το όραμά της η Θεσσαλονίκη να γίνει Κάννες των Βαλκανίων. Εσύ, ένας άνθρωπος κοσμοπολίτης, βλέπεις τον εαυτό σου ως Thierry Fremaux της Ελλάδας; Με τίποτα! Καθόλου όμως! Εντελώς καθόλου, κι ούτε με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Τον θαυμάζω, είναι ένας εξαιρετικός προγραμματιστής, είναι ένας εξαιρετικός διευθυντής, δεν με ενδιαφέρει καθόλου όμως αυτό το πράγμα. Κι ούτε πιστεύω ότι μπορεί το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης να γίνει το φεστιβάλ Καννών, με τον ίδιο τρόπο που η ανύπαρκτη ελληνική αυτοκινητοβιομηχανία δεν μπορεί να παράξει Citroen, Peugeot ή Renault.
Ποια είναι η θέση λοιπόν του φεστιβάλ στον διεθνή χάρτη; Αν βγάλεις τα μεγάλα –Κάννες, Βενετία, Βερολίνο, Τορόντο, Λοκάρνο, Σαν Σεμπαστιάν, Μπουσάν, Κάρλοβι Βάρι- αυτήν την ομάδα της πρώτης γραμμής, τα υπόλοιπα φεστιβάλ στην Ευρώπη συναγωνίζονται ισάξια, και η Θεσσαλονίκη σε πολλά σημεία τους χτυπάει. Κάποιες φορές χάνει, αλλά τις περισσότερες βάζει καλά γκολ, με την έννοια της επιλογής των ταινιών, και του τρόπου που προτείνει πράγματα -αφιερώματα, σχολές, δημιουργοί-, που θα γίνουν μόδα μεθαύριο. Ή με τον τρόπο που έστησε η Δέσποινα το τμήμα της Αγοράς, που είναι το πιο δυναμικό κομμάτι του φεστιβάλ. Το πώς δηλαδή η Αγορά, τα Crossroads, τα Works in Progress βοηθούν όντως στο να ανακαλυφθούν νέα ταλέντα, να δικτυωθούν, και το κυριότερο να βγουν ταινίες. Ο κινηματογραφικός κόσμος της Ευρώπης το παίρνει πάρα πολύ σοβαρά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και έρχεται όχι μόνο με αγάπη, αλλά επειδή του είναι χρήσιμο.
Αυτό το κομμάτι της Αγοράς, που είναι πράγματι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στο φεστιβάλ απ’ τη διεθνοποίησή του κι ύστερα, βοηθά πάρα πολύ και στη διασυνδεσιμότητά του με τα υπόλοιπα διεθνή αδερφάκια του. Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και με τα υπόλοιπα εγχώρια φεστιβάλ ή είναι μόνο ανταγωνιστικές οι σχέσεις; Εκτός του ότι προβάλλουμε τις βραβευμένες ταινίες του φεστιβάλ Δράμας κάθε χρόνο, μια τέτοια διασύνδεση δεν υπάρχει –θα έπρεπε να υπάρχει. Πριν από μερικά χρόνια, όταν ήμουν στις Νύχτες Πρεμιέρας, είχα προσπαθήσει να κάνω ένα δίκτυο κινηματογραφικών φεστιβάλ, κι είχαμε μαζέψει τους επικεφαλής όλων των φεστιβάλ της Ελλάδας, τα οποία τότε ήταν 24 νομίζω -τώρα πια είναι πολύ λιγότερα-, για να στήσουμε ένα τέτοιο δίκτυο, κι έναν τρόπο αλληλοϋποστήριξης κι επικοινωνίας. Αυτό δυστυχώς δεν ευοδώθηκε. Αφενός διότι η κουλτούρα των συνεργασιών δεν ευδοκιμεί στην Ελλάδα, αφετέρου γιατί αμέσως μετά μάς χτύπησε η κρίση, οπότε το ένα φεστιβάλ άρχισε να κλείνει μετά το άλλο, κάποια άλλα συγχωνεύθηκαν κ.ο.κ. Θα ήθελα να γίνει, θα ήθελα να υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα. Θα μπορούσαν να βοηθηθούν πολύ τα φεστιβάλ από κάτι τέτοιο, απ’ το να ταξιδεύουν οι ταινίες μέσα στην Ελλάδα από φεστιβάλ σε φεστιβάλ προφανώς, μέχρι την κοινή διεκδίκηση και εξεύρεση πόρων πιστεύω.
«Αλίμονο αν το κίνητρο ήταν μόνο χρηματικό στην τέχνη. Θα έπρεπε να αυτοκτονήσουμε όλοι, ή να κάνουμε κάποια άλλη δουλειά»
Πώς ήταν για σένα οι πρώτες Νύχτες Πρεμιέρας από άλλη θέση; Είναι αυτό που, ξέρεις, δεν είσαι ακριβώς σίγουρος τι έχει τελειώσει και τι έχει αρχίσει: βλέπεις κάτι το οποίο είναι σχεδόν το ίδιο -ο ίδιος κινηματογράφος, τα ίδια πρόσωπα, κάποιες ταινίες-, αλλά δεν είσαι εσύ μέσα σ’ αυτό! Είναι λίγο παράξενο…
Ένιωθες κάπως εκτός κάδρου; Μια μελαγχολία; Εκτός κι εντός όμως μαζί, γιατί έμπαινα μέσα στον κινηματογράφο κι ήταν όλα ίδια, εκτός του ότι εγώ ήμουν κάπου αλλού. Μια χαρμολύπη κάπως, ναι, αλλά ήταν και μια περίοδος που είχα μεγάλη πίεση, γιατί δραπέτευα απ’ το γραφείο συνήθως για να πάω, και το μισό μου μυαλό ήταν εδώ. Ένα τηλέφωνο που είχα ξεχάσει να κάνω, ένα mail που έπρεπε να απαντήσω, τώρα θα δω αυτήν την ταινία ας πούμε, που θέλω να τη δω, αλλά νιώθω και τύψεις συγχρόνως, γιατί σπίτι με περιμένει άλλη μια ταινία, η οποία περιμένει και μιαν απάντηση. Ένα περίεργο πράγμα.
Εκτός από τη θέση, άφησες και κάποια συμβουλή στον Λουκά όταν έφυγες από τις Νύχτες; Όχι, δεν μ’ αρέσει καθόλου να δίνω συμβουλές, καθόλου. Μ’ αρέσει να δέχομαι, αλλά νιώθω πολύ ηλίθιος όταν δίνω συμβουλές, και πολύ γέρος.
Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει δεχτεί κριτική για τα πάντα: απ’ το πώς επιλέγονται οι ταινίες, μέχρι το πώς κρέμονται οι αφίσες στο δρόμο. Από αυτά που έχεις κριτικάρει κι εσύ στο παρελθόν, πιο είναι το πρώτο που φιλοδοξείς να αλλάξεις φέτος; Το ότι το Φεστιβάλ έχει μεταφερόμενους θεατές, που έρχονται και φεύγουν, και δεν αφήνουν χώρο στη Θεσσαλονίκη να μπει μέσα στο φεστιβάλ.
Λιγότερη Αθήνα δηλαδή; Ναι, και τρόπο να μπορεί να βρεθεί μέσα στο φεστιβάλ η Θεσσαλονίκη, που μερικές φορές νιώθει ξένη και ριγμένη.
Υπάρχει βέβαια πάντα η γκρίνια ότι το φεστιβάλ είναι ένα πράγμα που διοργανώνεται στην Αθήνα, έρχονται κάτι Αθηναίοι ένα-δυο μήνες, το κάνουν, περνάνε ωραία, και φεύγουν. Δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια αυτό το πράγμα και οι κανονικοί Θεσσαλονικείς ξέρουν ότι η έδρα του φεστιβάλ είναι στην Θεσσαλονίκη κι ότι ένα μεγάλο μέρος του διεκπεραιώνεται εκεί. Αυτό που αλλάζει φέτος, είναι ότι για πρώτη φορά η γενική διευθύντρια του φεστιβάλ, η Elise, μένει στην Θεσσαλονίκη. Μετακόμισε απ’ το Παρίσι, πήρε και τον γιο της, ο οποίος πηγαίνει σ’ ένα σχολείο στη Θεσσαλονίκη, μετέχει της ελληνικής παιδείας, μιλάει ελληνικά. Οπότε, ήδη αυτό υπογραμμίζει ότι το φεστιβάλ έχει ως κέντρο την Θεσσαλονίκη. Από ‘κει και πέρα, υπάρχει κι ένα γραφείο της Αθήνας, όπου γίνονται κάποιες δουλειές. Αλλά η βασική οργάνωση του είναι στη Θεσσαλονίκη. Περνάω τον μισό μήνα στη Θεσσαλονίκη πια. Βέβαια, η δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή, ή και του προγραμματιστή ακόμη, σε έχει με τη βαλίτσα στο χέρι: είσαι πέντε μέρες στην Αθήνα, πέντε στη Θεσσαλονίκη, μετά πρέπει να πας στο Βερολίνο, σε κάτι άλλο στο Λονδίνο, ή δεν ξέρω πού.
Υπάρχει και μια χρηστικής φύσεως αλλαγή στο Φεστιβάλ για την οποία -δικαίως- είστε πολύ περήφανοι. Έχει να κάνει με την προσβασιμότητα του φεστιβάλ. Λέμε ότι το σινεμά πρέπει να είναι για όλους, όμως δυστυχώς, ως έχει, δεν ισχύει. Υπάρχουν και τα άτομα με αναπηρία, και γι’ αυτό το λόγο φέτος, με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, κάνουμε μια προσπάθεια να φέρουμε το σινεμά όσο το δυνατό πιο κοντά σε όλους. Με την επιχορήγηση του Ιδρύματος βελτιώνουμε την προσβασιμότητα στο Ολύμπιον, τις αίθουσες του Λιμανιού και στο Μουσείο Κινηματογράφου, ξαναφτιάχνουμε τις τουαλέτες για ανάπηρους και εμποδιζόμενα άτομα, ράμπες, χαμηλά ταμεία, διαδρόμους ανεμπόδιστης μετακίνησης, τα περισσότερα απ’ τα οποία πιστεύω ότι θα είναι έτοιμα για το φετινό φεστιβάλ -τα υπόλοιπα αμέσως μετά. Υπάρχει όμως και το περιεχόμενο: οι ταινίες. Θα υπάρχουν δυο ταινίες, ο Δράκος και το Μια Ζωή την Έχουμε, οι οποίες θα είναι καθολικά προσβάσιμες: με ακουστική περιγραφή για άτομα με προβλήματα όρασης, αλλά και με σωστούς περιγραφικούς υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους. Επιπλέον, όλες οι ελληνικές ταινίες θα έχουν ελληνικούς υπότιτλους για να είναι προσβάσιμες στους κωφούς, κι όταν τελειώσει το φεστιβάλ, αυτοί οι υπότιτλοι θα δωριστούν στους παραγωγούς για να χρησιμοποιηθούν σε άλλες προβολές, εκδόσεις DVD κλπ.
Ένα απ’ τα πιο γαργαλιστικά καύκαλα στις πολλές πληγές που έχει ο ελληνικός κινηματογράφος, είναι αυτό που άφησε πίσω του το τραύμα της κατάργησης των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας –όχι τόσο ως διαδικασία, αλλά κυρίως ως άμεση χρηματική επιβράβευση, σε έναν χώρο που δεν έχει και πολλές άλλες. Αυτό είναι κάτι που απασχολεί το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Αλίμονο αν το κίνητρο ήταν μόνο χρηματικό στην τέχνη. Θα έπρεπε να αυτοκτονήσουμε όλοι, ή να κάνουμε κάποια άλλη δουλειά. Από κει και πέρα, δεν μας απασχολεί, γιατί έτσι είναι ο νόμος. Αν ο νόμος αλλάξει, ή διαμορφωθεί, το φεστιβάλ θα ακολουθήσει. Η Πολιτεία αποφάσισε ότι φέτος για πρώτη φορά θα πρέπει να εφαρμοστεί 100% ο νόμος 3905/2010, που λέει ότι το φεστιβάλ έχει τη διοικητική δομή που απέκτησε, που λέει ότι πρέπει να υπάρχει ένα ελληνικό τμήμα που να μην είναι Πανόραμα, αλλά να ονομάζεται Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου μη-διαγωνιστικού χαρακτήρα, και διάφορα άλλα πράγματα που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά 100%. Αν η πολιτεία ή η κινηματογραφική κοινότητα πιστεύει ότι πρέπει να αλλάξουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, κι αν αλλάξουν όντως, εμείς φυσικά θα ακολουθήσουμε.
Το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, ενέχει επιλογή ταινιών, ή παίζει τα πάντα; Υπάρχει μια επιλογή με την έννοια ότι απ’ τις συμμετοχές που δεχτήκαμε απορρίψαμε αυτές που είχαν καταφανώς ουσιαστικά προβλήματα στην διεκπεραίωσή τους. Δεν το κρίναμε ούτε με αισθητική άποψη, ούτε καλλιτεχνική αξία, ούτε τίποτε άλλο. Όλες οι ελληνικές ταινίες που είναι έτοιμες, έχουν χώρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Μια από τις αδήλωτες αιτιάσεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον περιορισμό των ελληνικών ταινιών στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την περίοδο του προκατόχου σου, ήταν πως μέσα στις 20-30 που βγαίνουν κάθε χρονιά, κάποιες θα είναι μπαρούφες, και γιατί να κάνεις ένα μεγάλο φεστιβάλ, να καλέσεις μεγαλόσχημο διεθνή Τύπο, και αντί να του δείξεις ό,τι καλύτερο έχει η εγχώρια παραγωγή, να του πετάξεις άτεχνες, ή προβληματικές δουλειές. Καλά κι αυτοί οι ξένοι είναι ηλίθιοι και θα μπαίνουν απ’ τη μια ελληνική ταινία στην άλλη χωρίς να κρίνουν τίποτα; Κι εγώ πήγα στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ πρόπερσι, που είχε σχεδόν το σύνολο της σκανδιναβικής παραγωγής. Ε, δεν πήγα να δω όλες τις σκανδιναβικές ταινίες. Άνοιξα έναν κατάλογο, είδα περίπου τι είναι, συνάντησα έναν συνάδελφο της τάδε σουηδικής εφημερίδας, έκανα ένα πλάνο, και είδα έξι ταινίες. Αν δω δηλαδή, ότι πηγαίνοντας σ’ ένα τέτοιο φεστιβάλ θα πετύχω μια χαζοκωμωδία σουηδική, που ο ένας κουτουλάει τον άλλο, θα πάω να τη δω και θα πω «α αυτό είναι το σκανδιναβικό σινεμά, τι μπούρδες!»; Δεν έχω κρίση να επιλέξω με ένα σωστό τρόπο; Μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν άνθρωποι, και άρα υπάρχει μια αγορά, για ταινίες που εμάς δεν μας αρέσουν απαραίτητα. Ένας ξένος που θα έρθει στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, δεν σημαίνει ντε και καλά ότι ψάχνει ένα συγκεκριμένο είδος σινεμά. Μπορεί να του αρέσει και κάτι άλλο, και να το πάρει, να το παίξει στον κινηματογράφο του, στο κανάλι του, στο φεστιβάλ του κ.ό.κ. Αυτός είναι ο κινηματογράφος μας. Είναι σαν τον κάποιον που αισθάνεται ότι στο γάμο του, τη γιαγιά του που φοράει τσεμπέρι πρέπει να την κρύψει. Ε όχι, είναι μέρος της οικογένειάς του και η γιαγιά που φοράει τσεμπέρι, και πρέπει να έχει κι αυτή θέση στο τραπέζι.
Ο ελληνικός Τύπος, που έχει δείξει τα δόντια του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε τρομάζει καθόλου, εσένα που τον ξέρεις κι εκ των έσω; Και βέβαια όχι, όλοι έχουμε γράψει πράγματα, και το θεωρώ πολύ φυσιολογικό. Άλλωστε, είναι όπως στις ταινίες, πόσες φορές δεν έχουν γραφτεί τέρατα που ο χρόνος τα έχει ξεράσει; Τώρα που θα παίξουμε τον Δράκο του Κούνδουρου σε ειδική προβολή 100% προσβάσιμη για όλον τον κόσμο, διάβασα τις κριτικές που είχαν γραφτεί τότε. Ότι είναι σκουπίδι, ότι είναι ντροπή της Ελλάδας που στέλνουμε τέτοια ταινία στο εξωτερικό, ότι ο Κούνδουρος πρέπει να αλλάξει δουλειά, τέτοια πράγματα. Ο χρόνος έκρινε. Έτσι λοιπόν, όταν κάποιος γράφει κάτι, δεν είναι απαραίτητα στο απυρόβλητο, ούτε ο κρινόμενος έχει απαραίτητα λάθος. Ο χρόνος κρίνει και τους δυο.