Categories: ΒΙΒΛΙΟ

«Όπως ποτέ», προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις

Στο μυθιστόρημα «Από το πουθενά» (Πατάκης, 2015) και τη νουβέλα «Lady Cortisol» (Πατάκης, 2016), ο πεζογράφος Μισέλ Φάις διερεύνησε μέσα από την πολύτροπη και πυρετώδη πρόζα του τις χαοτικές προεκτάσεις του σύγχρονου βίου, όλο το αποδιοργανωτικό δυναμικό που λανθάνει στην καθημερινή μας αλληλεπίδραση. Με το μυθιστόρημα «Όπως ποτέ» (κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο από τις Εκδόσεις Πατάκη) κλείνει αυτή η τριλογία. Αρθρωμένο σε πέντε μέρη, αυξανόμενου αφηγηματικού σφυγμού και ενδοσκοπικού οίστρου, αυτή η «κωμωδία της κούρασης», όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, μας συστήνει μία αινιγματική γυναίκα, έναν κλονισμένο άντρα, και γύρω τους το αόριστο, απειλούμενο, μαινόμενο πλήθος. Ο Φάις δομεί και αποδομεί διαρκώς, συχνά με σκοτεινό φαρσικό τρόπο, αυτές τις φιγούρες, αποδίδοντας και αφαιρώντας τους ιδιότητες, «χαρακτήρες», ρόλους, αφήνοντάς τους στο τέλος έκθετους και γυμνούς με μόνη σταθερά –και ταυτόχρονα με μόνο τους επιχείρημα, όπλο και καταφύγιο απέναντι στην κούραση―την ένταση, ένας λαβύρινθος από εντάσεις ψυχικές, κοινωνικές, γλωσσικές,  μέσα στον οποίο δεν εμπλέκονται μόνο οι άτυποι πρωταγωνιστές, αλλά συμπαρασύρουν και τον αναγνώστη.

                                                               ∗

                                                Όπως ποτέ

Μέσα της πώς είναι; Σαν να μπαίνεις σε λούνα παρκ. Παλιό, περιφερόμενο. Αυτά που στήνουν και ξεστήνουν στις μεθόριες επαρχίες. Στα σκοτεινά, αδιευκρίνιστα σύνορα. Κάτω από καταρρακτώδη βροχή ή πυρωμένο ήλιο. Εκεί όπου όλα είναι ξεχαρβαλωμένα. Τρομακτικά ξεχαρβαλωμένα. Ξεκαρδιστικά ξεχαρβαλωμένα. Τρενάκι του τρόμου χωρίς ράγες. Σκοποβολή χωρίς βολίδες. Καρουσέλ ακινητοποιημένο. Κι ο ιδιοκτήτης με σκουριασμένο πρόσωπο. Χαμογελώντας. Και το κορίτσι στο ταμείο με σταχτί μάτια. Χαμογελώντας. Κι ο μηχανικός με βρυόφυτα χέρια. Χαμογελώντας. Μέσα τους πώς είναι; Σαν να στριμώχνονται σε πάρτι για ομοιώματα διασημοτήτων, να ελίσσονται ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες που μοιάζουν απίστευτα, ανυπόφορα με σταρ του θεάματος, του αθλητισμού, της πολιτικής. Όλος αυτός ο κοπιαρισμένος θίασος τρώει και πίνει μέχρι σκασμού. Μασουλάει και ρουφάει βουλιμικά τα αγαπημένα εδέσματα και ποτά των πρωτοτύπων τους, μιλάει με τσιτάτα τους, χαριεντίζεται επιτηδευμένα με κακέκτυπες κινήσεις και φωνές. Οι σωσίες λικνίζονται σε φάλτσες μελωδίες μιας ορχήστρας που αδιάκοπα παίζει ημιτελή τραγούδια, λες και τα προβάρουν όλα ζωντανά επί σκηνής. Ξαφνικά σβήνουν τα φώτα. Προς στιγμήν σιωπή. Μια στιγμή που διαρκεί. Παρατεταμένη. Ατέλειωτη. Ελάχιστη αιωνιότητα. Παρωδία αιωνιότητας. Στο σκοτάδι ακούγονται ήχοι από τροχαλίες και αγχομαχητά. Βαθμιαία ανάβουν ηλεκτρικά κεριά πάνω σε μια τεράστια σοκολατένια τούρτα. Ιαχές και γέλια αναστατώνουν τον χώρο. Μια υπερμεγέθης σοκολατόπιτα, καλυμμένη με φύλλα χρυσού, υψώνεται πλέον κοντά στην πισίνα. Μια τούρτα που θυμίζει πολυκατοικία. Την περιβάλλουν καταϊδρωμένοι σερβιτόροι. Βαριανασαίνουν. Είναι αυτοί που την έσυραν πάνω σε μια μεταλλική βάση. Όλοι ξεσπάνε σε ξέφρενα χειροκροτήματα. Δεν μπορούν να σταματήσουν να χειροκροτούν. Ακόμη και οι σερβιτόροι χειροκροτούν και οι μουσικοί. Θαρρείς αφιονισμένα. Σε κάθε αναμμένο κερί αντιστοιχεί κι ένας διάσημος, ένας διάσημος που εκπροσωπείται από κάποιο θλιβερό, μίζερο αντίγραφό του. Ένας άντρας, ντυμένος στα φαιά, με μουστακάκι και λαδωμένη φράντζα, τεντώνει το χέρι του ψηλά. Το κρατάει σ’ επικλινή θέση. Σαν αγκυλωμένο. Αμέσως, λες κι αυτό είναι το γενικό πρόσταγμα, το μυστικό σύνθημα, όλα τα περιώνυμα αντίγραφα πέφτουν ομαδικά πάνω στην τούρτα. Με μανία. Θέλουν να την καταστρέψουν. Άλλος τη γλείφει, άλλος τη δαγκώνει, άλλος την κλοτσάει, άλλος προσπαθεί να αναρριχηθεί πάνω της. Όση ώρα διαρκεί η επέλαση, οι μουσικοί καπνίζουν και χαζογελούν. Οι πιο ριψοκίνδυνοι από τους καλεσμένους κατορθώνουν να φτάσουν στην κορυφή. Χοροπηδάνε σαν εκστασιασμένα παιδιά. Αρχίζουν να πετάνε κομμάτια από τη χρυσή επικάλυψη, άλλοι πασαλείβονται με αχνιστή σοκολάτα, άλλοι πάλι αποσπούν βίαια κομμάτια παντεσπάνι από τη βάση της τούρτας. Η ευωχία και ο τουρτοπόλεμος σταματάνε όταν μια διάσημη πρωταγωνίστρια της οθόνης, αυτή με τη βραχνή φωνή και τα υπνωτισμένα μάτια, αρχίζει να βήχει και να φτύνει αηδιασμένη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που τη μιμούνται. Κάποιοι αρχίζουν να ξερνούν. Κάποιοι ουρλιάζουν. Κάποιοι αγκαλιάζονται και κλαίνε. Κάποιοι γονατίζουν και στρέφουν το βλέμμα στον νυχτερινό ουρανό. Κανείς, ωστόσο, δεν τολμάει να πει αυτό που ακριβώς συμβαίνει. Κανείς δεν αντέχει να ομολογήσει ότι η επιμελώς φυλαγμένη έκπληξη της βραδιάς είναι άκρως ταπεινωτική για όλους. Ούτε ένα αντίγραφο δεν μπορεί να δεχτεί ότι του σέρβιραν, ότι έφαγε τούρτα φτιαγμένη από τα σκατά των ινδαλμάτων τους, από σκατά όλων αυτών που τόσα χρόνια πασχίζουν να τους μοιάσουν, να γίνουν πιο ίδιοι απ’ τους ίδιους. Και μπορεί κάποιοι να είχαν δει, να είχαν προαισθανθεί, αυτή την εξόχως εξευτελιστική σκηνή στον ύπνο τους, ή να την κλωθογύριζαν για καιρό στο μυαλό τους, μ’ άλλα λόγια να αισθανόντουσαν ότι, κατά βάθος, δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από όσα αποπατούν οι διάσημοι. Άλλο όμως κάτι να το σκέφτεσαι, να το φαντάζεσαι ή να το ονειρεύεσαι, κι άλλο να σου συμβαίνει. Και ερωτήματα, πολλά ερωτήματα, αναπάντητα ερωτήματα και καθόλου διάσημα ερωτήματα πλανώνται πάνω από όλους, πάνω από το πάρτι, πάνω από τη χρυσοσκατί τούρτα. Καταρχήν ποιος είχε τη σκατοΐδεα αυτής της σκατοφάρσας; Αλλά και ποιος την οργάνωσε και ποιος την υλοποίησε; Άραγε οι διάσημοι έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για αυτήν τη διάσημη ακρότητα ή έδωσαν μόνο τις διάσημες κουράδες τους; Μήπως σ’ αυτό το κοπροφαγικό πάρτι εμπλέκονται και κάποιοι εκ των διασήμων; Όλοι αυτοί που γεύτηκαν ό,τι σκατογεύτηκαν, μετά από αυτόν τον διασυρμό, θα συνεχίσουν να επιδιώκουν την ταύτιση με τους διάσημους όλου του πλανήτη; Εφεξής θα αισθάνονται προνομιούχοι εξαιτίας αυτής της τυχαίας ομοιότητας ή στιγματισμένοι διά βίου; Μέσα σου πώς είναι; Σαν να παραστέκομαι σε μια ταραγμένη ιστορία που πασχίζει να κοιμηθεί. Μια ιστορία κατάκοπη, με υπνηλία, σε διαρκή υπερένταση. Μια ιστορία εξόριστη από την επικράτεια του ύπνου. Εξού και κάθομαι ακίνητος κι αμίλητος πλάι της. Πέτρινη στήλη στο προσκέφαλό της. Μήπως και κλείσει λίγο τα βλέφαρά της. Μήπως και ηρεμήσει, χαλαρώσει ή ανακουφιστεί. Περισσότερο από το πεπρωμένο της. Το στραβό της ριζικό. Την καθημερινή καταδίκη της. Μεταξύ μας, ποιος αντέχει κάθε μέρα κάτι να λέει; Χείλη που ανοιγοκλείνουν στον αιώνα των αιώνων. Να λέει κάτι που αφενός κατευνάζει τον ίδιο και, αφετέρου, αδράχνει τον άλλον. Ακόμη και με την απόχη της ταραχής. Το μαρτύριο της επιούσιας ιστορίας. Ακόμη κι αν αυτό το κάτι παριστάνει την ιστορία, καμώνεται το βίωμα ή την επινόηση. Κι όλα αυτά για να παραμεριστεί η σιωπή. Η παύση ανάμεσα στις λέξεις. Η ασυνέχεια ανάμεσα στις φράσεις. Ο νεκρός χρόνος, κυρίως αυτός, ανάμεσα σε γεγονότα, σκέψεις, εικόνες. Ένας πολτός από γεγονότα, σκέψεις, εικόνες. Αναβράζων μαύρος πολτός. Μπορεί, όμως, και ο τρόμος του σφραγισμένου στόματος. Στόμα μπουκωμένο με χώμα, σκοτάδι και μηδέν. Αφού μια ιστορία με το πιστόλι στον κρόταφο, που ξερνάει ιστορίες, με το μαχαίρι στον λαιμό, που γεννάει σαν την κουνέλα ιστορίες, δεν μπορεί παρά να είναι μια ταραγμένη ιστορία. Και επόμενο είναι, αυτό το κόχλασμα να περνάει στη φωνή της, κι από τη φωνή της στα χείλη της, κι από τα χείλη της στα χέρια της, κι από τα χέρια της στον πυκνωμένο αέρα της αφήγησης ― πυκνωμένο, τρόπος του λέγειν. Σε τι ύπνο, όμως, σε τι είδους ύπνο μπορεί να ελπίζει μια ταραγμένη ιστορία; Του νυχτοφύλακα; Της κουκουβάγιας; Του πεθαμένου; Για να μην αναφερθούμε στα παραμιλητά, τα τινάγματα και τις κραυγές. Γι’ αυτό κάνω κουράγιο ― κουράγιο, τρόπος του λέγειν. Κάνω τον χαζό. Γίνομαι χαζοβιόλης για ν’ αντέξω. Υπομένω μπας και τη νανουρίσω. Μήπως και ναρκωθεί και κερδίσει κάποιες στιγμές γαλήνης. Πρόσκαιρης θαλπωρής. Λαγοκοιμάται όμως. Με τον παραμικρό θόρυβο πετάγεται πάνω. Αλαφιασμένη. Και τότε αρχίζει να ξεφουρνίζει τη μια ιστορία μετά την άλλη. Ροδέλα πάει η γλώσσα της. Ούτε τελεία, ούτε κόμμα, ούτε παρένθεση, ούτε αποσιωπητικά. Απνευστί. Κι όλες οι ιστορίες της αλαφροΐσκιωτες, σεληνιασμένες. Και κολοβές. Ρετάλια ιστοριών. Και να μην καταλαβαίνεις ποιες απ’ αυτές έζησε, ποιες άκουσε, ποιες φαντάστηκε. Γι’ αυτό κι εγώ τάφος. Ησυχία. Απόλυτη. Αφού να καταπιώ δεν μπορώ. Με τις κάλτσες κυκλοφορώ στο σπίτι. Κι όλα αυτά δεν τα κάνω γι’ αυτήν. Εννοείται. Χέστηκα και για την ιστορία της ιστορίας της και για την ταραχή της ταραχής της. Για μένα το κάνω. Για πάρτη μου. Υπέρ μου λειτουργώ. Άκρως ιδιοτελώς. Καθώς αυτή η ταραγμένη ιστορία δεν με αφορά απλώς. Με διαπερνά. Με καθορίζει. Με κατατρύχει. Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Η ιστορία της είναι η ιστορία μου και η ταραχή της η ταραχή μου. Είναι η δική μου ταραγμένη ιστορία ― δική μου, τρόπος του λέγειν. Και, φυσικά, καμία άλλη ιστορία δεν μετράει μπροστά της. Δεν συγκρίνεται, δεν αντέχει. Καμία. Όποια και να σταθεί μπροστά της. Τραυλίζει, ιδρώνει, καταρρέει. Από την πιο ευφάνταστη ως την πιο συγκινητική. Σβήνει. Απ’ την πιο αστεία ως την πιο τρομώδη. Καθώς, όχι μόνο αυτή η ιστορία, αυτή η ταραγμένη ιστορία, αλλά κάθε ιστορία, αφού κάθε ιστορία είναι ταραγμένη, κάθε ιστορία που λαχταρά να πει την ιστορία της ταράζεται. Επειδή δεν μπορεί να πει την ιστορία της; Επειδή δεν υπάρχει ιστορία να πει; Επειδή πιστεύει ότι κανένας πλέον δεν συγκινείται από καμία ιστορία; Επειδή οι ιστορίες δεν σώζουν κανέναν. Ούτε αυτόν που τις λέει, ούτε αυτόν που τις ακούει, αλλά ούτε κι αυτόν που παριστάνει ότι τις λέει και τις ακούει. Ουδείς μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια. Ούτε κατά προσέγγιση. Απλώς κάποιες ιστορίες κρύβουν την ταραχή τους ― κρύβουν, τρόπος του λέγειν. Μασκαρεύουν τον πανικό τους σε πλοκή. Δηλαδή, σε δράση, Ιστορία, πολιτική, ερωτισμό, κωμωδία, επιστημονική φαντασία. Κάποιες όμως δεν μπορούν. Δεν το αντέχουν. Καθώς η ταραχή τους ξεχειλίζει από παντού. Υπερχειλίζει. Τις σκεπάζει. Βυθίζονται. Βουλιάζουν στην ταραχή τους. Και από μια βουλιαγμένη ιστορία τι μπορείς να περιμένεις; Τέλος πάντων, αυτή η ιστορία, με τα κουτσά της και τα στραβά της, ενώνει το λίκνο μου με το κιβούρι μου. Για την ακρίβεια, αυτή η βουλιαγμένη ιστορία στην ταραχή της, συνδέει με μια αόρατη κλωστή, που ολοένα σπάει, ολοένα κόβεται κι ολοένα ενώνεται πάλι και πάλι, και ξαναδένεται από μόνη της, ανεξήγητα, σχεδόν μυθικά, το πρώτο κλάμα με τον τελευταίο ρόγχο.

Το  μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις «Όπως ποτέ» θα κυκλοφορήσει στις 10 Φεβρουαρίου
POPAGANDA