στον Παναγιώτη Φωτιάδη
Ένα αγρίμι στο τέρμα της γέφυρας διέσχισε τον δρόμο. «Αλεπού!» είπε ο Π. «Σκούρο τρίχωμα είχε», έκανα εγώ. Έτρεξε τόσο γρήγορα που κανείς μας δεν ήταν σίγουρος. Ο Μ. δεν είπε τίποτα, αυτός μόνο κοιτούσε. Σταματήσαμε πάνω στη γέφυρα με τη μηχανή αναμμένη. Κοιτάξαμε από την άλλη μεριά περιμένοντας να πεταχτεί το ζουλάπι. «Να, τώρα θα βγει!» είπε ανυπόμονα ο Π. Το χώμα εκεί κάτω ήταν σκεπασμένο με φύλλα βελανιδιάς, η γη έμοιαζε σαν ξεφλουδισμένη, ομίχλη κυλούσε πάνω της σαν φάντασμα του αέρα. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Ο Π. όλο επιβράδυνε, η ομίχλη γινόταν πυκνότερη· ήταν από τις σπάνιες φορές που οδηγούσε αργά ο Π.
Ένα σκυλί βγήκε μέσα από την ομίχλη, ανηφόριζε, ήταν ένα με μακριά αυτιά, απ᾽ αυτά που κυνηγάνε λαγούς, πέρασε σαν να μην υπήρχαμε. «Πάω στοίχημα πως μετριούνται τα κόκαλα στα πλευρά του», έκανε ο Π. «Μην νομίζεις ότι όλοι είναι σαν τον πατέρα σου», συνέχισε κοιτώντας με κάθε λίγο από το καθρεφτάκι, «που τ’ αγαπούσε σαν παιδιά του. Του Κ. ο πατέρας, ας πούμε, είχε τέσσερα· όταν γέρασαν τα τρία, αγγάρεψε τον Κ. να τα ξαποστείλει. Τα φόρτωσε αυτός στο αμάξι και τα έφερε από το χωριό στην πόλη, ανέβηκε στο βουνό και τα παράτησε. Πέρασε καμιά βδομάδα και τα βρήκαν έξω από την πόρτα τους και τα τρία· σαράντα χιλιόμετρα έκαναν, λες κι είχαν στο κεφάλι τους ραντάρ. Τη δεύτερη φορά τα πήγε εκτός νομού και περηφανευόταν μετά πώς τους την έφερε. Γέρασε και το τέταρτο – αυτό το ανέλαβε ο πατέρας του. Το πήγε λίγο έξω από το χωριό. Πήρε μαζί του και το όπλο. Είχε κυνηγήσει πολλές φορές εκεί, και με τα τέσσερα. Ώρες μετά, πέρασε το ζωντανό από τον κεντρικό δρόμο, ήταν πανηγύρι κι όλο το χωριό ήταν έξω, πέρασε με τη μούρη κάτω, όλη μια πληγή. Τους έσφιξε σαν τριχιά ο φόβος τα σπλάχνα, μόνο κάτι άντρες, ίδιο φύραμα με τον μακελάρη, δεν απέστρεψαν το βλέμμα τους και σχολίαζαν χαιρέκακα το κουράγιο του σκυλιού, την πίστη του περιγελούσαν. Λες κι είχε πού αλλού να πάει» είπε, καταλήγοντας, ο Π.
Σαν πρόσφυγες λάθρα κινούμενοι, που κι η ομίχλη ακόμη τους πούλησε, πηγαίναμε, την ξήλωνε ο ήλιος όλο την ξήλωνε, κάτω στην πόλη καθόλου δεν θα ᾽χε· έλαμπε πίσω από την αχλύ αυτή σαν κακό μάτι.
Η συλλογή του Ηλία Παπαμόσχου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.