Την Όλια Λαζαρίδου θα την έχω πάντα κρυμμένη μέσα μου ως “Βέρα”. Όχι μόνο για την αξέχαστη ερμηνεία της στα πολυαγαπημένα «Κουρέλια» («Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» του Νίκου Νικολαΐδη -1979) που με σημάδεψαν, όπως πολλούς, για πάντα. Αλλά γιατί όποτε την φέρνω στο νου, πάντα έρχεται πρώτο αυτό το ατέλειωτο παιδικό χαμόγελο και βλέμμα που γνώρισα εκεί, στη μεγάλη οθόνη, και που τόσες δεκαετίες μετά παραμένουν ακριβώς όπως ήταν, να ακτινοβολούν φως.
Όταν μιλάς μαζί της, απολαμβάνεις την απλότητα, τη διάθεση, τα λίγα λόγια -πολύτιμα σε μια φλύαρη εποχή. Ξεχνάς τον χρόνο και νιώθεις ότι η αθάνατη ατάκα «Βέρα είναι το όνομα μιας ηλικίας που χάθηκε για πάντα», γίνεται για λίγο «Βέρα είναι το όνομα της ηλικίας που χάθηκε για πάντα», της ηλικίας γενικώς δηλαδή, που χάθηκε στον στρόβιλο της ζωής, αφήνοντας πίσω μόνο δημιουργία. Πολυτάλαντη, πολυδιάστατη, τόσο ως καλλιτέχνις όσο και ως άνθρωπος, η Όλια Λαζαρίδου, που όλοι, εντός και εκτός καλλιτεχνικού εδάφους, την αποκαλούν σκέτο Όλια, έχει αυτή τη μοναδική γοητεία των ανθρώπων που όσο και αν διακριθούν, όσο κι αν εξελιχθούν, μένουν πάντα αθώοι και συναρπαστικοί όπως στο ξεκίνημά τους. Ψάχνουν με το ίδιο πάθος τη ζωή και την τέχνη τους, προσδοκούν το καλύτερο ακόμη και σε παράξενους καιρούς, έστω και αν η ελπίδα είναι φρούδα – γιατί ξέρουν πως η γκρίνια και η άρνηση φέρνει ακόμη περισσότερο σκοτάδι.
Η ίδια, γεμάτη θετική ενέργεια, έτοιμη πάντα να πάρει μέρος σε κάθε σχέδιο με ουσία. Είτε πρόκειται για τη θεατρική ομάδα «18 Μποφώρ», με νέους που έχουν τελειώσει το πρόγραμμα του «18 Άνω». Είτε για ένα ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στα ανεξάρτητα συγκροτήματα του ’80, όπως το «Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο» των Μιχάλη Καφαντάρη και Θανάση Γιαννόπουλου, που στηρίχθηκε στο crowdfunding. Είτε για ανθρώπους και συνεργάτες που αγάπησε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την καταπληκτική βραδιά ανάγνωσης μέρους του σεναρίου των «Κουρελιών» παρέα με τον Χρήστο Βαλαβανίδη στο αφιέρωμα στον Νίκο Νικολαΐδη, τον Οκτώβριο του 2017, ψηλά στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ, με τη συνοδεία της μουσικής των Γιάννη Κασέτα και Απόστολου Λεβεντόπουλου. Είτε για τα παιδιά, όπως τότε που διάβασε με αυτή την απέραντα ζεστή, παιχνιδιάρικη και αναγνωρίσιμη φωνή «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» της Άλκης Ζέη.
Είτε για την «Γαλιλαία», την πρώτη Μονάδα ολοκληρωμένης Ανακουφιστικής Φροντίδας στη χώρα μας, όπου από κοινού με την Αμαλία Μουτούση επιτελούν έργο σημαντικό, έχοντας συσπειρώσει γύρω τους πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες. Μάλιστα, τώρα που λόγω πανδημίας δεν μπορούν εύκολα να οργανώσουν παραστάσεις, οι δράσεις συνεχίζονται μέσα από το «Αναγνωστικό της Γαλιλαίας», ένα site με ηχογραφήσεις κειμένων, ποίησης και λογοτεχνίας.
Όλα, στο πέρασμα του χρόνου σε χαμηλούς τόνους, σχεδόν αθόρυβα. Να ακούγονται όσο χρειάζεται ώστε να προσφέρουν αποτέλεσμα.
Ηθοποιός που αλλάζει ρόλους όπως ο χαμαιλέοντας χρώματα, η Όλια Λαζαρίδου όπως δεν μένει στάσιμη στη ζωή της, έτσι και στο ρεπερτόριο της. Πράγμα που αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την υποκριτική της κλίμακα -κάτι έκδηλο άλλωστε στην πρόσφατη εμφάνιση στην παράσταση «Έξι φορές» σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη: έξι διαφορετικοί ρόλοι, έξι διαφορετικά κείμενα κορυφαίων – Στρίντμπεργκ, Τσέχοφ, Κοκτώ, Σαίξπηρ. Αλλά και ένα -«Οι κορύνες»- γραμμένο από την ίδια.
Έχοντας πίσω της σπουδές στο Θέατρο Τέχνης και τη σχολή του Antoine Vitez, συνεργασίες με σπουδαίους θεατράνθρωπους όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο Βασίλης Παπαβασιλείου ή νεότερους όπως ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και η Άντζελα Μπρούσκου, δοκιμάζεται εδώ και χρόνια και στη σκηνοθεσία.
Έχοντας –σχεδόν– μετακομίσει στην Αίγινα, αν και παιδί της καρδιάς της πόλης, εμπνέεται και σχεδιάζει πλέον κάτω από ουρανούς ανοιχτούς που μοσχοβολάνε αύρα θαλασσινή. Πράγμα που έγινε και στην τελευταία της κατάθεση, τη σκηνοθεσία της στη θεατρική διασκευή των Marilyn Campbell και Curt Columbus πάνω στο τόσο επίκαιρο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Οι πρόβες με τους ηθοποιούς Νικόλα Μίχα, Κωνσταντίνο Μπλάθρα και Χριστίνα Τασκασαπίδου έγιναν στο νησί που αγαπάει. Και η ξεχωριστή παράσταση που στήθηκε, μετά την πρεμιέρα και την εύφορη πορεία της στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, εγκαινίασε τον Δεκέμβριο και το πραγματικά όμορφο νέο θέατρο ΕΛΕΡ. Μάλιστα, μετά την επιτυχία της σε κάθε άλλο παρά εύκολες θεατρικές μέρες, πήρε παράταση ως τις 6 Φεβρουαρίου. Πράγμα που έδωσε αφορμή για δυο λόγια γύρω από τα πράγματα.
Τι σας έδωσε την ιδέα και την αφορμή να ανεβάσετε το «Έγκλημα και Τιμωρία»; Η επέτειος των 200 ετών από τη γέννηση του Ντοστογιέφσκι ή και επειδή ένα τέτοιο έργο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ακουστεί στην παρούσα εποχή που η κοινωνική αδικία εξωθεί ανθρώπους σε ακραίες καταστάσεις;
Έτυχε να πέσει στα χέρια μου η συγκεκριμένη διασκευή και μου φάνηκε ωραία. Έτσι αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με το «Έγκλημα και Τιμωρία» που έτσι κι αλλιώς ήταν από τα πρώτα εφηβικά μου διαβάσματα -τότε που ακόμα διαβάζαμε- και με είχε συνταράξει. Το ανέβασμα αυτού του έργου ήταν μια ωραία περιπέτεια, με τον τρόπο τον αριστοκρατικό που πιστεύω ότι πρέπει να πλησιάζει κανείς το θέατρο και ειδικά τέτοια κείμενα. Με τους ηθοποιούς μου περάσαμε ένα μήνα προβών ζώντας όλοι μαζί στην Αίγινα και είχαμε την πολυτέλεια οι πρόβες να είναι η κύρια ασχολία μας μιας κι ήμασταν μακριά από τις καθημερινές ασχολίες που θα είχαμε στην Αθήνα.
Είναι μια παράσταση “μινιμαλιστική”, θα τολμούσα να πω. Από το ίδιο το κείμενο της διασκευής -που επιλέγει να βγάλει προς τα έξω την καθαρή ουσία του κλασικού έργου, κρατώντας μόνο τους τρεις βασικούς ρόλους-, ως το σκηνικό του Χρήστου Μποκόρου, κι από το φωτισμό και τη μουσική ως τη σκηνοθεσία σας…
Ναι, είναι μια λιτή παράσταση που πλέχτηκε γύρω από το σκηνικό του Μποκόρου, το οποίο στάθηκε για την παράσταση ως ένα ακόμα πρόσωπο. Ήταν σαν ένας καμβάς που μας επέτρεψε να αποτυπώσουμε πάνω του ότι μας ήταν αναγκαίο για την εξέλιξη της πλοκής. Από αυτή την άποψη ήταν κάπως σαν ραχοκοκαλιά της παράστασής μας.
Αφιερώνετε την παράσταση στους νέους –ειδικά στους νέους «που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε μίζερες εποχές, με κομμένα γόνατα, με ελάχιστα χρήματα και με τον κυνισμό που γεννάει η απελπισία». Υπάρχει ελπίδα για το μέλλον ή η κατάσταση θα χειροτερεύει διαρκώς;
Αν θα χειροτερεύει η κατάσταση; Το φοβάμαι κοιτάζοντας γύρω μου και βλέποντας πόσο σκληρή, πόσο αμείλικτη είναι η εποχή μας για όποιον δεν έχει χρήματα, δεν έχει σταθερές μέσα στην κοινωνία, είναι αδύναμος… Όμως θυμάμαι όταν ήμουν νεότερη τους μεγαλύτερους να γκρινιάζουν για το πόσο χάλια είναι τα πράγματα και εγώ να λέω από μέσα μου ότι δυσφορούν και τα βλέπουν όλα μαύρα επειδή δεν είναι πια εκείνοι το επίκεντρο της ζωής ή επειδή δεν αναγνωρίζουν τους όρους του καινούργιου κόσμου γύρω τους… Οπότε… προτιμώ να σας απαντήσω ότι δεν ξέρω…
Ασχολείστε τόσο με τους νέους όσο και με παιδιά, αλλά και ηλικιωμένους, αν και λίγοι το γνωρίζουν αυτό. Από το «18 Άνω» ως τη «Γαλιλαία». Αναγνώσεις παραμυθιών, δημιουργίες ομάδων… Όλα αυτά εμπνέουν το παρόν σας;
Ο λόγος που ασχολήθηκα και ασχολούμαι με όσα αναφέρατε -το «18 Άνω» τη «Γαλιλαία» – είναι για να βρίσκομαι κοντά σε πράγματα που για μένα αποτελούν την ουσία της ζωής. Τον αγώνα της απεξάρτησης στην πρώτη περίπτωση και την πορεία προς το τέλος στη δεύτερη. Η κοινωνία μας δεν συγχωρεί την αδυναμία ενώ παράλληλα φοβάται, αγνοεί και απωθεί ότι έχει σχέση με το θάνατο. Και στις δυο περιπτώσεις νιώθω πως βρέθηκα στο πυρηνικό κέντρο της ζωής και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία.
Ως άνθρωπος, ως καλλιτέχνις και ως γυναίκα πώς βλέπετε τις καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία με όλα αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα, τις διαρκείς αποκαλύψεις και καταγγελίες; Παράλληλα, τι γνώμη έχετε για τον ρόλο που παίζουν αρκετά ΜΜΕ σε όλο αυτό το θέμα, αναλαμβάνοντας από μόνα τους ρόλους κριτών και δικαστών, δημιουργώντας σκάνδαλα και προσδοκώντας τηλεθέαση, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του συμβάντος με τον Κωνσταντίνο Τζούμα;
Νομίζω ότι εγκλήματα τέτοιου και κάθε είδους συνέβαιναν πάντα σε όλες τις εποχές… Απλώς αυτόν τον καιρό έπεσε επιτέλους το πέπλο σιωπής που περιέβαλλε συνήθως αυτά τα πράγματα – και ευτυχώς, γιατί ήταν καιρός να αποκτήσουν φωνή οι σιωπηλοί από φόβο.
Από εκεί και πέρα, επειδή την εποχή μας την περιβάλλει και πολλή γελοιότητα, ορισμένα πράγματα που πέρασαν και σε διάφορα τηλεοπτικά χέρια έχασαν νομίζω τη σοβαρότητά τους και έγιναν γραφικά με κίνδυνο να αποδυναμωθούν. Επίσης – κάτω από δημοκρατικό μανδύα πάντα –, ζήσαμε και φαινόμενα τρομοκρατίας όπου άνθρωποι φοβόντουσαν να μιλήσουν μπας και πουν κάτι που θα παρεξηγηθεί. Μήπως τους κατηγορήσουμε για συνεργούς και τα λοιπά. Συνέβησαν και τέτοια. Με πρόσφατο παράδειγμα την περίπτωση του Κωνσταντίνου Τζούμα που μια άστοχη δήλωσή του με αφορμή τις γυναικοκτονίες –ένα θέμα πάρα πολύ σοβαρό– έδωσε πάτημα στα ΜΜΕ να τον κρεμάσουν. Με αποτέλεσμα –και κίνδυνο– να ξεχαστεί ο πραγματικός εχθρός που φυσικά δεν είναι ο Τζούμας.
Σκηνοθεσία, υποκριτική, συγγραφή, διαρκής ενασχόληση με τη δημιουργία και τα κοινά με έναν τελείως δικό σας τρόπο – πάντα σε τόνους χαμηλούς αλλά ιδιαίτερα πολύτιμους για πολλούς
Για μένα το να σκηνοθετώ, να παίζω, να γράφω, είναι ο τρόπος για να πετύχω το ίδιο πράγμα… Χρησιμοποιώντας δηλαδή τον εαυτό μου και τη δημιουργικότητά μου, προσδοκώ να καταλάβω και να με καταλάβουν. Και παρότι είναι μεγαλόστομο ίσως, θα πω και να αγαπήσω και να με αγαπήσουν. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μοχθούμε πολύ και από πολλούς διαφορετικούς δρόμους για πολύ απλά πράγματα και λίγα -όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Αν έπρεπε να κρατήσετε ή να επιλέξετε κάποιες στιγμές από την τόσο γόνιμη πορεία σας, ποιες θα ήταν αυτές;
Δυσκολεύομαι να μιλήσω για “στιγμές” που ξεχωρίζω στην πορεία μου -την όποια πορεία μου. Γιατί δεν την βλέπω έτσι. Νομίζω ότι πορεύομαι αρκετά ενστικτωδώς – λίγο αφηρημένα – εντελώς αποφασισμένα. Και λίγο σα ζωάκι οσφραινόμενη πού θα μπορούσα να ανακαλύψω κάποια επόμενη πηγή χαράς. Κάτι τέτοιο μόνο μπορώ να πω.
Συντελεστές:
Διασκευή́: Marilyn Campbell και Curt Columbus / Μετάφραση: Στέλιος Βαφέας / Σκηνοθεσία: Όλια Λαζαρίδου / Σκηνογραφία: Χρήστος Μποκόρος / Φωτισμοί: Ζαφείρης Επαμεινώνδας, Θωμάς Οικονομάκος / Φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Γεωργιάδου / Θερμές ευχαριστίες στους: Εύα Στεφανή, Ουρανία Κρασάκη, Γιώργο Μουρατίδη / Η παράσταση επιχορηγείται από́ το ΥΠ.ΠΟ.Α.
Παίζουν: Νικόλας Μίχας, Κωνσταντίνος Μπλάθρας, Χριστίνα Τασκασαπίδου
Στη βιόλα: Ελένη Φουρλάνου