Η στιγμή που ένα παιδί θα βρεθεί για πρώτη φορά στο γήπεδο είναι από τις πλέον σημαδιακές. Τα χρώματα, η ένταση, ο αγώνας που δεν πολυκαταλαβαίνεις αλλά φαίνεται ξεκάθαρα συναρπαστικός, η αγωνία, ο ενθουσιασμός είναι πράγματα που κρατάς μέσα σου. Για πολλούς δε, η αγάπη δεν μένει εκεί, αλλά εξελίσσεται σε πάθος. Πάθος για την ομάδα, τη μπάλα, την κερκίδα, τις στιγμές της Κυριακής. Και τώρα, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός έχουν περάσει το κατώφλι του κέρδους και έχουν χάσει αρκετή από τη ρομαντική τους διάσταση, τα μόνα πράγματα που μας μένουν είναι τα σύμβολα. Κι αν οι φανέλες έχουν γεμίσει χορηγούς, κι αν οι παίκτες έχουν γίνει «μοντελέ τιτίκες» γεμάτες ζελέ στο μαλλί και τατουάζ στα χέρια, κάτι που παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου είναι η αγάπη της κερκίδας. Ανιδιοτελής, αδιάκοπη, πολλές φορές τυφλή, ενίοτε κι επικίνδυνη όταν στηρίζεται στο μίσος κι όχι στην αγάπη (για το άθλημα), αλλά πάντοτε εκεί. Χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Με χιόνια και με κρύο.
Αυτή την αγάπη, τη σχεδόν θρησκευτική λατρεία των ελληνικών γηπέδων προσπάθησε να αποτυπώσει ο Θεσσαλονικιός ιστορικός και δημοσιογράφος Λέων Α. Ναρ στο βιβλίο του Το παιχνίδι της εξέδρας (εκδ. Μεταίχμιο), περιλαμβάνοντας σχολιασμένα τα περισσότερα από τα συνθήματα που ακούμε κάθε αγωνιστική στα γήπεδα. Από το παρελθόν στο μέλλον. Από τη φιλική καζούρα στα άγρια μπινελίκια. Μια σπουδή στο χώρο που συμπράττει ο λόγιος και ο λαϊκός, ο μορφωμένος και ο αμόρφωτος, όπου η μόνη- τεράστια- διαφορά είναι το χρώμα της φανέλας και τα στιχάκια δίνουν και παίρνουν, με μερικές αστείες, προσβλητικές, πικαριστικές και πάνω απ’όλα θυμοσοφικές ατάκες να αποτελούν το αλατοπίπερο του ποδοσφαίρου. Μέσα στο βιβλίο, υπάρχουν και αναφορές στους λόγιους του ποδοσφαίρου, μια υφέρπουσα, χρόνια σύμπραξη των «κουλτουριάρηδων» με τη «στρογγυλή θεά», κόντρα στο στερεότυπο που θέλει το άθλημα να είναι μόνο για απαίδευτους ανθρώπους. Καμύ, Σάρτρ, Χέμινγουεϊ, Καζαντζάκης, Εγγονόπουλος, Αναγνωστάκης και πλήθος άλλων αναφέρονται στις σελίδες, που μας ταξιδεύουν στη μαγεία του ποδοσφαίρου τόσο στον αγωνιστικό χώρο όσο και στην κερκίδα, όπου εκεί παίζεται πάντοτε ένα διαφορετικό ντέρμπι.
Πώς και ασχολήθηκες με τη συνθηματογραφία των γηπέδων; Η σχέση, πρώτα απ’ όλα, είναι βιωματική, είμαι από μωρό στα γήπεδα, πολλά χρόνιαως αθλητής και περισσότερα ως φίλαθλος. Έχω δει αμέτρητα ματς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, το σύνθημα των οπαδών ήταν κάτι που με κέντριζε πάντοτε. Ξεκίνησα, λοιπόν, να καταγράφω και να επιλέγω, βέβαια, τι κρατάω από το σύνολο των συνθημάτων που συγκέντρωνα, ο χρόνος ωρίμασε και έτσι προέκυψε και το βιβλίο. Σε όλα αυτά κάπου ανακατεύεται και η φιλολογική διαστροφή, το παιχνίδι δηλαδή με τις λέξεις που για μένα είναι εξίσου σημαντικό με το περιεχόμενο των συνθημάτων.
Το ποδόσφαιρο έχει βαθιές λαϊκές καταβολές στη χώρα μας, όπως στις άλλες χώρες; Το ρωτάω γιατί φαίνεται κάπως πιο επιφανειακό το μίσος, απ ότι για παράδειγμα στην Αγγλία, όπου υπάρχουν και πολιτικοκοινωνικές έριδες αναμεταξύ των οπαδών. Η κατάσταση στη χώρα μας είναι διαφορετική, δεν υπάρχει, για παράδειγμα η ταύτιση με πολιτικά-ιδεολογικά σχήματα [π.χ. Ρεάλ Μαδρίτης (Φράνκο),Μπαρτσελόνα (αυτονομία) και κυρίως Μπιλμπάο στην Ισπανία ή Λιβόρνο(κομμουνισμός), Λάτσιο (εθνικισμός) στην Ιταλία]. Εδώ, υπάρχει μια ψιλοκοινωνική διάκριση, η οποία, έχω την αίσθηση ότι σχεδόν εξαλείφεται. Δεν πολυισχύει σήμερα για παράδειγμα ότι ο Ολυμπιακός είναι η λαϊκή ομάδα του λιμανιού και ο Παναθηναϊκός εκπροσωπεί την αστική τάξη, υπάρχει ένας αχταρμάς, μια ανακατωσούρα, το ίδιο βέβαια και στη Θεσσαλονίκη.
Τα δικά σου συμπεράσματα από την ελληνική γηπεδική κουλτούρα; Με στενοχωρεί πολύ η βία, τα επεισόδια, δεν πηγαίνω πια στο γήπεδο με το ίδιο κέφι. Με ενοχλεί πολύ ο παραγοντισμός, ο οπαδισμός και το νταϊλίκι. Προτιμώ την καζούρα που υπάρχει μεν αλλά είναι περιορισμένη, το να πηγαίνω στη δουλειά μου και να με πικάρουν μετά από ήττα της ομάδας μου και εγώ να ανταποδίδω το πείραγμα. Όλο αυτό, βέβαια, γεννούσε και ανάλογα συνθήματα.Τώρα που στις κερκίδες, με την απαγόρευση για τις μετακινήσεις στα εκτός έδρας παιχνίδια που ισχύει τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχουν οπαδοί των δύο αντίπαλων ομάδων και έτσι δεν μπορεί να προκύψουν ευρηματικά συνθήματα με την ίδια ευκολία.
Πιστεύεις ότι η εμπειρία του να είσαι στο γήπεδο και να παρακολουθείς,μπορεί να σε οδηγήσει από μόνη της σε πιο «κάφρικα» συναισθήματα, σε αντίθεση με την πιο «καθαρή» κι αποστασιοποιημένη ματιά της τηλεοπτικής θέασης; Δεν συγκρίνεται η ψυχρή και αποστασιοποιημένη θέαση ενός αγώνα από τον καναπέ του σπιτιού μας με την παρουσία στο γήπεδο. Εκεί ο όχλος, ναι, μπορεί να σε παρασύρει, ξεχνάς ποιος είσαι, τι δουλειά κάνεις, καταργείς τύπους και ηθικές αναστολές. Τώρα με το βιβλίο με έχουν πλησιάσει διάφοροι, κατά τα άλλα ευυπόληπτοι κύριοι, και μου εκμυστηρεύονται «καφρίλες» των νεανικών τους χρόνων, μου μιλούν για συνθήματα στα οποία είχαν «βάλει κι αυτοί το χεράκι τους». Αυτό, άλλωστε, με χαροποιεί ιδιαίτερα: με το που κυκλοφόρησε το βιβλίο είναι σαν να έχει άτυπα συσταθεί μια ομάδα, σαν να έχει βγει για φαγητό, να κουβεντιάζει και να πίνει μια παρέα εκατοντάδων «γηπεδανθρώπων» που καταθέτει μνήμες, εμπειρίες και ανταλλάσσει συνθήματα, δεκάδες συνθήματα.
Υπάρχουν αρχεία για την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου; Πόσο καιρό σου πήρε η έρευνα; Αρχεία, με την έννοια που το εννοείς όχι. Είπα λίγο να ξεφύγω από αυτή τη λογική,κάνοντας μια ευχάριστη παρένθεση, με δεδομένο ότι στα περισσότερα από τα προηγούμενα βιβλία μου ακολούθησα την παραδοσιακή μορφή έρευνας αρχειακού υλικού. Πάντως, επειδή με έχουν ρωτήσει αρκετοί πώς και ασχολήθηκα μ’ αυτό το θέμα, να ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ το θέμα σοβαρότατο, σίγουρα δίνει αφορμή για ευρύτατο πεδίο μελετών. Δύο περίπου χρόνια μου πήρε η συγγραφή του βιβλίου, η έρευνα, όπως την περιέγραψα προηγουμένως, είναι διηνεκής.
Η κερκίδα είναι ακόμη ο χώρος που μπορεί να συνυπάρξει ο «λόγιος» με τον «λαϊκό» ή αυτό το στοιχείο έχει αλλοιωθεί πιστεύεις; Σίγουρα έχει αλλοιωθεί, από τη στιγμή που στην όλη ιστορία έχει μπει το μάρκετινγκ και ο διαχωρισμός της κερκίδας σε «οικονομικές ζώνες»: Οι σουίτες, οι θέσεις gold, οι gold plus, η «δεν ξέρω ποια άλλη», τα απλά διαρκείας, τα άλλα που περιλαμβάνουν και τα ευρωπαϊκά παιχνίδια, τα απλά καρεκλάκια, τα δερμάτινα καρεκλάκια…. Ωστόσο, παραμένει το «βρώμικο» πριν και μετά το ματς, η ανταλλαγή απόψεων για τα πάντα με τον διπλανό σου, τον οποίο συνήθως δεν ξέρεις, το αγκάλιασμα με τον παραδιπλανό άσχετο, όταν η ομάδα βάλει γκολ κι άλλα τέτοια παράξενα.
Ιστορικά μιλώντας, παρατηρείς μια ωρίμανση του μίσους ανάμεσα στους οπαδούς. Δηλαδή από τα πρώιμα συνθήματα μέχρι τις μέρες μας, μπορεί τα πράγματα μπορεί να έχουν ξεφύγει κάπως; Σίγουρα, παλιότερα η πιο βαριά βρισιά ήταν «κουρέλες»! Υπάρχουν αρκετά τέτοια «άδολα» συνθήματα και στο βιβλίο. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, οι ομάδες έγιναν επαγγελματικές, υπάρχουν τα στοιχήματα, το κέρδος, ο τζόγος κι άλλα τέτοια που έχουν χοντρύνει το παιχνίδι τελευταία.
Τα συνθήματα είναι ίσως το τελευταίο ρομαντικό προπύργιο του ποδοσφαίρου, που φαίνεται να μεταλλάσσεται σε κάτι στυγνά επιχειρηματικό στις μέρες μας; Δυστυχώς έτσι είναι. Παλιότερα ξεχώριζες τον παίκτη από τον τρόπο που περπατούσε, τώρα δεν τον διακρίνεις, κι ας γράφει το όνομά του με πελώρια γράμματα στη φανέλα του. Η ατμόσφαιρά έχει αλλάξει και, ασφαλώς, και τα συνθήματα επίσης: υπέρμετρος σεξισμός, βία, ακρότητα, αυτά είναι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο.
O IANOS, οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και ο Λέων Α. Ναρ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου Το παιχνίδι της εξέδρας την Πέμπτη, 29 Ιανουαρίου 2015, στις 8:30 μ.μ., στο βιβλιοπωλείο IANOS (Σταδίου 24, Αθήνα). Θα μιλήσουν η Μυρτώ Αλικάκη, ο Στέλιος Κούλογλου, ο Αντώνης Πανούτσος, ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, ο Παύλος Τσίμας και η Βικτόρια Χίσλοπ. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.