Κον Τίκι *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία, Αυστρία, Γερμανία, Σουηδία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Γιόακιμ Ρένινγκ, Έσπεν Σάντμπεργκ
Πρωταγωνιστούν: Πολ Σβέρε Χάγκεν, Άντερς Μπόσμο Κρίστιανσεν, Γκούσταφ Σκάρσγκορντ
Διάρκεια: 118’
Ο Μπόιντ Ράις στο ντοκιμαντέρ του 2010 Iconoclast θυμάται πως σάρωνε τη δεκαετία του ’60 η μανία με τα εξωτικά νησιά της Πολυνησίας και η κουλτούρα Τίκι την Αμερική. Δεν ξέρω αν η συγκεκριμένη μανία της Δύσης με τον εξωτικό πολιτισμό μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οφείλεται στα ανδραγαθήματα του Θορ Χέιερνταλ, πάντως είμαι σίγουρος για δύο πράγματα: ότι η έκδοση του βιβλίου του με την εξιστόρηση του ταξιδιού του πάνω σε μια σχεδία από το Περού μέχρι την Πολυνησία έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλλερ και ότι πριν δω το Κον Τίκι δεν είχα ιδέα ποιος ήταν αυτός.
Πλέον έχω αρχίσει να τρέφω κυνισμό για ταινίες βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα, καθώς κάτι τέτοιο στο μυαλό μου σημαίνει περισσότερο έλλειψη φαντασίας και εξαναγκασμό ψαρώματος παρά κάτι το πραγματικά συναρπαστικό που αξίζει να μεταφερθεί στην οθόνη. Το Κον Τίκι, όμως, με εξέπληξε ευχάριστα, ως εκεί που θέλει βέβαια.
Από τις ημέρες που ο Χέιερνταλ τρώει πόρτα από όλους τους εκδοτικούς οίκους λόγω της μη ευδόκιμης θεωρίας του μέχρι το λυτρωτικό κλάμα όταν καταφέρνει το στόχο του, δια μέσου της πάλης με κύματα και αδηφάγους καρχαρίες, το Κον Τίκι κόβει την ανάσα με τη δράση του. Έντονο οπτικά, με έξοχη φωτογραφία (οι εραστές της θάλασσας θα την απολαύσουν σε όλες της τις εκφάνσεις) και σωστές δόσεις αγωνίας σε καίρια σημεία του, με τη σύμμειξη της σκανδιναβικής αισθητικής και των blockbuster βλέψεων. Θα μπορούσε να είναι ταινία της Ντίσνευ για μικρούς και μεγάλους αν είχε περισσότερα σκηνικά και μουσική, αλλά και λιγότερη παραστατικότητα στα πιο βίαια σημεία της.
Μπορεί να γίνει απολαυστική αν αφεθούν οι υψηλές σινεφίλ απαιτήσεις στην άκρη, μέχρι εκεί όμως, αυτή είναι και η ουσία της. Δεν πρόκειται να μνημονεύεται στα κατάστιχα του σκανδιναβικού κινηματογράφου.
Η νύξη στη Ντίσνευ επιφυλάσσει και ορισμένα αρνητικά. Οι χαρακτήρες που μελετά φαντάζουν κάπως ρηχοί, όπως σε πολλά ύστερα δημιουργήματα της εταιρείας, και η αλληλεπίδρασή τους αναληθής, στην προσπάθεια να διατηρηθεί το φλερτ με τις μεγάλες αίθουσες και την εστίαση στην ίδια την εμπειρία παρά στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων. Προσπαθεί να δώσει υπαρξιακά/βαθύτερα στοιχεία στο όλο εγχείρημα μέσα από συγκεκριμένες (εξαιρετικά κινηματογραφημένες, επαναλαμβάνω) σεκάνς, μα το πάντρεμα δεν επιτυγχάνεται, καθώς και αυτές οι σεκάνς δείχνουν περισσότερο «αμερικάνικες» παρά σκανδιναβικά βλοσυρές, όπως θα περίμενε κανείς.
Όταν, όμως, έρχεται η στιγμή της πάλης με τα φυσικά στοιχεία είναι που η ταινία ξεσπαθώνει. Νιώθει κανείς τον κόμπο στο λαιμό, το βάρος στο στήθος, το αλάτι στα χείλη, να καίγονται τα ρουθούνια. Το κύμα να δημιουργεί τράνταγμα, το πτερύγιο του καρχαρία να γαργαλάει το πόδι. Τον ήλιο να ξεροψήνει τη σάρκα. Τη λαχτάρα για επιτυχία, για επιβίωση, για υστεροφημία. Αν και οι συγκεκριμένες αισθήσεις, όπως δίνονται φιλμικά, δε θα ‘χουν χαρακτήρα διαχρονικό και μάλλον θα πεθάνουν λίγο μετά το τέλος της ταινίας, είναι παρούσες για όσο αυτή διαρκεί.
Μπορεί να γίνει απολαυστική αν αφεθούν οι υψηλές σινεφίλ απαιτήσεις στην άκρη, μέχρι εκεί όμως, αυτή είναι και η ουσία της. Δεν πρόκειται να μνημονεύεται στα κατάστιχα του σκανδιναβικού κινηματογράφου, πόσο μάλλον του παγκόσμιου, ως μια πρωτοποριακή ταινία που ίδρυσε σχολές ανά την υφήλιο, μπορεί να έχει μήνυμα δυνατό όσο μια γραφική τηλεοπτική διαφήμιση, μα για όσο διαρκεί είναι οπτικά μαγευτική.
Παγιδευμένη Ψυχή: Κεφάλαιο 2 *****
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γουάν
Πρωταγωνιστούν: Πάτρικ Γουίλσον, Ρόουζ Μπερν, Μπάρμπαρα Χέρσυ
Διάρκεια: 106’
Η Παγιδευμένη Ψυχή: Κεφάλαιο 2 ξεκινάει ακριβώς στο σημείο που μας άφησε η πρώτη ταινία. Η οικογένεια Λάμπερτ δε μένει σε ησυχία, τα στοιχειά από το υπερπέραν συνεχίζουν να την καταδιώκουν, αυτή τη φορά εισβάλλοντας στο σώμα ενός διαφορετικού μέλους της, του πατέρα Τζος. Τα πράγματα δυσκολεύουν από τη στιγμή που το μέντιουμ Ελίζ τους άφησε χρόνους και, για να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω στη βαρετή ζωή τους, επιστρατεύουν το φίλο και συνεργάτη της, Καρλ, προκειμένου να δράσει ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Η εμπορική επιτυχία του πρώτου μέρους και το ανοιχτό της τέλος ήταν πιθανώς οι δύο λόγοι που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση του δεύτερου «κεφαλαίου». Είναι, όμως αντάξιο του πρώτου; Αν και το πρώτο μέρος ήταν απλά μια αξιόλογη ταινία τρόμου, η επιτυχία και η όποια μνημόνευσή της βασίζεται σε ένα πάρα πολύ βασικό στοιχείο: την ατμόσφαιρά της. Ο Τζέιμς Γουάν αντί να προσπαθήσει να στηρίξει τα πάντα στο τετριμμένο στόρυ, επέλεξε να αφοσιωθεί στο να χτίσει ένα περιβάλλον στοιχειωμένο και στοιχειωτικό, μέσα από ευφάνταστες γωνίες λήψεις, ήχους και φώτα. Και μέχρι ενός σημείου τα κατάφερε, η ταινία τα έβγαλε τα λεφτά της, με την αξία της.
Θερμή παράκληση: να δημιουργηθεί πάραυτα ένα spin off στο οποίο οι βοηθοί των μέντιουμ, Σπεκς και Τάκερ για μιάμιση ώρα να μην κάνουν τίποτα πλην του να μιλάνε, να τσακώνονται και να σαρώνουν με το geeky χιούμορ τους.
Στο δεύτερο μέρος, ουσιαστικά, έχουμε ένα σχεδόν άτσαλο αντίγραφο της πρώτης, στο οποίο η ατμόσφαιρα υποχωρεί για να δώσει τη θέση της σε ένα περίπλοκο διαλογικό σενάριο, το οποίο οι ηθοποιοί σχεδόν δεν μπορούν να στηρίξουν. Η επιλεκτική χρήση των τρομακτικών εκπλήξεων εδώ ξεχειλώνεται, η πλοκή μπάζει από παντού με τις αδύναμες αιτιολογήσεις της και τα οξέα έγχορδα το παρακάνουν. Σίγουρα, όταν κανείς έχει σχετικά υψηλές προσδοκίες, δεδομένης της προηγούμενης παραγωγής του Γουάν, απογοητεύεται από τα παραπάνω.
Αλλά ας δούμε και τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων. Τα αρνητικά του σημεία αποτελούν χώρο πρόσφορο για χαβαλέ, οι υπερβολικά cheesy, σε σημεία, ερμηνείες και τα ανάλογα κλισεδάκια μπορούν να γίνουν διασκεδαστικά αν δεν πάρει κανείς στα σοβαρά αυτό που πρόκειται να δει. Το τελευταίο τέταρτο της ταινίας, στο οποίο η δράση κορυφώνεται, αποζημιώνει με την εσάνς κλασσικού μεταφυσικού blockbuster του, όσο και με την σχετικά ανώτερη αισθητική του, σε σχέση με τον υπόλοιπο αχταρμά. Και η διασκέδαση αποτελεί λέξη-κλειδί για τη συγκεκριμένη ταινία, την οποία δεν τσιγκουνεύεται.
Θερμή παράκληση: να δημιουργηθεί πάραυτα ένα spin off στο οποίο οι βοηθοί των μέντιουμ, Σπεκς και Τάκερ για μιάμιση ώρα να μην κάνουν τίποτα πλην του να μιλάνε, να τσακώνονται και να σαρώνουν με το geeky χιούμορ τους. Όλες οι κωμικές παύσεις της ταινίας που εμφανίζονται (ειδικά ο τιτάνιος Τάκερ) είναι το λιγότερο στερεοτυπικά καμένες και απολαυστικές.
Page: 1 2