Αύγουστος *****
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Τζον Γουέλς
Πρωταγωνιστούν: Μέριλ Στριπ, Τζούλια Ρόμπερτς, Σαμ Σέπαρντ
Διάρκεια: 121’
Μια ιδιόρρυθμη οικογένεια με βάση της την Οκλαχόμα καλείται να επανενωθεί μετά την αυτοκτονία ενός μέλους της. Η γυναίκα του αποθανόντος, που υποφέρει από καρκίνο του στόματος, θα βρει πάτημα στην ψυχική και διανοητική της (από τα πολλά φάρμακα) κατάπτωση για να φέρει τις τρεις κόρες της, την αδερφή της και όλους τους εξ αγχιστείας συγγενείς στα πρόθυρα της κατάρρευσης με τα μυστικά που θα αρχίσει να αποκαλύπτει. Πόσο σκοτεινό μπορεί να είναι το παρελθόν και το παρόν τους και πόσα πράγματα παραμένουν θαμμένα κάτω από στρώματα σιωπής;
Μετά την επίσημη «πρώτη» του στα μεγάλου μήκους μονοπάτια με το The Company Men του 2010, ο Τζον Γουέλς επιλέγει τον παράδρομο της μεταφοράς ενός θεατρικού έργου στην 7η Τέχνη. Ο Αύγουστος, το θεατρικό του Τρέισι Λετς, έτυχε θερμής υποδοχής πίσω στο 2007, λαμβάνοντας τη μερίδα του λέοντος των βραβείων για τα οποία είχε προταθεί. Η υψηλή ποιότητα του θεατρικού επαρκεί, τελικά, για να διασφαλίσει μια αντίστοιχα επιτυχημένη και αξιοπρόσεκτη κινηματογραφική μεταφορά;
Δυστυχώς όχι, παρά τη δυνατή του ιδέα και τη δαιδαλώδη, πολυπρόσωπη πλοκή του, παραμένει εγκλωβισμένο σε έναν θεατρικό προσανατολισμό, μην καταφέρνοντας να ξεπεράσει τα όρια των δύο συγγενικών καλλιτεχνικών εκφάνσεων, θυμίζοντας επανειλημμένα τον θεατρικό πυρήνα του που πολύ απέχει από το αμιγώς κινηματογραφικό στυλ σκηνοθεσίας. Από τον Γουέλς λείπει η σπιρτάδα του σκηνοθέτη που μπορεί να γεφυρώσει το συγκεκριμένο χάσμα –κάτι που εν μέρει πέτυχε ο Πολάνσκι με την Αφροδίτη με τις Γούνες. Παρά τη μακρόχρονη θητεία του στην καρέκλα του παραγωγού για πολυάριθμα δημιουργήματα, καθώς και του αντίστοιχου σκηνοθετικού καθίσματος για τηλεοπτικές σειρές, δεν καταφέρνει να δώσει σημαντικό βάθος στα πολυεπίπεδα θέματα που θίγονται, παραμένοντας στην κατάδειξη της μίζερης και μονίμως κρίσιμης ατμόσφαιρας.
Επιπλέον, μοιάζει παραφουσκωμένο με σκηνοθετικά τεχνάσματα, τα οποία θα μπορούσαν να είναι σαφώς λακωνικότερα. Πολλές ευκαιρίες δίνονται για να τονιστεί η ομορφιά του λιοπυριού της Οκλαχόμα, μα οι περισσότερες από αυτές εκμεταλλεύονται με γενικά πλάνα της επαρχίας που, όντας υπεράριθμα, μοιάζουν περισσότερο ως μια προσπάθεια γεμίσματος χρόνου παρά ως αναγκαία για την χωροχρονική τοποθέτηση του θεατή και την επίταση της προαναφερθείσας ατμόσφαιρας.
Ανάμεσα σε αυτά, το φόβητρο του all star cast για μια φορά μοιάζει ως η μικρότερη των απειλών, δεδομένων και των άριστων ερμηνειών των ηθοποιών. Η Μέριλ Στριπ παραμένει η ίδια αξεπέραστη Μέριλ Στριπ που όλοι ξέρουμε, η Τζούλια Ρόμπερτς πιο δύσθυμη από ποτέ, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς δικαιολογεί τη σταθερή άνοδό του στο ρόλο του αξιοθρήνητου απορριφθέντα ξαδέρφου και, τέλος, ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ ακόμα και σε μικρούς δευτερεύοντες ρόλους, αποδεικνύει έμπρακτα το πόσο ικανός ηθοποιός είναι.
Ντεμί κατάσταση, δύο ώρες που περνάνε άλλοτε ικανοποιητικά και άλλοτε άγαρμπα, αφήνοντας, παρά το σοκαριστικό στοιχείο τους, τη γενικότερη αίσθηση της ανισότητας. Αν προσαρμοζόταν περισσότερο στα κινηματογραφικά παρά στα θεατρικά πρότυπα, πιθανόν να πέρναγε τη βάση και να μην την έχανε οριακά.
Πέμπτη και 12 *
Ελλάδα, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Θανάσης Τσαλταμπάσης
Πρωταγωνιστούν: Θανάσης Τσαλταμπάσης, Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Χριστίνα Τσάφου
Διάρκεια: 103’
Ο Ευτύχης, πρωταγωνιστής του Πέμπτη και 12 είναι ο κλασσικός μέσος Έλληνας αποτυχημένος, με τη στερεοτυπική εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν στο μυαλό μας: ζει ακόμα με τη μητέρα του, είναι ατζαμής και ντροπαλός, χάνει τις ευκαιρίες και τις σχέσεις μέσα από τα χέρια του. Όταν τελικά απολυθεί από τη δουλειά του λόγω της μεγάλης απροσεξίας του και αναγκαστεί να ξαναβγεί στην αγορά εργασίας, θα ξαναδεί την πρώτη του παιδική αγάπη. Το πώς, βέβαια, θα συνδεθούν οι μοίρες των δύο, είναι μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία συμπτώσεων και τραγελαφικών περιστατικών που περιλαμβάνει ένα μεγιστάνα μεγαλοεκδότη, ένα ζευγάρι ομοφυλοφίλων που διατηρεί μια υπηρεσία catering και έναν καιροσκόπο που προσλαμβάνει άτομα για να μοιράζουν φυλλάδια.
Σε γενικές γραμμές, αυτό που χαρακτηρίζει την ταινία είναι η επιμονή της στη μετριότητα. Πιεσμένα, κακογραμμένα αστεία και χιλιοειπωμένα λογοπαίγνια που, αν ακούγονται πικάντικα στο σενάριο, στην οθόνη προκαλούν μάλλον αμηχανία. Κάτω του μετρίου ερμηνείες από ηθοποιούς που μοιάζουν σαν καρικατούρες άλλων καρικατούρων και cameo εμφανίσεις που ενώ θα μπορούσαν να εξυψώσουν μια ταινία εν είδει who’s who παιχνιδίσματος, εδώ δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Εξαιρείται το ένα λεπτό στο οποίο εμφανίζεται ο Κώστας Βουτσάς.
Και αυτό είναι πραγματικά μια χαμένη ευκαιρία αν αναλογιστούμε το καθόλου πρωτότυπο μα συμπαθητικό σενάριο, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη για μια αξιοπρεπή, εύληπτη κωμωδία καταστάσεων. Δεν είναι και λίγοι αυτοί που θα μπορούσαν να γελάσουν από τη γελοιότητα των όσων διαδραματίζονται, μα προσπαθεί υπερβολικά πολύ να είναι διασκεδαστική, παρατραβώντας τις ερμηνείες, τις συμπεριφορές και τους διαλόγους με μια κατώτατου επιπέδου ανωριμότητα, κάνοντάς την αντί για σπαρταριστή να φαίνεται φαιδρή. Πιο πολύ σαν ένα μπέρδεμα όλων των πεπερασμένων αστείων που έχουμε δει ανά τα χρόνια καταλήγει να φαίνεται παρά ως μια αυθύπαρκτη κωμική ενότητα.
Αν επρόκειτο για μια τηλεοπτική παραγωγή, ίσως να είχε μια άνω του μετρίου τηλεθέαση, κάποιες συζητήσεις την επόμενη μέρα σχετικά με δύο-τρεις καλές σκηνές, μέχρι να μπει και να κλειδωθεί οριστικά στο υπόγειο της μνήμης. Για να γίνει μια αξιοπρεπής ταινία, όμως, που αξίζει να τραβηχτείς μέχρι τον κινηματογράφο για να δεις σύντομα, θα έπρεπε να έχει παραπάνω οίστρο στο γράψιμό του, καθώς σκηνοθετικά, αν και καθόλου εμπνευσμένη, είναι όπως πρέπει να είναι. Και, ήμαρτον, η (επιθυμητή ή όχι είναι καθαρά δικό σας θέμα) νύξη της ανώτερης δύναμης που επαγρυπνεί για τους αδύναμους εδώ χρησιμοποιείται τόσο υποχρεωτικά που καταλήγει να αμαυρώνεται.
Page: 1 2