Σε ένα ουζερί των Εξαρχείων, ένα τραπέζι στον ρόλο του πάλκου απασχολεί ένα καλοκαιρινό βράδυ τους πελάτες του μαγαζιού. Το βράδυ φτάνει στο τέλος του και από το δίδυμο που παίζει ελληνικούς ήχους, λαϊκούς και ρεμπέτικους, ο ένας από τους δύο άντρες κάνει ανκόρ με Johnny Cash, τραγουδώντας με έναν δικό του μοναδικό τρόπο που αναδείκνυε τις σπουδές του στο τραγούδι. Έπειτα από το παρατεταμένο χειροκρότημα, ένας από τους παρευρισκόμενους τον ρώτησε αν τραγουδάει κάπου άλλου κι εκείνος απάντησε πώς είναι ένας από τους «νέους της όπερας».
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Οι Nέοι της Όπερας» ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2018 με στόχο να δώσει την ευκαιρία να αποκτήσουν εμπειρία εντός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής νέοι καλλιτέχνες που έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους και βρίσκονται στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής τους διαδρομής. Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα δοκιμάζονται σε πραγματικό περιβάλλον εργασίας και λαμβάνουν μέρος έως και σε τρεις παραγωγές όπερας ανά καλλιτεχνική περίοδο.
Το πρόγραμμα ολοκλήρωσε την πρώτη του σεζόν με την παρουσίαση των δύο μονόπρακτων έργων του Τζάκομο Πουτσίνι «Αδελφή Αγγελική» και «Ο μανδύας», στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Και τα δύο έργα πρωτοπαρουσιάστηκαν στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης το 1918 ενώ στην Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1970.
Ο διακεκριμένος τενόρος και υπεύθυνος του προγράμματος, Βαγγέλης Χατζησίμος, σημειώνει: «Η πρόκληση της μεγάλης σκηνής και της ορχήστρας, η πρόκληση των δύο τίτλων που είναι στο κεντρικό ρεπερτόριο των θεάτρων όπερας όλου του κόσμου, η πρόκληση, τέλος, της μεγάλης αίθουσας, είναι τα τρία μεγάλα στοιχήματα για τους καλλιτέχνες μας, που θέλουμε να αποκαλούμε παιδιά μας. Διανύσαμε μαζί τους μια καλλιτεχνική περίοδο αναζήτησης, προσπάθειας, στοιχημάτων προσωπικών και ομαδικών. Είχαμε χαρές, συγκινήσεις, φόβους αλλά και στιγμές έξαρσης. Προσπαθήσαμε να βρούμε μαζί τα εργαλεία που ο καθένας χρειάζεται για την προσωπική του πορεία στο επάγγελμα – τέχνη του λυρικού τραγουδιστή».
Κατά τον ίδιο, οι εντάσεις, οι απογοητεύσεις, οι ελπίδες που συνάντησαν μέσα σε αυτό το πρώτο έτος είναι κομμάτι της καθημερινότητας του λυρικού καλλιτέχνη, «μιας καθημερινότητας που πρέπει να αναμετρηθεί μαζί της και από τα κομμάτια της ψυχής του να συνθέσει τον ρόλο που έχει να ζωντανέψει πάνω στο σανίδι, να του δώσει φωνή, ζωή εντέλει από τη δική του ζωή. Μόνο που η ζωή του ρόλου τελειώνει όταν τα φώτα της σκηνής σβήνουν και μένει η σκηνή άδεια, γεμάτη από φαντάσματα ηρώων, θεών και θηρίων, από ανάσες τραγουδιστών, από θροΐσματα κοστουμιών και από το κενό κρύσταλλο του καθρέφτη που κρατά η σκηνή κατά πρόσωπο στο κοινό για να του δείξει αρετές που θα έπρεπε να έχει, κακίες που δεν του ανήκουν και ένα ήθος που το κυνηγά διαρκώς. Αυτή η δύναμη του θεάτρου να πλάθει ανθρώπους, κόσμους, σκιρτήματα ψυχής είναι η θεϊκή μανία, η τρέλα που ο καλλιτέχνης μοιράζεται με το κοινό. Η φλόγα που τον γεννά και τον καίει. Αγαπήσαμε αυτά τα παιδιά που θέλησαν να κοινωνήσουν μαζί μας αυτή τη μανία, τη δική τους και τη δική μας. Μπορεί η πείρα μας να τα βοήθησε, σίγουρα όμως η φρεσκάδα τους μας έκανε να θυμηθούμε γιατί φτάσαμε εδώ και από ποιους δρόμους».
Κύριος στόχος του προγράμματος που υλοποιείται με τη στήριξη του Ιδρύματος Ι. Λάτση, είναι να τους προσφέρει τη δυνατότητα να εξελίξουν και να παρουσιάσουν τις δυνατότητές τους σε ένα περιβάλλον εργασίας προστατευμένο αλλά και εποπτευόμενο από επαγγελματίες καταξιωμένους στο αντικείμενό τους. Η καθοδήγηση και η εκπαίδευση των νέων καλλιτεχνών γίνεται από καταξιωμένους καλλιτέχνες της όπερας και όχι μόνο.
Η Νικολέτα Φιλόσογλου σκηνοθέτησε τους φερέλπιδες νέους επαγγελματίες σε ένα δίπτυχο του Πουτσίνι που πραγματεύεται ζητήματα όπως η απώλεια, το έγκλημα και ο θάνατος. Θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική την ερμηνεία των συγκεκριμένων έργων από νέους καλλιτέχνες αφού «αποδίδει ανάγλυφα τη σημασία των (αυτο)καταστροφικών αδιεξόδων ακόμη και για εκείνες και εκείνους που έχουν προετοιμαστεί λιγότερο για μια τόσο αδυσώπητη σύγκρουση: τις νεαρές ηλικίες. Η ανυπέρβλητη τέχνη του δημιουργού είναι όμως εκεί για να δραματοποιήσει με φρικτό θαυμασμό τη, σε τελική ανάλυση, κοινότοπη και συνάμα απωθητική αυτή όψη της ανθρώπινης κατάστασης».
Εκτός από τις μεγάλες απαιτήσεις που έχουν τα δύο έργα μουσικά και υποκριτικά, η σκηνοθέτρια παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι καλλιτέχνες του προγράμματος εμπλέκονται και αντιμετωπίζουν με ευαισθησία δύσκολα θέματα, τις δύο τραγικές ιστορίες που αφηγήθηκαν σε μια μεγάλη μάλιστα σκηνή. όπως εξηγεί, το πρόγραμμα είναι ένα απαιτητικό masterclass που τους βουτάει στα βαθιά νερά. «Νιώθουμε ότι οι συμμετέχοντες κατάφεραν μέσα σε έναν χρόνο να στοιχειοθετήσουν αυτά που γνώριζαν μέχρι σήμερα, μπόρεσαν να αναδείξουν τις γνώσεις τους μέσω της εμπειρίας, μέσω του βιώματος, της μεγάλης σκηνής των μεγάλων απαιτήσεων αλλά και δυνατοτήτων. Χρειάστηκε βέβαια πολλή δουλειά και πολλές θυσίες, όπως για όλους όσους ασχολούνται με τις παραστατικές τέχνες, πόσο μάλλον με την όπερα που απαιτεί να είσαι καλός ταυτόχρονα σε δύο πράγματα».
Η Ελένη Κομνή, η Αγγελική Βαρδάκα η Μαρίεττα Σαρρή είναι τρεις νέες γυναίκες που συμμετείχαν στον πρώτο κύκλο του προγράμματος. Ρωτώντας την ηλικία τους απάντησαν πως «υπάρχει μια προκατάληψη με την ηλικία στον χώρο μας, και δη για τις γυναίκες. Όσο πιο νέος βγεις στο θέατρο, τόσο καλύτερα. Είμαστε όμως σε μια περίοδο πολύ παραγωγική, είμαστε αρκετά νέες για να έχουμε την ενέργεια και αρκετά ώριμες για να έχουμε ανταποκριθούμε σε απαιτήσεις σαν αυτές του προγράμματος».
Η Αγγελική Βαρδάκα σπούδασε διοίκηση Επιχειρήσεων κι επαφή της με το τραγούδι ξεκίνησε σε μικρή ηλικία, από άλλη όμως αφετηρία. «Πέρασα από πάρα πολλά στάδια, στην αρχή τραγουδούσα ροκ και μέταλ. Όταν άρχισα να ανακαλύπτω το λυρικό τραγούδι άρχισα και να κατακτώμαι από αυτό. Όσο προχωρούσε η μελέτη μου σε βάθος ένιωθα να είμαι πιο ο εαυτός μου».
Με ανώτατες θεωρητικές σπουδές στο πιάνο, η Ελένη Κομνή υπήρξε παράλληλα σε παιδικές και εφηβικές χορωδίες «οπότε είχα μια επαφή με το χώρο του τραγουδιού και τελειώνοντας το σχολείο αποφάσισα παράλληλα με τις σπουδές μου στην Οδοντιατρική να ξεκινήσω να σπουδάζω κλασικό τραγούδι. Γνωρίζοντας καλύτερα τον χώρο της όπερας και εμβαθύνοντας σε αυτήν, την ερωτεύτηκα και αποφάσισα ότι με αυτή θέλω να ασχοληθώ στη ζωή μου». Η Μαρίεττα Σαρρή εγκατέλειψε τις σπουδές της στη Βιολόγια αν και ήταν πιο «τυχαία» η πρώτη της επαφή της με το κλασικό τραγούδι. «Απλώς υπήρχε ένα δωρεάν μάθημα στο ωδείο που πήγαινα για τα μαθήματα πιάνου και είπα “γιατί όχι;”. Για να με αναλάβει όμως η τότε καθηγήτρια μου ήθελε να κάνω κλασικό τραγούδι οπότε αναγκάστηκα να ξεκινήσω και τελικά με κέρδισε».
Είναι και οι τρεις σοπράνο, άλλη «πιο βαριά» άλλη «πιο ελαφριά», το ρεπερτόριο είναι γεμάτο από ρόλους που μπορούν να υποστηρίξουν. Ποια είναι όμως τα προσκόμματα που αντιμετωπίζουν τραγουδίστριες όπως εκείνες. «Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη λυρικών θεάτρων ώστε να απορροφηθεί κάποιος. Όσον αφορά το ζήτημα της εκπαίδευσης, δεν υπάρχουν μουσικές ακαδημίες με τον τρόπο που υπάρχουν σε όλες χώρες του εξωτερικού, τα πτυχία που δίνονται στην Ελλάδα δεν αντιστοιχούν στο επίπεδο σπουδών που υπάρχει έξω και δεν αναγνωρίζονται τυπικά».
Λίγο πριν ανέβουν στη σκηνή και εκτός από την πολύωρη προσωπική τους μελέτη, βρίσκονταν καθημερινά σε πρόβες των 4 και των 5 ωρών. Εκτός από τη γλώσσα που απαιτεί και την τεχνική τους τοποθέτηση, το είναι μουσικό θέατρο είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που πρέπει να έχεις καλλιεργήσει και συνεχώς να αναπτύσσεις και να εξελίσσεις, «κάτι που δεν τελειώνει ποτέ για εμάς. το να μαθαίνουμε και να μελετάμε είναι αυτό που κάνουμε και θα το κάνουμε, είναι κάτι σαν πρωταθλητισμός».
Δεν τους δίνονται ιδιαίτερες ευκαιρίες, ο χώρος τους είναι «κλειστός», όμως, οι παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής όμως γινόντουσαν sold out. «Το κοινό υπάρχει, η καινούρια σκηνή μάλιστα έχουμε την αίσθηση ότι έφερε περισσότερο κόσμο αφού πρόκειται για ένα νέο κτίριο με σύγχρονες εγκαταστάσεις κι από όσο γνωρίζουμε οι παραγωγές πάνε πολύ καλά. Αν και δεν είναι στην κουλτούρα μας αυτό το είδος μουσικής, υπάρχουν πολλοί που το ακολουθούν και μάλιστα με τον “σωστό τρόπο”: Διαβάζουν, βλέπουν παραστάσεις, ενδιαφέρονται για τη σχετική δισκογραφία».
Παράλληλα όμως υπάρχει και μια προκατάληψη απέναντι στο μουσικό είδους που υπηρετούν, «ο φόβος ότι είναι ένα είδος δύσκολο “μόνο για τους μυημένους” ότι χρειάζεται κάποια ειδική εκπαίδευση για να το παρακολουθήσεις που φυσικά δεν ισχύει. Όλες οι όπερες πραγματεύονται πανανθρώπινα συναισθήματα και καταστάσεις, ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί και να δει δικά του βιώματα μέσα σε αυτές οπότε πρόκειται απλά για ένα στερεότυπο το οποίο όμως σιγά – σιγά αρχίζει αν καταρρίπτεται».
Απολαμβάνουν να βλέπουν γεμάτο το πάνω διάζωμα, «εκεί που δεν είναι οι διάσημοι ή οι προσκλήσεις. Η νέα σκηνή ήρθε για να βάλει στη συνείδηση του κόσμου δεν παίζονται οι ίδιες και οι ίδιες παραστάσεις, υπάρχει σύγχρονο ρεπερτόριο και η εναλλακτική σκηνή δίνει τη δυνατότητα σε Έλληνες συνθέτες και λιμπρετίστες να παρουσιάσουν φρέσκες ιδέες -συνήθως μάλιστα γραμμένες στα ελληνικά- που ταξιδεύουν και στο εξωτερικό».
Περισσότερες πληροφορίες για την Εθνική Λυρική Σκηνή θα βρείτε εδώ.