Το ρεκόρ που έχει επιτύχει αυτό το φθινόπωρο ο Γιάννης Σκουρλέτης είναι ενδεχομένως ανυπέρβλητο. Είναι παρών με τις επαναλήψεις τριών παραστάσεών του, και όλες τους παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, επιβεβαιώνοντας περίτρανα κάτι που ήταν ήδη γνωστό: ότι οι bijoux de kant είναι μια από τις πιο δραστήριες και συναρπαστικές θεατρικές ομάδες της χώρας αυτή τη στιγμή. Έχοντας ήδη μιλήσει διεξοδικά για τα Αμάραντα, και θεωρώντας πως ο Ναπολέων κατέκτησε μόνος επάξια τη φήμη του, συνεχίζοντας την πορεία του αφού ξεκίνησε για μια-δυο παραστάσεις στο Hood με εθελοντική συνεισφορά κι έφτασε να εξαντλήσει την περσινή σεζόν με την αίθουσα διαρκώς κατάμεστη, και δεν έχει ανάγκη από περαιτέρω αναλύσεις και κουβέντες, ο λόγος σήμερα είναι για τις Κόρες.
Οι Κόρες πρωτοπαρουσιάστηκαν το καλοκαίρι στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Μικρό Χρηματιστήριο της οδού Πεσμαζόγλου. Εκείνη η αρχική τους μορφή δημιουργούσε την αίσθηση πως επρόκειτο για παραγγελία του φεστιβάλ – δεν μπορώ να γνωρίζω τι ακριβώς, αλλά μια εύλογη υπόθεση θα ήταν πως είχε να κάνει με την πόλη της Αθήνας. Εκείνες οι παραστάσεις όμως αντιμετώπισαν δύο αστοχίες: αφ’ ενός τον απολύτως ακατάλληλο χώρο, με πολλά τεχνικά προβλήματα που παρέμειναν ανεπίλυτα, κι αφ’ετέρου την εμφανώς εμβόλιμη τελευταία σκηνή, που δημιουργούσε δραματουργικά και σκηνικά ζητήματα. Έχοντας επιλύσει και τα δύο αυτά θέματα, ο Σκουρλέτης επανέφερε τις Κόρες στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – και μάλλον έκανε πολύ καλά.
Πάνω στον καμβά από τις Δούλες του Ζενέ, οι δύο κόρες, η Νανά και η Νούλα, παίζουν τη μητέρα και την κόρη. Η τελετουργία παραμένει άθικτη, τα λουλούδια, πένθιμα, είναι πάντα σκορπισμένα στο πάτωμα, αλλά η ατμόσφαιρα είναι παιγνιώδης και κοριτσίστικη. Μεγάλο δώρο να μπορεί κανείς να μιλήσει για πράγματα βαριά, ενίοτε και σκοτεινά, αποφεύγοντας το σκόπελο της σοβαροφάνειας. Ο Γιάννης Σκουρλέτης, όπως συνηθίζει, ανατέμνει τα ζητήματα της ελληνικότητας, με ευαισθησία, αλλά χωρίς να αποφεύγει να αγγίξει τις πληγές, με ειρωνεία συχνά, αλλά χωρίς να χωρίς να χάνει την τρυφερότητά του.
Η συγκεκριμένη θεματική αποτελεί και τον κεντρικό άξονα του έργου του. Κρατά απέναντι από το θεατή έναν καθρέφτη κι επικεντρώνεται σε κάποιες, διαφορετικές κάθε φορά, λεπτομέρειες του προσώπου του. Η ποιητική ματιά βοηθά το θεατή να αντέξει αυτό που βλέπει – και που συχνότατα είναι οδυνηρό, γιατί η τομή πηγαίνει βαθιά, και πολλά από αυτά που εκτίθενται επί σκηνής συνηθίζουμε σε αυτή τη χώρα να τα κουκουλώνουμε κάτω από το χαλί. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ πως, αν τυχόν ευσταθεί η θεωρία περί αρχικής ανάθεσης και οι προθέσεις της ήταν να καταλήξει σε έναν ύμνο, ένα δοξαστικό της λαμπρής Αθήνας, και ο αναθέτων αντίκρισε τις Κόρες που, παίζοντας, πλέκουν το ειρωνικό εγκώμιο μιας μητέρας εξ αρχής απούσας και νεκρής, τότε μάλλον θα πρέπει να κατάλαβε αργά τι φίδι έβαλε στον κόρφο του…
Η Γλυκερία Μπασδέκη χειρίζεται τη διακειμενικότητα με έναν τρόπο που αναμφισβήτητα θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στο μέλλον – το ίδιο θα συμβεί και με τον τρόπο που πλάθει δικά της κείμενα βασιζόμενη σε προϋπάρχοντα έργα, μια δραματουργική μέθοδο γνωστή εδώ και δεκαετίες κυρίως στη Γερμανία και τη Βρετανία, αλλά εδώ ασυνήθιστη, μόνο κάποια έργα του Κοντραφούρη μού έρχονται στο νου. Ακριβώς όπως και στα Αμάραντα, δυσκολεύεται κανείς να ξεχωρίσει τις ραφές ανάμεσα στα ποιήματα και τα λοιπά κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και τα δικά της: η ροή είναι απρόσκοπτη και αδιατάρακτη. Συνδυάζει το πηγαίο χιούμορ με την ποιητικότητα με τρόπο απόλυτα φυσικό, και δημιουργεί φράσεις που ηχούν οριστικές.
Η Λένα Δροσάκη μετά από τόσες συνεργασίες έχει πλέον κατακτήσει κοινούς κώδικες με τους bijou de kant και λειτουργεί άψογα, σαν ψάρι στο νερό, ως Νούλα, με όλη της την προσωπική λάμψη και φρεσκάδα. Όμως η έκπληξη έρχεται από την Άλκηστη Πουλοπούλου, που αιφνιδιάζει ευχάριστα: είναι καλύτερη από ποτέ ως Νανά, χρησιμοποιώντας αποχρώσεις από την παλέτα της που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί. Η Χαρούλα Τσαλπαρά με το ακορντεόν της είναι απόλαυση για μάτια και αυτιά, δένοντας το σύνολο με το ακορντεόν της.
Είναι αληθινά ευφρόσυνη η δεύτερη ζωή που κέρδισαν Οι Κόρες στη νέα αυτή επιτυχή τους επεξεργασία. Ο Γιάννης Σκουρλέτης καθάρισε το έργο από οτιδήποτε περιττό, κι η λιτότητα ανέδειξε και απελευθέρωσε όλα τους τα χαρίσματα. Κι ο συγκεκριμένος χώρος, τόσο φορτισμένος ενεργειακά και αναμνησιακά, ταιριάζει απόλυτα με τη σκηνογραφική τους άποψη, αλλά και με την τελετουργική τους διάσταση. Μακάρι αυτή η ζωή να παραταθεί και πέραν των οκτώ παραστάσεων που έχουν ήδη ανακοινωθεί. Το αξίζουν αληθινά.