Παρά το doom and gloom των στοιχείων για την απομάκρυνση του κοινού από τις κινηματογραφικές αίθουσες, την εύκολη λύση του streaming και της κατ’ οίκον διασκέδασης και την εντελώς λανθασμένη αντίληψη ότι οι τηλεοπτικές σειρές είναι αντάξιες των ταινιών (major LOL), το σινεμά εξακολουθεί να μοιράζει απλόχερα τα δώρα του σε όσους είναι εκεί για να τα ανακαλύψουν. Η αλήθεια είναι ότι αν είχαμε την επιλογή, ως φετινή λίστα με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς θα αντιγράφαμε εκείνη που δημοσιεύσαμε το καλοκαίρι, προσθέτοντας απλώς το νέο Φανταστικά Ζώα.
Όχι ότι το δεύτερο μισό του 2018 δεν είχε καλές ταινίες (από το Ένα Αστέρι Γεννιέται ως τους Κλέφτες Καταστημάτων, που δεν συμπεριλάβαμε αλλά ας υποθέσουμε ότι το κάναμε με αυτή την αναφορά), αλλά όπως έχει AutoTune-άρει και η Σελίνα Γκόμεζ, the heart wants what it wants. Οι παρακάτω ταινίες έχουν κυκλοφορήσει σε κανονική διανομή τη φετινή χρονιά στην Ελλάδα (και μια σε streaming) – υπό άλλες συνθήκες το top 10 θα ήταν πολύ διαφορετικό, και θα περιείχε φεστιβαλικά διαμάντια όπως το Leave No Trace της Ντέμπρα Γκράνικ και το In Fabric του Πίτερ Στρίκλαντ, καθώς και το διαφημιστικό σποτ για το νέο άρωμα της Μπρίτνεϊ Σπίαρς.
Με τα αυστηρώς κινηματογραφικά κριτήρια που θέσαμε, λοιπόν, η λίστα μας μοιάζει κάπως έτσι:
Ένα παρηκμασμένο ξενοδοχείο, πέντε άγνωστοι, μια βροχερή βραδιά. Από το πρώτο check-in είναι σαφές ότι δεν θα γίνουν ισάριθμα check-out, και καθώς κατά τη διάρκεια της νύχτας ξεδιπλώνονται τα μυστικά του χώρου αλλά και των πελατών του, η αίσθηση ενός υποβόσκοντος κινδύνου μεγαλώνει στη μανσονική Αμερική του τέλους των 60s. Μια άσκηση ύφους από τον πανέξυπνο σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ντρου Γκόνταρντ (The Cabin in the Woods, Lost, Cloverfield), στην οποία δοκιμάζει να μπει στα νερά του Ταραντίνο και των pulp καταβολών του χρησιμοποιώντας τα ίδια εργαλεία: στυλιζαρισμένη ατμόσφαιρα, γνωστές φυσιογνωμίες σε Β-mode κι ένα άψογο ρετρό soundtrack. Εμείς μπήκαμε στο groove και το βελούδινο ρυθμό της ταινίας, που αποτελεί μια από τις πιο υποτιμημένες της χρονιάς, κάνει στιγμιαία σταρ την πρωταγωνίστρια του Μπρόντγουεϊ Σίνθια Έριβο (αυτή που έτρεχε στις Χήρες) και περιέχει την καλύτερη ερμηνεία του Τζεφ Μπρίτζες εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Αν το Ελ Ροαγιάλ είναι υποτιμημένο, το Τυφλό Σημείο δεν είχε καν την ευκαιρία να δοκιμαστεί, αφού κυκλοφόρησε σχεδόν αθόρυβα, παρά το ότι ήταν ένας από τους ελάχιστους τίτλους του φετινού Σάντανς που παρέμεινε relevant όλη τη χρονιά. Γραμμένο από τους δύο πρωταγωνιστές του, τον Ραφαέλ Κασάλ και τον βραβευμένο με Τόνι για το Hamilton και δεινό ράπερ των Clipping, Νταβίντ Ντιγκς, το Τυφλό Σημείο παρακολουθεί τις τελευταίες μέρες της αναστολής ενός νεαρού που επιστρέφει στη γειτονιά του και έχει να αντιμετωπίσει τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του κολλητού του, την αλλαγή της περιοχής λόγω του gentrification (η ταινία δεν συμπαθεί τους χίπστερ) και το σοκ που του προκάλεσε η εν ψυχρώ δολοφονία ενός μαύρου από αστυνομικό που τον καταδίωκε, μπροστά στα μάτια του. Με συχνές εναλλαγές γέλιου και σοβαρών προβληματισμών, η ταινία θα μπορούσε να χάνει τον τόνο της, αλλά ο βιντεοκλιπάς Κάρλος Λόπες Εστράδα και τα κωμικά, προφορικά και δραματικά χαρίσματα των δύο πρωταγωνιστών την κρατούν υπό έλεγχο. Σπαρταριστό σινεμά από φωνές που τώρα αρχίζουν να ακούγονται και αξίζει να ακούσουμε όχι μόνο τι έχουν να πουν, αλλά και πώς το λένε.
Σε μια φανταστική χρονιά για το animation, καμία από τις δύο αυτές ταινίες δεν ήταν σίγουρο στοίχημα. Βεβαίως οι Απίθανοι 2 αποτελούσαν το περιζήτητο σίκουελ από όλο τον κατάλογο της Pixar, αλλά μεσολάβησαν 14 χρόνια από το πρώτο κατά τη διάρκεια των οποίων η προτίμηση του κοινού μεταβιβάστηκε σε μια πληθώρα live action υπερηρώων. Όμως η εφευρετικότητα του Μπραντ Μπερντ, του αγαπημένου μας από το brain trust της Pixar (η Έντνα Μόουντ και ο Ρατατούης προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο), δεν κρύβεται και έτσι η νέα περιπέτεια της Απιθανο-οικογένειας σχεδόν άγγιξε την τελειότητα της πρώτης, με ανταλλαγή ρόλων του κυρίου και της κυρίας, σεναριακές εκπλήξεις, απίστευτα visuals (όπως στη σεκάνς με το τρένο) και την πιο αστεία σκηνή της χρονιάς μεταξύ του Τζακ-Τζακ και του ρακούν.
Η πραγματική αποκάλυψη, όμως, ήταν το Σπάιντερμαν: Μέσα στο Αραχνο-σύμπαν, που πήρε ένα συμπαθή αλλά ελαφρώς κορεσμένο υπερήρωα και τον αναζωογόνησε όχι μόνο αφηγηματικά, με τους πολλαπλούς Σπάιντερμαν από παράλληλες διαστάσεις να βρίσκονται ταυτόχρονα στην ίδια πραγματικότητα (όπως το Spider-Pig και ο ξεκαρδιστικός Νουάρ Σπάιντερμαν, με τη φωνή του Νίκολας Κέιτζ), αλλά και αισθητικά, με την οθόνη να ζωντανεύει σαν καρέ κόμικ και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του μέσου. Ο πιο χορταστικός Σπάιντερμαν από την εποχή που τα ηνία κρατούσε ο Σαμ Ραΐμι.
Η πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια της Γκρέτα Γκέργουιγκ αγαπήθηκε όσο λίγες ταινίες τα τελευταία χρόνια, βρέθηκε στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων των κριτικών το 2017 (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε στην αυγή της χρονιάς) και ήταν υποψήφια για 5 Όσκαρ. Όλες αυτές οι δάφνες, όμως, μοιάζουν σαν δεύτερες σκέψεις για μια ταινία που πρώτα την νιώθεις και μετά την βλέπεις. Μέσα από μια τυπική ιστορία ενηλικίωσης της ηρωίδας που υποδύεται η Σίρσα Ρόναν, η Γκέργουιγκ, που παίζει αριστοτεχνικά με το χρόνο σε μια ευφυώς μονταρισμένη ταινία, σε αναγκάζει να παραδεχτείς ότι το μέρος που μεγάλωσες και οι άνθρωποι που σε μεγάλωσαν αποτελούν κομμάτι της ταυτότητάς σου για πάντα. (Πλάκα κάνουμε, στην πραγματικότητα η ταινία μιλάει για μια κυρία που επίσης είναι πουλί.)
Η χαρά της ζωής, όπως και τα τραγούδια των ΑΒΒΑ στα οποία βασίζεται. Πιο cheesy κι από ένα βουνό πίτσας (btw αν υπάρχει τέτοιο βουνό μας ενδιαφέρει), η ταινία ζητά την πλήρη και άνευ όρων παράδοση του θεατή στο ενθουσιώδες, ανάλαφρο σύμπαν της. Είναι μεγάλη απαίτηση σε μια εποχή που ο κυνισμός και η προσκόλληση στη δύσκολη πραγματικότητα απορρίπτουν οποιαδήποτε έκφραση ειλικρινούς συναισθήματος, αλλά το γεγονός ότι η ταινία καταφέρνει να μεταδώσει την τυφλή αισιοδοξία της δεν θα έπρεπε να υποτιμάται, ειδικά αφού κανείς άλλος δεν το έκανε καλύτερα φέτος. Είχε το Roma την Σερ να προσγειώνεται με ελικόπτερο στην παλιά γειτονιά του Αλφόνσο Κουαρόν και να τραγουδάει το “Fernando”; Με αυτό τον άσο στο μανίκι του, το Mamma Mia: Here We Go Again μας έστειλε σε μια άλλη διάσταση από την οποία δεν έχουμε επιστρέψει ακόμα.
Είναι αλήθεια πως ο εγκέφαλος της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ θα είναι για πάντα η παιδική χαρά μας και θα εμφανιζόμαστε εκεί για να παίζουμε όσο συχνά μας καλεί. Όσοι είχαν την τύχη να ανήκουν στην πρώτη γενιά που διάβασε Χάρι Πότερ έχουν ένα γλυκό σύνδρομο Στοκχόλμης με το όλο φαινόμενο και καμία ενηλικίωση δεν πρόκειται να χαλάσει την ομορφότερη παιδική και εφηβική ανάμνηση. Μια παιδική ανάμνηση που βρίσκεται σε αναταραχή, ωστόσο, είναι η εντελώς αγνή εικόνα του Άλμπους Ντάμπλντορ, που εδώ αναγκαζόμαστε να επανεξετάσουμε γιατί ξαφνικά έχει αποκτήσει τη μορφή του too sexy for Hogwarts Τζουντ Λο. Ευχαριστούμε που μας το κάνατε αυτό, αλλά γιατί μας το κάνατε αυτό; Κατά τα άλλα, το δεξιοτεχνικό ξετύλιγμα του μυστηρίου σε συνδυασμό με τη βόμβα του φινάλε και έναν Τζόνι Ντεπ παραδόξως χαμηλότονο εγγυώνται ότι αυτή η μηχανή θα δουλεύει στο απόγειο της ισχύος της για πολλά χρόνια ακόμα.
Αν ανησυχούσατε ότι όλο το top 10 θα καταλήξει να είναι σαν εβδομαδιαίο πρόγραμμα του Village, πρώτον μην είστε film snobs και δεύτερον η επίθεση κουλτούρας των τριών πρώτων θέσεων θα φέρει το απαραίτητο πρεστίζ στη διαδικασία. Το Καλπάζοντας με το Όνειρο παρακολουθεί με πανέμορφο, διακριτικό και συγκινητικό τρόπο, σχεδόν ψιθυριστά, τις ζωές ανθρώπων του ροντέο στις χαραμάδες του αμερικάνικου ονείρου, αποδομώντας το αρχέτυπο του καουμπόι με τη λεπτή ματιά της Κλόε Ζάο, που ήδη έπιασε στα πλοκάμια της η Marvel για μια από τις μελλοντικές υπερηρωικές μεταφορές της. Ροντέο ή όχι, δύσκολα θα βρεθεί θεατής που δεν θα αναγνωρίσει και τις δικές του ανησυχίες στους πληγωμένους ήρωες της Ζάο.
Τέσσερις γυναίκες επιστήμονες, με επικεφαλής της Νάταλι Πόρτμαν, αναλαμβάνουν να εξερευνήσουν τη μυστηριώδη Περιοχή Χ, κάτι σαν το Τρίγωνο των Βερμούδων για τους στρατιώτες που προηγήθηκαν και εξαφανίστηκαν. Όσο πιο βαθιά προχωρούν, τόσο η πραγματικότητα γίνεται θολή, ελαστική, παραπλανητική, πολύχρωμη, απρόσιτη και πολυεπίπεδη, με αποκορύφωμα μια συμφωνία ήχου και φωτός, μια αξέχαστη σκηνή “αντικατοπτρισμού” στο φινάλε και πολλά αναπάντητα ερωτήματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε χαζοί άρα ψαρωμένοι. Ο Άλεξ Γκάρλαντ μεταφέρει το βιβλίο του Τζέιμς Βάντερμιρ μακάρι να μπορούσαμε να πούμε “στη μεγάλη οθόνη”, αλλά το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον κινηματογράφο έφερε την ταινία απευθείας στο Netflix, σε μια γλυκόπικρη (αλλά κανονικά εξοργιστική) απόφαση του στούντιο που φοβήθηκε ότι το σκεπτόμενο σινεμά θα τρομάξει το ευρύ κοινό. Αφού το εκτιμήσαμε εμείς που έχουμε το Mamma Mia 2 στο top 10 της χρονιάς, δεν είχε κανένα λόγο να ανησυχεί.
Και τελικά η καλύτερη ταινία του 2018 βγήκε στα σινεμά στις αρχές Φεβρουαρίου. Αυτό κάνει αυτομάτως αχρείαστες όσες ακολούθησαν τους επόμενους μήνες; Ίσως, γιατί η όγδοη ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον εξακολουθεί να μας δίνει ό,τι χρειαζόμαστε για να πορευτούμε στη ζωή ως σινεφίλ, αλλά και ως άνθρωποι: την αποθέωση της ιεροτελεστίας του φαγητού, το power play μεταξύ των δύο φύλων σε μια σχέση, την ατάκα “το τσάι φεύγει, η διακοπή παραμένει εδώ μαζί μου”, την ατάκα “απλώς δεν γίνεται να ξεκινήσω την ημέρα μου με μια αντιπαράθεση”, την ατάκα “kiss me my girl, before I’m sick”, το πιο ρομαντικό/αρρωστημένο/τέλειο φινάλε, το χιούμορ που είναι τόσο διακριτικό και ακριβές όσο και η βελόνα του σχεδιαστή μόδας που υποδύεται ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις όχι στην καλύτερη ερμηνεία του αλλά στον καλύτερο ρόλο του και την πολύτιμη γνώση ότι όλο αυτό το ενέπνευσε αυτή η γυναίκα.