Ο Βασίλης Μπισμπίκης κάνει θέατρο γιατί τον φοβίζει ο εκφασισμός της κοινωνίας

Με τον Βασίλη Μπισμπίκη, βρεθήκαμε μεταξύ βροχής και ήλιου, μεσημέρι στα Εξάρχεια. Ανέβηκε σφυρίζοντας τη σκάλα και εγώ που το προηγούμενο βράδυ τον είχα δει να καταδικάζεται για κάμποσα εγκλήματα στο σήριαλ που πρωταγωνιστούσε, ανακουφίστηκα. Προσπαθώ να θυμηθώ από πού ήθελα να ξεκινήσω την κουβέντα μας, είχα βάλει σε σειρά θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές εμφανίσεις και την τελευταία του ταινία, όμως όπως πάντα σχεδόν συμβαίνει, μας νίκησε η εποχή.

«Θυμάμαι πως απ’ την πρώτη κιόλας ημέρα που έκλεισαν τα θέατρα, έπεσα σε κατάθλιψη. Ήμουν ο τύπος εκείνος που έτρεχε χωρίς ανάσα σε χίλια πράγματα, σε δύο εβδομάδες θα ξεκινούσαν να παίζονται «Τα κόκκινα φανάρια». Όλα άλλαξαν βίαια, και ξαφνικά βρέθηκα παρέα με δύο φίλους να πίνουμε και να γινόμαστε χάλια χωρίς καν να μιλάμε, στο μπαράκι που είχαμε φτιάξει για τις ανάγκες της παράστασης, στο Cartel. Η συνθήκη αυτή, κράτησε περίπου δύο εβδομάδες. Έπειτα, έβλεπα και όλους αυτούς που έγιναν ευτυχισμένοι επειδή βρήκαν ευκαιρία να ξεκουραστούν κάνοντας ενδοσκόπηση και ανεβάζοντας καινούργιες συνταγές στο Instagram και δεν καταλάβαινα τι γινόταν.

Μετά το πρώτο σοκ, οι ευτυχισμένοι φίλοι μου, είδαν ότι αυτή η φάση θα έχει διάρκεια, οπότε τη στιγμή που εγώ άρχισαν να γίνομαι ξανά λειτουργικός εκείνους τους πήρε από κάτω. Ξεκίνησα να διαβάζω, να ανακαλύπτω κείμενα και να κάνω τις δικές μου συνδέσεις. Έναν χρόνο τώρα, μου έχουν συμβεί τρελές ανατροπές και κατάφερα επιτέλους να αντιληφθώ πράγματα σε σχέση με τον εαυτό μου, τα οποία είτε είχα κρύψει, είτε καταπίεζα μέσα στην τρέλα της καθημερινότητας. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι δεν βρέθηκα στην μπάντα των ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους, αντιμετωπίζοντας σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα».

Έρχονται στιγμές που νιώθω ότι θα μιλάμε για πάντα γι’ αυτή την εποχή, ότι δεν θα ξεχάσουμε όσα χρόνια και αν απομακρυνθούμε απ’ αυτήν, τον τρόπο που μας ανάγκασαν να τη ζήσουμε. «Είδαμε φρικτά πράγματα στη διαχείριση αυτής της κρίσης και πόσα ακόμη μας περιμένουν. Η σχέση εκκλησίας και κράτους ξεμπροστιάστηκε εντελώς, άφησαν στο έλεος τους τα νοσοκομεία και μας γέμισαν μπάτσους. Αυτή τη φορά, βγήκαν όλα στη φόρα και θέλω να πιστεύω ότι ο κόσμος κατάλαβε σε τι σκατό ζούμε.

Όχι πως πριν την πανδημία η κυβέρνηση δεν είχε κάνει κατανοητές τις προθέσεις της. Η προκλητικότητα και ο προσβλητικός προς την ανθρωπότητα τρόπος αντιμετώπισης των πολιτών, απ’ τις δυνάμεις καταστολής, ήταν ξεκάθαρος. Σε κοίταζαν με τσαμπουκά και μόνο επειδή περπατούσες. Ο κόσμος όμως απάντησε σε κάθε γειτονιά και εύχομαι να τους έγινε σαφές, ότι τελικά δεν είναι μόνο τα Εξάρχεια».

Ο Βασίλης, μου εξηγεί ότι το Cartel στον Βοτανικό έκλεισε και μεταφέρθηκαν στο Ρέντη σε έναν χώρο που τους παραχώρησε η Στέγη, μιας και σε άλλη περίπτωση δεν θα άντεχαν οικονομικά. «Το κράτος δεν μας στήριξε στο παραμικρό, κράτησε τα θέατρα κλειστά την ώρα που θα μπορούσαν άνετα να συνεχίζουν να λειτουργούν με ένα 50%. Μας έχουν βάλει σημάδι. Δεν εκπλήσσομαι όμως. Η δεξιά δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τον πολιτισμό, δεν τους ενδιέφερε ποτέ αυτό το κομμάτι».

Μιλάμε για τη μόνιμα sold out παράσταση του, «Άνθρωποι και Ποντίκια», τον λόγο που δεν την ανέβασε σε live streaming, μια λύση που αρκετές θεατρικές και όχι μόνο παραγωγές επέλεξαν. «Με το streaming, ήμουν αρνητικός εξαρχής, αν και παρακολούθησα κάποιες παραστάσεις της Στέγης, που ήθελα να δω και δεν είχα προλάβει. Θεωρώ ότι μπαίνοντας σε αυτήν τη διαδικασία, κλεινόμαστε περισσότερο και ο κόσμος συνηθίζει το θέατρο μέσα από μια οθόνη. Επίσης, θεωρώ πως μια παράσταση κομμένη και ραμμένη για το σανίδι, θα πρέπει να αλλάξει χαρακτηριστικά για το streaming, ώστε να έχει την απαιτούμενη διάδραση με το κοινό . Αυτός είναι και ο λόγος που κινηματογραφούμε τα «ποντίκια», έχοντας αλλάξει πολλά πράγματα, ώστε να μπορέσει να υπάρξει η ζητούμενη επικοινωνία μέσω οθόνης. Η ταινία, ήταν 25 ημέρες γύρισμα και βρίσκεται πλέον στο μοντάζ, ελπίζοντας να βγει τον Μάιο. Ήταν μια ανάγκη μας να δημιουργήσουμε ξανά, μη έχοντας μέχρι και σήμερα εικόνα για το πότε θα ανοίξουν τα θέατρα».

Ενώ τα «ποντίκια» περνάνε σε άλλο στάδιο δημιουργίας, «Τα κόκκινα φανάρια» ετοιμάζονται να ξανασυστηθούν στο κοινό. «Μ’ αρέσει να πειράζω τα κλασικά έργα, γιατί θεωρώ ότι με έναν τρόπο πρέπει να έρθουνε στο τώρα, ώστε να υπάρξει άμεση επίδραση με τον θεατή, κάνοντας τον να μπορεί να ταυτιστεί. Προσπαθούμε να τα ξεσκουριάζουμε και να τα μεταγράψουμε, διατηρώντας το νόημα στον πυρήνα του έργου, χωρίς ο θεατής να παίρνει απόσταση, εξαλείφοντας παράλληλα όσο γίνεται τα τότε στερεότυπα.

«Τα κόκκινα φανάρια», θα ανέβουν μάλλον τον Οκτώβριο και θα είναι μια τρανς εκδοχή. Υπήρξε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, που είχα επαφή με ανθρώπους που η κοινωνία αρέσκεται στο να ονομάζει περιθωριακούς. Ζούσαμε σχεδόν μαζί, βοηθώντας με πολύ στη ζωή μου. Έτσι, θέλησα να δημιουργήσω έναν ύμνο για τους ανθρώπους αυτούς , που αγαπώ τόσο.

Ο λόγος που κάνω θέατρο είναι γιατί με φοβίζει ο εκφασισμός της κοινωνίας, γιατί με προσβάλει να βρίσκονται άνθρωποι στο περιθώριο, είτε είναι πρόσφυγες ή μετανάστες, πόρνες ή τοξικοεξαρτημένοι. Δεν θέλω να είναι αποκομμένοι, μου τη βαράει. Η ισότητα είναι δυστυχώς ένα τεράστιο θέμα και αυτής την εποχής. Όπως λέει ο Καστοριάδης, μεγαλώνουμε νομίζοντας ότι είμαστε κάτι πολύ σπουδαίο, όποτε αμέσως διαφοροποιούμαστε από τους άλλους, δημιουργώντας ανισότητα. Θεωρούμε ότι είμαστε καλύτεροι, πιο σημαντικοί, πιο αναγκαίοι. Η ισότητα, έχει να κάνει με την ελευθερία και το κράτος πρέπει να είναι θεμέλιο της. Για ποια ελευθερία και ισότητα όμως μιλάμε, όταν σήμερα θεωρούμε δημοκρατία τους μπάτσους στα Πανεπιστήμια;».

Ελάχιστες ημέρες πριν η χώρα κλειδαμπαρωθεί για μήνες, η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες. «Η συνεργασία μου με τον Γιάννη, ήταν φανταστική. Σχεδόν κάθε μέρα, για έξι μήνες, κάναμε πρόβες σε ένα υπόγειο στη Ζαΐμη, εδώ στα Εξάρχεια. Έμαθα πάρα πολλά από εκείνον και τη δοτικότητα που έχει σαν άνθρωπος. Επειδή είμαι και σκηνοθέτης, γνωρίζοντας την ψυχολογία αυτή, νομίζω πως είμαι αρκετά βοηθητικός σαν ηθοποιός όταν με σκηνοθετούν. Απ’ τη στιγμή που τον εμπιστευόμουν, τον άφησα να με κάνει ό, τι ήθελε».

Ο ρόλος που υποδυόταν στο καθημερινό σήριαλ «Άγριες Μέλισσες», ήταν αυτός του διευθυντή φυλακών, που κακοποιούσε τις κρατούμενες, ένας ρόλος που συνέπεσε με τις παραβιαστικές και εγκληματικές καταγγελίες, στον χώρο του θεάτρου. «Ο ρόλος του Βόσκαρη, ήταν ένας εξαιρετικά καλογραμμένος ρόλος. Όπως και να τον ερμήνευα, κακός θα έβγαινα, μιας και ο συγκεκριμένος ήρωας δεν είχε ούτε μια ρωγμή ευαισθησίας. Ήταν ένας σαδιστής. Τα γεγονότα πάνω στα οποία συνέπεσε η προβολή αυτού του ρόλου, τον έκανε να αρπάξει αμέσως ένα άλλο βάρος. Στην αρχή πήγα να επηρεαστώ, μετά όμως «πέταξα» από πάνω μου το βάρος που είχα γι’ αυτά που έκανα, μιας και θα είχε σαν αποτέλεσμα να χαλάσει η ερμηνεία μου. Δεν ξέρω αν το είχες δει, στα Εξάρχεια, είχαν βάλει τη φάτσα μου με στολή μπάτσου σε αυτοκόλλητο και από κάτω ACAB. Τρελάθηκα, λέω θα φάμε ξύλο και στα Εξάρχεια, απ’ το πουθενά.

Τώρα, πάνω σε όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα και αφορούν το θέατρο, αυτό που έχω να πω είναι πως είμαι απ’ τους ανθρώπους εκείνους, που εδώ και χρόνια έχουν ταχθεί κατά της νοσηρότητας στις πρόβες και στις παραστάσεις. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι για να είναι δημιουργικοί, πρέπει να είναι ευτυχισμένοι. Υπάρχουν κάποιοι που έκαναν μόδα τη νοσηρότητα και την άποψη ότι ένας ηθοποιός πρέπει να ταλαιπωρείται ψυχικά, για να βγάλει ένα καλό αποτέλεσμα. Αν έβγαινε κάτι μέσα από χαρά, θεωρούσαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Κόπος υπάρχει, αλλά μαζί με αυτόν πρέπει να υπάρχει και το παιχνίδι, η χαρά.

Στο Cartel, οι ηθοποιοί μου είναι συνδημιουργοί. Μαζί φτιάχνουμε τα σκηνικά, τα κοστούμια, το κείμενο. Είμαστε μια οικογένεια που λειτουργεί με όρους οικειότητας και εμπιστοσύνης, χωρίς παρεξηγήσεις.

Σε αυτό το ύφος θεάτρου ανήκω και γουστάρω».

Χρύσα Λύκου