Ο πατέρας μου είχε τρία αδέρφια, όλα σερνικά, μα ο θείος ο Αρίστος ήταν ο αγαπημένος μου. Ήταν το στερνοπαίδι, πολλά χρόνια μικρότερος απ’ τους άλλους τρεις και μεγάλωσε σχεδόν μόνος του με την γιαγιά. Τον παππού τον είχαμε χάσει από χρόνια. Ήταν παράξενος, λιγομίλητος και αγέλαστος, μα άνθρωπος ευαίσθητος. Γι’ αυτό ήταν ο αγαπημένος μου, οι άλλοι –μαζί κι ο πατέρας μου- ήταν έμποροι κι είχαν τον νου τους στα λεφτά. Ο θείος ο Αρίστος σπούδασε στο νυχτερινό γυμνάσιο, δουλεύοντας κοντά στ’ αδέρφια του, μα μετά έφυγε και καταστάλαξε λογιστής σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Σ’ ένα υπόγειο ήταν το γραφείο του κι έκανε όλη μέρα υπολογισμούς και μετά γύριζε στη γκαρσονιέρα που ’χε νοικιάσει στην Κολιάτσου και μαγείρευε κι έβλεπε όλη νύχτα ταινίες μασουλώντας.
«Βρείτε του καμιά νύφη του άχρηστου, εκθέτει το σόι μας», έλεγαν πίσω απ’ την πλάτη του οι νύφες του –με τη μάνα μου πρώτη και καλύτερη- μα τ’ αδέρφια αναστέναζαν και δεν μιλούσαν. Η γιαγιά μου ήταν να σκάσει, του ’χε αδυναμία του μικρότερου, μα εκείνος δεν έπαιρνε από λόγια.
Ίδιος κι απαράλλαχτος όσα χρόνια τον θυμάμαι, από τα τριάντα του είχε φάτσα γεροντοπαλίκαρου. Φαλάκρα και παχύ μουστάκι. Μακριές φαβορίτες και μεγάλη κοιλιά. Τιράντες να του κρατούν το παντελόνι και χοντροκομμένα χέρια. Κι ένα χρυσό δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα περασμένο στον παράμεσο.
Σχέση ιδιαίτερη δεν είχε με τ’ αδέρφια του, μόνο στα οικογενειακά τραπέζια ερχόταν κάθε Κυριακή, μα δε μιλούσε πολύ. Έτρωγε και τους κοίταζε με τα καλοσυνάτα μάτια του και λέξη δεν έβγαζε. Φίλους πολλούς δεν είχε, μόνο τον Πέτρο, ένα γεροντοπαλίκαρο παχουλό σαν κι αυτόν, που έβγαιναν απαρεγκλίτως κάθε Τετάρτη και Σάββατο στην ίδια ταβέρνα κι έτρωγαν τη σπεσιαλιτέ, μπριτζολάκια μοσχαρίσια. Και κάθε Δευτέρα αγόραζε μια πεντάδα απ’ το Λαϊκό λαχείο κι έκανε όνειρα.
Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, όταν του ’σκασε το λαχείο, μα όχι το Λαϊκό. Η νονά του, άτεχνη χήρα στρατηγού –με την οποία ουδεμία σχέση διατηρούσε- πέθανε και του άφησε στη διαθήκη της τέσσερα σπίτια και ένα ποσό μεγάλο σε μετρητά. Ούτε καν στην κηδεία της δεν είχε πάει, γιατί δεν το έμαθε και στενοχωρήθηκε πολύ.
«Τι θα τα κάνει τόσα λεφτά, μοναχός του;» άρχισαν το καινούριο τροπάριο οι νύφες, «πείτε του να δώσει τίποτα στ’ ανίψια του, έχουμε ανάγκες». Μα τ’ αδέρφια αναστέναξαν και δεν του είπαν κουβέντα. Παραδόξως, τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή του θείου του Αρίστου και συνέχισε να περνάει τις μέρες του στο υπόγειο του ξενοδοχείου κάνοντας υπολογισμούς και τα βράδια του στον καναπέ βλέποντας ταινίες μασουλώντας. Και κάθε Τετάρτη και Σάββατο έβγαινε με τον φίλο του τον Πέτρο στην ίδια πάντα ταβέρνα κι έτρωγαν πιατέλες γεμάτες με μπριτζολάκια μοσχαρίσια. Μετά την κληρονομιά, μόνο το λαχείο το Λαϊκό σταμάτησε ν’ αγοράζει. Κι η γιαγιά μου ήταν να σκάσει που δεν παντρευόταν ο γιος της, παρά τη χρυσή του τύχη.
Λίγους μήνες μετά, είχαμε είδηση στην οικογένεια: Ο θείος ο Αρίστος πήρε τηλέφωνο τ’ αδέρφια του και τους ανακοίνωσε πως βρήκε γυναίκα και παντρεύεται και πως την Κυριακή θα την έφερνε στο τραπέζι στο σπίτι της γιαγιάς να την γνωρίσουν. Αναστατώθηκαν όλοι, παραξενεύτηκαν, οι νύφες τα ‘χασαν με το μαντάτο, μα την Κυριακή ήταν όλες τους στολισμένες στο τραπέζι.
Η καινούρια θεία η Κλαίρη ήταν έκπληξη μεγάλη. Τριανταπεντάρα καλοβαλμένη, αδύνατη και όμορφη, ευγενική και γλυκομίλητη, ουδεμία σχέση με τον θείο τον Αρίστο. Η γιαγιά μου έλαμπε μέσα στα χρυσαφικά της και τ’ αδέρφια χαρούμενα για τον μικρό. Μα ο θείος λιγομίλητος και αγέλαστος όπως πάντα.
«Για τα λεφτά τον θέλει η πουτάνα, το μάτι της γυαλίζει», ψιθύρισαν οι νύφες συνωμοτικά και την κοίταξαν με μίσος. «Για την ομορφιά του τον πήρε; Θα μας τα φάει όλα και δεν θα μείνει τίποτα στα παιδιά μας», αγρίεψαν στους άντρες τους, μα δεν μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα. «Δες τα βυζιά της», έγνεψε στον πατέρα μου η μάνα μου. «Εκεί μέσα τον βούτηξε και πνίγηκε ο μπουνταλάς».
Η Κλαίρη ήταν ομογενής από τη Γερμανία και τον πήρε τον θείο τον Αρίστο μαζί της στο Βούπερταλ, που είχε -λέει- ταβέρνα μεγάλη ο πατέρας της και σπίτι προίκα για να μείνουν. «Άντε και καλούς απογόνους», ήταν η ευχή της γιαγιάς και των αδερφών όταν τους αποχαιρέτησαν. Οι νύφες πάλι πνίγηκαν στο δηλητήριό τους και δεν είπαν τίποτα. Απ’ όταν έφυγαν για τη Γερμανία δεν τους ξανάδαμε, παρά μόνο το μεθεπόμενο καλοκαίρι που ήρθαν να μας δουν μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Χάρηκαν τ’ αδέρφια, αναστήθηκε η γιαγιά, μέσα απ’ τα δόντια τους ευχήθηκαν οι νύφες. Και φύγανε πάλι για τη Γερμανία και τους χάσαμε και μόνο στις γιορτές τηλεφωνιόντουσαν με τ’ αδέρφια για τα τυπικά.
Και όταν πέθανε η γιαγιά ξαφνικά, ήρθε εσπευσμένα ο θείος ο Αρίστος στην κηδεία με το αεροπλάνο να την αποχαιρετίσει, μόνος, χωρίς τη γυναίκα και το παιδί. Στάθηκε μπροστά στον τάφο κλαίγοντας, με τον φίλο του τον Πέτρο δίπλα του να τον στηρίζει. Την αγαπούσε πολύ τη γιαγιά ο θείος ο Αρίστος, μόνος μεγάλωσε μαζί της, τ’ αδέρφια ήταν πολύ μεγαλύτερα και τον παππού τον είχαμε χάσει νωρίς.
Και στον καφέ μετά στο σπίτι, περίμενε να φύγουν οι συγγενείς και ζήτησε από τ’ αδέρφια του και τις νύφες να μαζευτούν να τους μιλήσει. Τον είδανε ευδιάθετο τον θείο τον Αρίστο, τον μόνιμα λιγομίλητο κι αγέλαστο, και παραξενευτήκανε όσο να πεις. Κι εκείνος έκανε το σταυρό του, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του σακακιού τρεις φουσκωμένους φακέλους και τους άπλωσε στο τραπέζι μπροστά απ’ τ’ αδέρφια του.
«Για τα ανίψια μου είναι αυτά. Πούλησα τα σπίτια της νονάς μου, δεν τα έχω ανάγκη εγώ τα λεφτά. Είναι τσιμπημένη τώρα η αγορά, έπιασα καλή τιμή». Άνοιξαν τους φακέλους οι έμποροι και γυάλισαν τα μάτια τους στη θέα των χρημάτων. Οι νύφες ξεροκατάπιαν αμίλητες απ’ το ξάφνιασμα.
«Μα η γυναίκα σου, το παιδί σου;» ρώτησαν τ’ αδέρφια παραξενεμένα, αφού τα μέτρησαν.
«Δεν υπάρχει Κλαίρη, δεν υπάρχει παιδί, ψέματα ήταν όλα, στάχτη στα μάτια της μακαρίτισσας της μάνας μας», είπε χαμογελαστός ο θείος ο Αρίστος κι έσφιξε το χέρι του Πέτρου που καθόταν δίπλα του. Τότε μόνο πρόσεξα πως φορούσε κι εκείνος το ίδιο χρυσό δαχτυλίδι με την κόκκινη πέτρα στον παράμεσο. Έπρεπε το βλέμμα της μάνας μου να το βγάλω φωτογραφία εκείνη την ώρα, να το έχω να το θυμάμαι.